Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Η διχοτόμηση της Κύπρου ως απειλή και ως εδραιωμένη κατάσταση

 Παρουσίαση του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου, «O Ντενκτάς στον Νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά», Εκδόσεις Ψηφίδες, 2019*


https://commune.org.gr/blog-57/files/63db66dac7da15a5be44af61d44fd948-0.html?fbclid=IwAR0yEqkXo0v0dZXqvZVsIPo9HzHSJsjLU9Q4krM6eLPC0ztHcKv3tMNrubM

Event-in-Ammohostos-during-Erdogans-visit
του Τάκη Χατζηδημητρίου**

Ο τίτλος του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου «Ο Ντενκτάς στο Νότο» είναι προκλητικός. Σε κάνει να διερωτάσαι για το νόημά του. Σου παίρνει χρόνο, όπως συνέβη και με τον ίδιο τον συγγραφέα, να τον εννοήσεις και τελικά να τον συνειδητοποιήσεις. Κι αυτό είναι η πρώτη επιτυχία του βιβλίου. Σε υποχρεώνει να μετάσχεις στον προβληματισμό του συγγραφέα. Να διαβείς μαζί του τον πολύπλοκο μηχανισμό διαμόρφωσης καταστάσεων, που στην αντίληψή μας φθάνουν, συνήθως, ως νοοτροπίες και συνθήματα. Αναζητεί τη σπορά της διαίρεσης και διαπιστώνει ότι: «Η άνοδος του εθνικισμού (στη δεκαετία του 1940) συνέβαλε στον προοδευτικό διαχωρισμό των κοινοτήτων». Σίγουρα ο εθνικισμός συνέβαλε στον διαχωρισμό, όμως την καθοριστική και αγεφύρωτη ρήξη έφερε ο ένοπλος αγώνας. Η επιλογή του Γρίβα ως αρχηγού. ΟΠΛΑ η ΕΟΚΑ, ΟΠΛΑ οι Άγγλοι, ΟΠΛΑ οι Τούρκοι. Εμπλοκή της Ελλάδας με την ΕΟΚΑ και εμπλοκή της Τουρκίας με την ΤΜΤ, οι διακοινοτικές ταραχές, οι φόνοι των αριστερών. Απ’ εκεί και πέρα η τύχη της Κύπρου ήταν προδιαγεγραμμένη.

Σημειώνει ο συγγραφέας: «Ο συμβιβασμός της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η επικύρωσή του στο Λονδίνο από τους Βρετανούς, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και το Φαζίλ Κουτσιούκ εκ μέρους των κοινοτήτων διάνοιξε πραγματικά μια νέα εποχή».

Εδώ είναι που υστερήσαμε. Δεν καταλάβαμε ότι με όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα, μια νέα εποχή άρχιζε για την Κύπρο, που ζητούσε από μας να υπερβούμε το παρελθόν και να δούμε το μέλλον με διαφορετικό τρόπο. Όμως, στη δεκαετία του 1960 επαναλάβαμε εκείνα που ξέραμε από τη δεκαετία του 1950: διακοινοτικές συγκρούσεις, φόνους και αίμα. Ήταν τα όρια ενός κράτους που σύμφωνα με τη διαπίστωση του συγγραφέα «η στελέχωσή του […] έγινε νοητή περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με την αποικιακή περίοδο». Με την έκρηξη τη ένοπλης βίας η όση ανεξαρτησία εκχωρήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία αμφισβητήθηκε. Οι «μητέρες πατρίδες» και οι Αμερικανοί σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου παρενέβαιναν διαλυτικά για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ρόλος της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να αντιστέκεται στη διάλυση, αλλά και σταδιακά να διαβρώνεται.

Η χρονιότητα της εκκρεμότητας οδήγησε από κρίση σε κρίση, ιδιαίτερα μετά την επιβολή της χούντας, με τελική πια φάση το πραξικόπημα, την εισβολή και την ντε φάκτο διχοτόμηση.

Τον πόνο που πέρασαν οι Τουρκοκύπριοι την δεκαετία 1964-1974 διαδέχτηκε ο πόνος των Ελληνοκυπρίων μετά το 1974. Ό,τι ακολούθησε ήταν ο πλήρης πια διαχωρισμός στο έδαφος και στον πληθυσμό. Ο συγγραφέας σχολιάζει ότι «Οι επαφές ΕΚ και ΤΚ την περίοδο 1975 ως το 2003 μηδενίστηκαν» και προσθέτει «Ανήκω στη γενιά που γεννήθηκε μετά το 1974 και ενηλικιώθηκε σε συνθήκες πλήρους διαχωρισμού». Αναφέρεται ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας για να τονίσει ότι η λέξη Τουρκοκύπριος ήταν απαγορευμένη. Και συνεχίζει: «Είθισται να λέγεται ότι τα γεγονότα του 1974 με το πραξικόπημα και την εισβολή έθαψαν οριστικά την ιδέα της ένωσης περιθωριοποιώντας την. Αυτό ισχύει μόνο σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, και ακόμα κι εκεί χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι αυτό που θάφτηκε το 1974 ήταν το πτώμα της ‘‘Ενώσεως’’ διότι πολιτικά νεκρή ήταν από το 1957, αν όχι και πιο πριν. Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι το ελληνοκυπριακό σχολείο παρέμεινε και μετά το 1974 -και μέχρι σήμερα- ενωτικό ως προς τον γενικό του ιδεολογικό προσανατολισμό».

Η περίοδος 1974 -2003, φορτισμένη με επώδυνες αναμνήσεις, συνοδεύτηκε με νέες εντάσεις. Η μονομερής ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας από τον Ντενκτάς επέτεινε τον διαχωρισμό και έφερε σε νέα ύψη την αντιπαράθεση.
Ήταν όμως και περίοδος δραστηριοποίησης των Ηνωμένων Εθνών για επίλυση του προβλήματος, με πιο ουσιαστική την υποβολή προτάσεων του Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπούτρος – Μπούτρος Γκάλι το 1989 και μείζον γεγονός την αίτηση ένταξης στην ΕΕ το 1990.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως τη σημαντικότερη εξέλιξη, μετά το 1974, στις διακοινοτικές σχέσεις «Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων» τον Απρίλη του 2003 και τονίζει: «Είναι εκπληκτικό το πόσο εύκολα και αιφνίδια ανατράπηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο το ιδεολογικό εποικοδόμημα και η συνεπακόλουθη κουλτούρα του φόβου εκείνους τους πρώτους μήνες μετά το άνοιγμα, προκαλώντας απορία και στις δυο εξουσίες». Ό,τι συνέβη ήταν εκπληκτικό. Ένας λαός έβγαινε στο προσκήνιο της Ιστορίας. Κατακρήμνιζε διαχωρισμούς και αναζητούσε μια νέα πορεία, μια νέα αρχή. Ήταν ένα συμβάν μοναδικό, όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και ευρύτερα για τόπους με εμφύλιους και εθνοτικές συγκρούσεις.

Το φαινόμενο αποδεικνύει τη δύναμη της συγκυρίας. Αν αξιοποιηθεί, αλλάζει το ρουν της Ιστορίας, αν χρονίσει, εκφυλίζεται και χάνεται. Γίνεται σκελετός της Ιστορίας. Σχετική και χαρακτηριστική είναι η ρήση του Λένιν για τη δική του επανάσταση: Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά.

Στην περίπτωση όμως της Κύπρου υπάρχουν άλλα δεδομένα. Ακόμη και όταν υπάρχουν οι συγκυρίες, ακόμη και αν εκδηλωθεί η βούληση της κοινωνίας των πολιτών, αν η ηγεσία δεν συναινέσει, δεν πιστέψει στην αλλαγή, είναι σε θέση να την ματαιώσει. Το επιτρέπει το ατελές δημοκρατικό σύστημα και η ύπαρξη βαθέος κράτους. Το βιβλίο επικεντρώνει την προσοχή του σ’ εκείνη τη φοβερή νύκτα της 24ης Απρίλιου 2004, όταν στο δημοψήφισμα για το σχέδιο του Γενικού Γραμματέα Κόφι Ανάν οι Τουρκοκύπριοι ψήφιζαν υπέρ της λύσης και οι Ελληνοκύπριοι εναντίον. Έκπληξη το ΟΧΙ του ΑΚΕΛ. Συμφωνώ με το συγγραφέα όταν γράφει ότι «Το ΑΚΕΛ πέταξε την ιστορική ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει και περιθωριοποιήθηκε πλήρως καθώς ουσιαστικά έμεινε παθητικό στη μάχη που διεξήχθη τότε, την οντολογικού μεγέθους αντιπαράθεση μεταξύ του σκληρού πυρήνα του Ναι, με κυρίως αριστερό και φιλελεύθερο ιδεολογικό πρόσημο και ενός σκληρού πυρήνα του Όχι, με εθνικιστικό και συντηρητικό ιδεολογικό πρόσημο». Δεν θα επεκταθώ στο πώς καταλήξαμε στο 76% υπέρ του ΟΧΙ. Θα πω μόνο ότι για όλους εμάς που πήγαμε με το ΝΑΙ το αποτέλεσμα σήμαινε περαιτέρω εμβάθυνση αυτού που έγινε το 1974. Σε ό,τι αφορά τους Τουρκοκύπριους οπαδούς της λύσης, κυριάρχησε η αίσθηση απόρριψης και εγκατάλειψής τους από τους Ελληνοκύπριους. Ήταν αυτή ακριβώς η πίκρα που γέννησε, εκείνη τη νύκτα, το σύνθημα «Ο Ντενκτάς στον Νότο».

Ό, τι ακολούθησε ήταν η σταδιακή εμπέδωση των τετελεσμένων. Μας λέγει ο συγγραφέας: «η διχοτόμηση της Κύπρου κτίστηκε κομμάτι-κομμάτι, διαχρονικά μες από την ιστορία της διακοινοτικής σύγκρουσης, συντηρήθηκε και αναπαράχθηκε μέσα από τις πολιτικές ηγεσιών, τις δομές και τους θεσμούς και σε σημαντικό βαθμό κανονικοποιήθηκε ως καθημερινότητα παρά τα μύρια προβλήματα που ενέχει, τους κίνδυνους που κουβαλά και τον παραλογισμό που την συγκροτεί συνολικά». Διαπιστώνει ότι αυτά που προηγουμένως λέγονταν υπαινικτικά ως επιμέρους απόψεις «εμείς ποδά τζιαι τζείνοι ποτζιεί» άρχισαν να διαμορφώνονται σε νοοτροπία και κατεύθυνση.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία παραμένει η μόνη διέξοδος για την επανένωση του νησιού. Είναι μία συμβιβαστική λύση που απαιτεί ορθολογισμό. Μια συμφωνία που δε θα φέρει ενθουσιασμό, επειδή βασίζεται στη λογική και όχι στο συναίσθημα. Ο συγγραφέας, όμως, υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που θα επιτευχθεί, θα γίνει ανεχτή ή καλύτερα αποδεκτή «με εξαίρεση ίσως μια μερίδα της ακροδεξιάς».

Όσοι δε συνειδητοποίησαν το «Ντενκτάς στον Νότο» το 2004, το κατάλαβαν αργότερα στο Μοντ Πελεράν και στο Γκραν Μοντανά. Τώρα σίγουρα βλέπουν τον Ντενκτάς να απολαμβάνει ευτυχισμένος τους καρπούς των κόπων του: Την Κύπρο με εμπέδωση της διχοτόμησης.

Πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας ότι το ΟΧΙ «Υπήρξε το τέλος της εικόνας των διαλλακτικών Ελληνοκυπρίων και των αδιάλλακτων Τουρκοκυπρίων». Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος σήμανε ουσιαστική στροφή του διεθνούς παράγοντος έναντι του Κυπριακού. Έκτοτε τα Ηνωμένα Έθνη αποστασιοποιούνται από τις θέσεις των Ελληνοκυπρίων, αν δεν τοποθετούνται κιόλας κριτικά ή και αρνητικά σε κάποιες περιπτώσεις. Η ΕΕ έκανε πια χωριστά ανοίγματα, τόσο έναντι των Τουρκοκυπρίων όσο και έναντι της Τουρκίας. Αναβάθμισε τις σχέσεις της με τη τουρκοκυπριακή πλευρά, εγκαθίδρυσε Γραφείο στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, πρόσφερε οικονομική βοήθεια και ως ένα σημείο πολιτική αναγνώριση. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αναγνωρίζει στην Κοινοβουλευτική του Συνέλευση δύο αντιπροσωπίες από την Κύπρο. Σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως στη Διακοινοβουλευτική Ένωση, είναι μέλος με αστερίσκο και με παράλληλη ανεπίσημη σχέση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Η ελληνοκυπριακή ηγεσία για να στηρίξει το ΟΧΙ επικαλέστηκε οικονομικούς λόγους. Επιχείρημα συμφεροντολογικό, που μας στέρησε και κάθε ηθικό έρεισμα. Οι προεδρικές του 2008 έκαναν φανερή την αδιέξοδη πολιτική του Τάσσου Παπαδόπουλου και έδωσαν την ευκαιρία στο Χριστόφια να ανατρέψει το αρνητικό κλίμα. Ο ελπίδες για διευθέτηση και αποτροπή της διχοτόμησης αναπτερώθηκαν. Ως πιο σημαντική σύγκλιση στις συνομιλίες Χριστόφια – Ταλάτ ο Γρηγόρης θεωρεί, και σε αυτό μας βρίσκει σύμφωνους, τη φόρμουλα της εκ περιτροπής Προεδρίας (με αναλογία 5 προς 2) συνοδευόμενη από διασταυρούμενη και σταθμισμένη στο 20% ψήφο. Μια συμφωνία που για πρώτη φορά ενοποιούσε το εκλογικό σώμα και θεμελίωνε την έννοια του κοινού συμφέροντος και του κοινού μέλλοντος.

Έχει δίκαιο να θεωρεί λάθος την άρνηση της υπογραφής των συμφωνηθέντων όταν το ζήτησε όχι μόνο ο Ταλάτ αλλά και ο Μπα Κι Μουν κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο. Τούτο επέτρεψε στο ΔΗΣΥ και τα άλλα κόμματα να παρέμβουν διαβρωτικά σε ό,τι συμφωνήθηκε.

Ο Αναστασιάδης στις συνομιλίες του με τον Ακκιντσί σταδιακά επανέφερε συγκλίσεις του Χριστόφια – Ταλάτ και προχώρησε ακόμη πιο πέρα σε θέματα εκτελεστικής εξουσίας, μεταβατικών περιόδων και δικαιωμάτων και ασφάλειας. Στα τέλη του 2016 η λύση ήταν ορατή και διαπιστωμένη από τους ίδιους του ηγέτες. Στο Μοντ Πελεράν κατατέθηκε από τον Ακκιντσί και χάρτης που συναντούσε τις ελληνοκυπριακές απαιτήσεις. Με την εκ περιτροπής Προεδρία και την επιστροφή του Μόρφου η υπόθεση της λύσης ήταν περίπου δεδομένη. Σαφής κι αποφασιστική ήταν η στήριξη που το ΑΚΕΛ και ο Άντρος Κυπριανού πρόσφεραν στον Αναστασιάδη. Στήριξη που δεν της έλειπε η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και του θάρρους. Ο επίλογος γράφτηκε στο Γκραν Μοντανά, όταν αντί να συζητούμε τις προτάσεις του Γκουτέρες διαπληκτιζόμαστε με τον Τζαβούσογλου. Όταν ήταν έτοιμοι οι πρωθυπουργοί να μετάσχουν και τους μηνύσαμε να μην έρθουν.

Έχω και κάποιες παρατηρήσεις:

Πρώτα για τα ΜΜΕ. Συμφωνώ με τον συγγραφέα ότι συνεργοί αν όχι θεμελιωτές της διχοτομικής πορείας είναι τα πλείστα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Λίγα εκείνα της συναίνεσης και της λύσης. Κι αυτά χρειάζονται την προστασία και τη στήριξή μας. Μπορεί κάποτε να ξεστρατίζουν και δέχονται γι’ αυτό τη δίκαιη και αυστηρή κριτική μας. Όμως κρίνοντας τη συνολική πολιτική τού ΠΟΛΙΤΗ, θεωρώ άδικη τη διαπίστωση ότι βρέθηκε ύστερα από το Μαρί «σε πορεία παρακμής που έφτασε σε διάφορες περιπτώσεις στο επίπεδο του κίτρινου Τύπου». Και λίγα λόγια για το γλωσσάρι. Ναι υπάρχει η γλώσσα της σύγκρουσης και της διαίρεσης και η γλώσσα της συνεννόησης και της συμπόρευσης. Η γλώσσα της σύγκρουσης με τους υποτιμητικούς όρους που αρχίζουν από το ψευδο- κ.λπ. έχουν πια, σύμφωνα με τη διαπίστωση του συγγραφέα, γελοιοποιηθεί. Άλλοι όροι όπως ο χαρακτηρισμός του Ακιντσί σαν «κατοχικού ηγέτη» έπαυσαν να είναι αποδοτικοί, γιατί δεν είναι πειστικοί. Υπάρχει και το γλωσσάρι εκείνων που επικοινωνούν με τους Τουρκοκύπριους, συνεργάζονται ή διαβουλεύονται μαζί τους, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τον απλό άνθρωπο που συναντά Τουρκοκύπριους φίλους του. Όλοι αυτοί χρησιμοποιούν τη γλώσσα της συνεννόησης. Και όμως, το γλωσσάρι της διαίρεσης επιμένει. Ενδεικτικό κι αυτό υποταγής στα κελεύσματα των πιο φανατικών της κοινωνίας μας.

Δεύτερο: Σωστή η επισήμανση του συγγραφέα για την αυτονομία «της Κύπρου και του Κυπριακού ως αυτοτελούς ζητήματος» και ορθά προσθέτει «Το (γεγονός) ότι δεν υπάρχει κάποια κυπριακή μοναδικότητα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια κυπριακή ιδιαιτερότητα που καθιστά το Κυπριακό ένα σύνθετο ζήτημα». Αποδοχή της αυτοδυναμίας του Κυπριακού οδηγεί και στην αποδοχή της κυπριακής ανεξαρτησίας και της αυτοδύναμης κρατικής της οντότητας. Σημαίνει ακόμη την αναγνώριση της πραγματικότητας, που δεν είναι άλλη από την ύπαρξη ενός πολυπολιτισμικού κράτους, κάτι που ακόμη δεν εννοήσαμε, αλλά που αποτελεί την προϋπόθεση για μια νέα εποχή μέσα στην Ιστορία πέραν από τους εθνικισμούς και τις μητέρες πατρίδες.

Τρίτη και τελευταία παρατήρηση: Η διαπίστωση ύπαρξης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο έβαζε μπροστά μας το δίλημμα: Προέχει η λύση του Κυπριακού και στη συνέχεια εκμετάλλευση, ή μονομερής εκμετάλλευση και παραμερισμός του Κυπριακού; Γύρω από αυτό το ερώτημα τοποθετήθηκαν η κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις και ανάλογα με τις προτεραιότητες της κάθε πλευράς. Όσοι υποστήριζαν τη λύση, ήθελαν τους υδρογονάνθρακες μέσο για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Υπήρχε ένας πλούτος που θα μπορούσε να ωφελήσει, μέσα σε πνεύμα συνεργασίας, όλες τις πλευρές εντός και εκτός Κύπρου. Ένα σχέδιο που θα μπορούσε ακόμη να συμπεριλάμβανε και την Τουρκία. Είναι πια σαφές ότι η προτεραιότητα στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων οδηγεί σε τακτική που μόνο ένταση και κρίση μπορεί να επιφέρει. Και για κάθε αντικειμενικό παρατηρητή είναι σαφές ότι μέσα σε κλίμα αντιπαράθεσης η αξιοποίηση είναι αν όχι αδύνατη, άκρως προβληματική. Η σύγκρουση συμφερόντων με την Τουρκία μας φέρνει αντιμέτωπους με νέα τετελεσμένα που ροκανίζουν την ήδη προβληματική δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φυσικά έχουμε σύμμαχους που δεν θα ήθελαν την Τουρκία να ελέγχει πλήρως την Ανατολική Μεσόγειο. Όμως οι καταγγελίες και τα μέτρα που μας υπόσχονται είναι τέτοια που δεν αναιρούν τα τετελεσμένα. Το θέμα των υδρογονανθράκων όλο και πιο πολύ προβάλλει την προτεραιότητα της επίλυσης του πολιτικού μας προβλήματος.

Συμπερασματικά: Ο δρόμος που βρίσκεται μπροστά μας απαιτεί διευθέτηση του Κυπριακού. Παράκαμψη της λύσης μάς οδηγεί σε σταδιακή φθορά ή ακόμη σε μείζονα κρίση. Το παιγνίδι του «μικρομεγαλισμού» όπως εξελίχθηκε με την κυπριακή ΝΑΦΤΕΞ με πραγματικά πυρά, πριν λίγο καιρό και αργότερα με το διεθνές ένταλμα σύλληψης εμπλεκομένων στις διατρήσεις, αλλά και με τις αντιδράσεις που μεθοδεύσαμε στο διεθνή χώρο με τις διμερείς ή τριμερείς συνεργασίες με αποκορύφωμα τα μέτρα της ΕΕ, με τα οποία απειλούσαμε την Τουρκία, το μόνο που πέτυχαν είναι ν’ αποδείξουν ότι δεν είμαστε σε θέση ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, που έχει κιόλας ξεφύγει από τον έλεγχό μας.

Και τελειώνω με το βιβλίο. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μου δόθηκε η ευκαιρία να το μελετήσω και να το συστήσω ολόψυχα ως ένα πολύ σημαντικό και πυκνό σε νοήματα βιβλίο. Ήρθε για να μείνει και να μας συντροφεύει όταν θέλουμε να εμβαθύνουμε στα πράγματα. Και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: Είναι αποκαλυπτικό και δεν επιτρέπει κανενός είδους άλλοθι μπροστά στη διχοτόμηση που μας απειλεί, αν δεν έχει κιόλας εδραιωθεί.


****

*Από την παρουσίαση της 1ης έκδοσης του βιβλίου που έγινε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου το καλοκαίρι του 2019. Από τότε το βιβλίο έχει περάσει στη 2η έκδοσή του και έχει μεταφραστεί και εκδοθεί επίσης στα τουρκικά (Baranga Publications,2020)και στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Palagrave Macmillan το 2020 με τον τίτλο «The normalisation of Cyprus’ partition among Greek Cypriots: political economy and political culture in a divided society».

** Ο Τάκης Χατζηδημητρίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ, αντιπρόεδρος και βουλευτής του κόμματος. Είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων πολιτικού προβληματισμού και επικεφαλής της ελληνοκυπριακής πλευράς από το 2008 στη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την διάσωση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Πενταμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό ή the show must go on

άρθρο στο περιοδικό Commune.org.gr

https://commune.org.gr/blog-34/index.html?fbclid=IwAR0UMi2ZerTuKYrAJNg9Th8i3ixru1HAT4Wohng4gSAh46yrn2WdY0wvB_4


Γρηγόρης Ιωάννου*

4/2/2021

 

Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την κατάρρευση των συνομιλίων το 2017, τον Μάρτιο του 2021 αναμένεται να έχουμε ξανά μια πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό. Αυτή η διάσκεψη θα είναι «άτυπη», επειδή δεν αναμένεται να καταλήξει σε αποτέλεσμα, αλλά στο διερευνήσει αν υπάρχει έδαφος για μια άλλη, τυπική, πενταμερή που θα πραγματοποιηθεί αργότερα με σκοπό εκείνη να καταλήξει κάπου. Οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού έχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάρει τη μορφή μιας σαπουνόπερας που, ενώ τα δεδομένα και οι χαρακτήρες αλλάζουν, η κεντρική δομή του σεναρίου παραμένει η ίδια. Το Κυπριακό δεν λύνεται, διότι το κυρίαρχο τμήμα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης έχει αποφασίσει ότι το ρίσκο που μπορεί να προκύψει για αυτήν από την επανένωση της χώρας είναι μεγαλύτερο από το όφελος που αυτή μπορεί να έχει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την πλειοψηφική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα έγινε ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση από ελληνοκυπριακής πλευράς για έναν συμβιβασμό που θα επέτρεπε τον διαμοιρασμό εξουσίας και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων εντός μιας ομόσπονδης κρατικής δομής. Οπόταν η διχοτόμηση της χώρας έγινε ουσιαστικά όχι απλώς μια αποδεκτή εξέλιξη, αλλά η πρώτη επιλογή της ελληνοκυπριακής ελίτ. Την ίδια στιγμή η διχοτόμηση με τη μορφή μιας επίσημης συμφωνίας αλληλο-αναγνώρισης δύο κυρίαρχων κρατών στην Κύπρο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε διεθνώς, ούτε εσωτερικά, ενώ, ακόμα και αν μπορούσε να τύχει ικανοποιητικής ανοχής, η διαπράγματευσή της είναι μια υπόθεση δυσκολότερη από τη διαπραγμάτευση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη δεν φημίζεται για τη διορατικότητα ή για την ευφυία της. Ουσιαστικά η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι η ιστορία ενός κοντόφθαλμου μικρομεγαλισμού από πλευράς της ελληνοκυπριακής ηγεσίας τόσο απέναντι στους Τουρκοκυπρίους όσο και διεθνώς και σε σχέση με τη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ενός μικρομεγαλισμού που διαρκώς τιμωρείται, ηττάται και ξεφτιλίζεται και όμως επιβιώνει.

Παρά την κυρίαρχη αντίληψη στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και στην Ελλάδα για μια Τουρκία που είναι αδιάλλακτη, επεκτατική ή και «νευρική», η Τουρκία έχει αποδείξει στο ζήτημα των υδρογονανθράκων αλλά και γενικότερα στην πολιτική της για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου ότι είναι μια δύναμη που γνωρίζει καλά και τους συσχετισμούς ισχύος, τους οποίους αποτυπώνει σε όλα τα επίπεδα και όχι απλώς στο στρατιωτικό, αλλά και τα όρια της ως περιφερειακή δύναμη. Ξέρει να υποχωρεί προς όφελος ενός αμοιβαίου συμβιβασμού όπως απέδειξε και το 2004 για το ζήτημα της κυριαρχίας και το 2017 για το ζήτημα των εγγυήσεων, αλλά είναι επίσης σε θέση, όπως και η Βρετανία και οι μεγαλύτερες δυνάμεις ΗΠΑ και Ρωσία, να διασφαλίσει τα συμφέροντα της και σε συνθήκες μη επίλυσης του Κυπριακού. Το πόσο εύκολα μπλόκαρε το μονομερές ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ξεγύμνωσε το αφήγημα του East Med και των συμμαχιών της με Ελλάδα, Ισραήλ και Αιγύπτο είναι αποκαλυπτικό.

Ο Αναστασιάδης υπήρξε ο πρώτος Ελληνοκύπριος ηγέτης που εισηγήθηκε στην Τουρκία τη διχοτόμηση της Κύπρου. Δεν είμαι σίγουρος αν οι λόγοι που τον ώθησαν σε αυτό ήταν η μέθη από τα κέρδη του κόλπο γκρόσο της αρπαχτής με τα διαβατήρια ή μια γενικότερη ανεπάρκεια αντίληψης των γεωπολιτικών και πολιτικών δεδομένων. Όπως και να έχει, είτε ήταν προϊόν μιας απερίσκεπτης αφέλειας είτε ενός αψήφιστου τυχοδιωκτισμού, η κίνηση αυτή έχει αναμφίβολα επιτείνει την καταστροφική πορεία του Κυπριακού. Όχι επειδή υπάρχει άμεσος κίνδυνος επισημοποίησης της διχοτόμησης – αυτό χρειάζεται ακόμα μια γενιά για να γίνει αποδεκτό εσωτερικά –, αλλά επειδή διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να κυλήσει άλλη μια δεκαετία χωρίς προοπτική με την Τουρκία απενοχοποιημένη και ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει και στο βόρειο μέρος και στη θάλασσα γύρω από την Κύπρο και επειδή μετέτρεψε το Κυπριακό από αυτόνομο ζήτημα και καταλύτη μιας μελλοντικής διευθέτησης στα ελληνο-τουρκικά σε υποσημείωση ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού για την ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί καν αντικειμενικά να έχει λόγο.

Η καλλιέργεια της αντίληψης ότι η διχοτόμηση της Κύπρου είναι απλώς το χάρισμα της βόρειας Κύπρου στην Τουρκία με αντάλλαγμα η Τουρκία να αφήσει το νότιο μέρος και τη νότια θάλασσα ελεύθερο πεδίο για να κάνουν ό,τι θέλουν οι Ελληνοκύπριοι και η Ελλάδα είναι μυθική και εξόφθαλμα παιδαριώδης – και όμως φαίνεται ότι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, η ελληνοκυπριακή ελίτ πίστεψε και η ίδια το παραμύθι που πούλησε στην κοινή γνώμη που ακόμα το πιστεύει. Η μονοπώληση του κράτους περιορισμένου στο νότιο μέρος του νησιού από τους Ελληνοκυπρίους για μισό αιώνα εδραίωσε την αντίληψη ότι αυτό είναι ένα κεκτημένο που κλείδωσε και που δεν απειλείται με τη διχοτόμηση. Η διχοτόμηση όμως δεν είναι πολλαπλασιασμός της κυριαρχίας, από μονή σε διπλή, είναι διαίρεση της. Η διαδικασία αναβάθμισης της βόρειας Κύπρου είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία υποβάθμισης της νότιας Κύπρου καθώς αυτή αντλεί τη νομιμοποίηση της ως Κυπριακή Δημοκρατία μόνο στο βαθμό που είναι και φαίνεται έτοιμη να δεχτεί τους Τουρκοκύπριους επί ίσοις όροις. Καθώς αυτή η εικόνα διαβρώνεται, ή ακριβέστερα καθώς αυτό το ψέμα αποκαλύπτεται, η πορεία προς τα δυο κράτη σε βάθος χρόνου θα είναι ιδιαίτερα επίπονη για την ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Στο Κρανς Μοντάνα το 2017 υπήρξε ένα ιστορικό ναυάγιο ανάλογο με αυτό του 2004 με καθαρή ευθύνη του Νίκου Αναστασιάδη, που κατάφερε όμως να χρησιμοποιήσει και να εργαλειοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς στην πορεία προς αυτό και τον Νίκο Κοτζιά, εκμεταλλεύομενος τον υπερφύαλο χαρακτήρα και τη ματαιοδοξία του, και φυσικά τις δυνάμεις που εκπροσωπούσε μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και το ελληνικό βαθύ κράτος. Από τότε μόνο χειρότερα έχουν γίνει τα δεδομένα αφού ο Μουσταφά Ακιντζί έχασε τις εκλογές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ο Αναστασιάδης έχασε κάθε ψήγμα αξιοπιστίας καθώς έσπρωξε τη χώρα βαθιά σε ένα τέλμα διαφθοράς, ισοπέδωσης των θεσμών και γενικευμένης απαξιώσης. Τα ελληνο-τουρκικά έχουν τις δικές τους δυναμικές και τα δικά τους αδιέξοδα. Σε αυτή τη συγκυρία το να κρατηθεί το Κυπριακό ένα άλυτο και ανοιχτό ζήτημα φαίνεται να κέρδισε έδαφος και στους κόλπους της ελληνικής ελίτ. Από τη μια λειτουργεί ως ένα επιπλέον ανάχωμα και άλλοθι στην απροθυμία της να ξεκινήσει ένα συνολικό διάλογο εφ΄όλης της ύλης με τη Τουρκία και από την άλλη επιτρέπει μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της επιδείνωσης της σχέσης με τις ΗΠΑ και τη Δύση για ενίσχυση της περιφερειακής θέσης της Ελλάδας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι επίσης κοντόφθαλμη και με στοιχεία τυχοδιωκτισμού, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν αποδέχεται δύο κυπριακά κράτη εντός της, έχει τονίσει ότι ολόκληρη η Κύπρος είναι τμήμα της επικράτειάς της και ότι δεν προτίθεται να εγκαταλείψει τους Τουρκοκύπριους πολίτες της. Στην πραγματικότητα, όμως, η ΕΕ βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο που την καταδικάζει σε μια στάση αδράνειας καθώς δεν έχει επαρκείς μηχανισμούς να πιέσει την ελληνοκυπριακή πλευρά, χωρίς να περιπλέξει τη σημαντική σχέση της με την Τουρκία και να στενέψει τα όρια διαπραγμάτευσης της ειδικής τους σχέσης. Ο ΟΗΕ βρίσκεται σε παρόμοιο αδιέξοδο με την ΕΕ έχοντας ακόμα στενότερο περιθώριο δράσης. Ο ΟΗΕ αντιλαμβάνεται ότι το Κυπριακό έχει καταστεί σχεδόν ανεπίλυτο ζήτημα και έχει υπαινιχθεί ότι θα μπορούσε να αποστασιωπηθεί από αυτό. Την ίδια στιγμή ξέρει πολύ καλά, καλύτερα από πολλούς Κύπριους, ότι το στάτους κβο δεν είναι στατικό ούτε σταθερό ούτε ασφαλές, ιδιαίτερα μετά την αύξηση της έντασης σε σχέση με τα ζητήματα της ΑΟΖ. Έτσι υπάρχει ένα αντικειμενικό όριο στο πόσο στα αλήθεια μπορεί να αποστασιοποιηθεί, ή στο σε πόσο ρητά μπορεί να αποδώσει τις ευθύνες της μη επίλυσης του Κυπριακού. Αυτό εξηγεί και τη σύγκλιση αυτής της πενταμερούς, που μάλλον έχει σκοπό να συντηρήσει όσο είναι δυνατόν τα δεδομένα επί του εδάφους μέχρι πάρακατω.

Αλλά στο τέλος της μέρας, όσο και αν το Κυπριακό καθίσταται κατά καιρούς ως μικροενόχληση για τη διεθνή κοινότητα, αντλώντας περισσότερους πόρους από ό,τι δικαιολογεί το μέγεθος και η σημαντικότητα του νησιού, λέγεται κυπριακό πρόβλημα διότι είναι πρώτα από όλα πρόβλημα των Κυπρίων – αυτοί επηρεάζονται άμεσα από αυτό και μόνο αυτοί μπορούν να το λύσουν. Η τραγικότητα της κατάστασης είναι ότι η μερίδα που αντιλαμβάνεται το άλυτο Κυπριακό ως έναν αυξανόμενα επικίνδυνο παραλογισμό υποσκιάζεται από τη μερίδα που βολεύεται καθώς κερδίζει από αυτό. Μια άλλη μερίδα Κυπρίων, πιθανότατα μεγαλύτερη από τις δυο προαναφερόμενες, αρκείται στο να παρακολουθεί αδιάφορα, έστω από συνήθεια, τη συνέχιση της προβολής αυτού του σόου.    

 

* Πολιτικός κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και συγγραφέας του βιβλίου «Ο Ντενκτάς στον νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά», Εκδόσεις Ψηφίδες.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Postscript: The Cyprus Problem as Viewed from the Outside


Gregoris Ioannou (2020) The normalization of Cyprus’ partition among Greek Cypriots: political economy and political culture in a divided society, Basingstoke: Palgrave Macmillan pp. 187-199 

 

The Cyprus dispute’s international dimension has been throughout its history fundamental in shaping its development. As such it is inseparable from its internal dimension, both with respect to the emergence of the dispute as with respect to the failed attempts of its resolution. The so-called external dimension has also been overwhelmingly used by the two communities in Cyprus as an instrument with which to absolve themselves and their responsibility in creating the conflict in the 1950–1975 period and subsequently in keeping it frozen. This does not mean that forces outside Cyprus did not have a significant role in the construction and maintenance of the dispute. Far from it, forces from Greece and Turkey were active from the early stages of the development of the two Cypriot ethnic nationalisms and literally supplied the guns through which the violence was conducted. Britain, the colonial power, instrumentalised and utilised the growing political division between the two communities throughout its rule and as this was intensified in the last stage of its rule it further fomented the unfolding conflict so as to strengthen its own position, both in Cyprus and in the region, shape the transition into the post-colonial era and assume the role of the arbiter in that process.

 

The Cold War provided more than just the context in which the partition of Cyprus took place. The USA in its effort to maintain the unity of its NATO south-eastern flank, contain the communist threat and prevent the USSR from exploiting the Greco-Turkish antagonism had a very active role in Cyprus in the 1960s and 1970s. This was both directly as well as through its influence on the regimes, the armed forces and the intelligence agencies of Greece, Turkey and the communities in Cyprus. The strength of AKEL since the mid-1940s and the orientation of Makarios towards, and Cyprus’ membership in, the Non-Aligned Movement from the early 1960s onwards was sufficient cause of alarm for the anti-communist USA policy makers and more so their semi-autonomous Intelligence Agencies in an era when the ‘domino theory’ and the ‘containment strategy’ were the dominant frames though which politics was conducted.1 In 1974, the interventions of Greece and Turkey produced the military, political and diplomatic balance that is still in operation today. Yet the Cold War and post-Cold War international dynamics continued to play a determining role in the management of this frozen conflict in the 1980s and 1990s. In the last decades as Cyprus moved towards and subsequently joined the EU, the role of the latter has been gradually enhanced, as it became an additional factor in the resolution formula. More recently, the natural gas issue brought Israel closer to Cyprus making it a quasi-stakeholder in the management of its division.

 

Although in various instances in this book I pointed to the influence of the bigger regional and international players in the making of the conflict and in the dynamics of its management and non-resolution, I have consistently retained an insider’s standpoint, seeing that is the involvement of external players only in terms of how that impacted developments within Cyprus, less so how they viewed the issue themselves. This was both an analytic and a political decision. Although the big powers may be able to shape the terms of the broader context, societal and political developments are never the result of a chessboard game played by great powerful men at the top. Debunking the stale and poor geopolitical analysis that reigns supreme in the public sphere is a precondition to developing a more nuanced insight as to how politics is played out on the ground.2 This allowed for a more complex and sophisticated analysis contingent on the local class interests and conflicts, internal processes and political dynamics. As a social scientist and an analyst, the argument I articulated in this book is that the key field in which the sad future of Cyprus is being determined is Cyprus and more specifically in the Greek Cypriot community. At the same time as a peace activist I strongly believe that reunification, the precondition to achieve peace in this island can only be a Cypriot matter and a matter for those who live in Cyprus. Hence the subject and the focus of the discussion has been the Cypriot ground and the economic, cultural and ideological forces that shape what I called the normalisation of partition.

 

In this short postscript I reverse the analytic lens and examine the Cyprus problem from the outside approaching it from an international perspective and discussing it in terms of it being a factor in the region and from the standpoint of the bigger forces, the European Union and the United Nations. This both complements the preceding analysis and moves beyond it through a look at the bigger picture. What does the Cyprus de facto division mean for the Eastern Mediterranean Region and the powers that are active there? How does the EU deal with this unwanted bequest? What are the options available to the United Nations after the collapse of the last round of negotiations in 2017 and the inability to even start a new one since then? The discussion here will inevitably be somewhat sketchy and even speculative. The purpose is to outline the current regional and international dynamics in order to supplement the preceding analysis and illustrate the possibilities lying ahead for a divided Cyprus as bigger players play their bigger game.

 

A Regional Nuisance?

 

In the last decade the key issue that emerged in the region of the Eastern Mediterranean is the offshore hydrocarbons and the question of how these can be exploited by the various countries whose shores allow them to make claims on them. Israel and Egypt were the first states in the region to embark upon the exploration of the Eastern Mediterranean natural gas resources. To do so they delineated their respective Exclusive Economic Zones between themselves and the Republic of Cyprus. This raised questions concerning the potential Exclusive Economic Zone of a future Palestinian state comprising also of the Gaza strip as mentioned in Chap. 7. In addition, there is the unresolved question of the delineation of the  Lebanese Exclusive Economic Zone as Lebanon contests the Israeli claims and has thus not completed the delineation of its Exclusive Economic Zone with the Republic of Cyprus. More importantly, however, the Cyprus problem raises a bigger issue as it also directly involves Turkey and Greece in the nexus.

 

For Turkey the question of the hydrocarbons is part of the broader issue of the geopolitical balance of power in the region. The move made by the Republic of Cyprus, and the attempted tripartite alliances between Greece and Egypt and Greece and Israel via the Republic of Cyprus is seen as an effort to block the territorially biggest and most populous state, which has also the lengthiest coastline, from the exploration and exploitation of the hydrocarbons of the Eastern Mediterranean. Turkey is a regional power, competing with Saudi Arabia for hegemony in the Sunni Muslim world and succeeding in that so far as the cases of Qatar, Somalia showed. Turkey’s recent agreement with the Libyan government on the delineation of their EEZ despite Greece’s objections illustrates this.3 At the same time, it is a state that knows not only its power but also the limits of that power as its acceptance of defeat in Syria demonstrated. Thus, beyond merely responding to fears and the moves of the others, in the hydrocarbons’ question and with its drilling and warships south of Cyprus,

it is stating its sphere of influence.

 

The competition of Turkey and Israel which was exacerbated in the last decade served as the background for the structuring of the hydrocarbons question. Although this competition never extended to the crucial field of economics up to now, at the political and diplomatic level it continues unabated, and despite some progress in the last years, it has not really been defused. This has led Israel to seek to enhance its positioning in the region vis-à-vis Turkey through the hydrocarbons, being as it is the owner of a small reserve, bringing the Republic of Cyprus under its sphere of influence and through that, reaching out towards an alliance with Greece. The narrative of the EastMed, − it is really a narrative rather than a concrete energy project for a series of technical, economic and political reasons—formalised through the signing of an interstate agreement by Greece, the Republic of Cyprus and Israel in January 2020, serves this goal.4

 

Turkey’s deteriorating relations with Egypt, the other big state in the region, has also a more explicitly ideological element as relations became strained after the ousting of the Muslim Brotherhood, the Justice and Development Party’s sister party, from power. Despite offensive statements and occasional aggressive rhetoric, as mentioned earlier, Egypt so far refrained from overtly antagonising Turkey via delineating an EEZ with Greece. Egypt, the owner of the so far biggest hydrocarbon reserve in the region, is rather neutral with respect to the Cyprus issue. Unlike Israel, its energy plans neither depend, nor are complicated by the existence of the abnormal situation in Cyprus. It is the broader Greco-Turkish antagonism, which has gained momentum in the last years and which becomes complicated with its current entanglement with the civil war in neighbouring Libya that affects Egypt which has to carefully manage to steer through it, rather than the partition of Cyprus per se. For Israel on the other hand, at least as far as the strategy it has developed in the last years vis-à-vis the management of its antagonism with Turkey, keeping the Cyprus conflict unresolved has become a policy rubric.

 

Keeping the Cyprus conflict unresolved seems to have gained ground among Greece’s decision-making elite as well. There are two reasons for this: the unwillingness to start a serious and comprehensive negotiation with Turkey over an increasing range of issues and the perceived opportunities in exploiting the deterioration of the relations of Turkey with the West in order to strengthen Greece’s regional position. Despite its economic hardship in the last decade, Greece kept its armed forces intact and is now  geared to expand its military capacity to keep up with Turkey’s increased military investments and its recent buying of the S-400 missile system from Russia. The scene for yet another arms race between Greece and Turkey is already set, with the hydrocarbons issue serving as the background. Although both Greece and Turkey would like to avoid military entanglement that carries the risk to degenerate into military confrontation, their relationship is strained and both regimes internally sustain a climate of nationalism that carries the risk of bringing the two countries into open conflict in the absence of meaningful negotiations and mutual compromises. Greece, as the weaker state, fears that this negotiation will need to include the whole range of issues between them. Beyond the EEZ these concern their respective continental shelf, territorial waters, airspace and Flight Information Regions, the sovereignty over certain uninhabited islands and the issue of military presence on others. A subsequent compromise over a number of these issues, sensationalised in public opinion over decades, will become inevitable in the event of an agreement over Cyprus, and this will carry a high political cost for the government of the day. Therefore, maintaining the status quo in Cyprus seems to be a more preferable option at least for one strong faction of the Greek elite to avoid the ‘mess’, especially so since this is the preference of the Greek Cypriot elite.

 

The USA and Russia as global powers with a stake in the region, and the United Kingdom with also a lingering influence in the region, do not seem to be bothered much by the existing state of affairs in Cyprus. None of the three has any specific interest in the reunification of the island or the maintenance of the de facto partition as they are big and established enough to be able to pursue their geopolitical interests in the region irrespective of what happens on the little Eastern Mediterranean island. The United Kingdom, a state with a direct foothold in Cyprus, has pledged since 2003–2004 and has reiterated this in 2016–2017 that it will cede 50% of the territory of its sovereign bases to the new United Cyprus state if, and when, an agreement is reached. Although the remaining territory could also be claimed by the new state it will probably take a long time before a future United Cyprus could forcefully demand this. In the absence of a United Cyprus, challenging the British Bases is not really a feasible policy. The exit of the United Kingdom from the EU does not affect the status of the British Bases which is sovereign UK territory, part of the Treaty of Establishment of the Republic of Cyprus in 1959 and re-affirmed  upon Cyprus’ entry into the EU in 2004,5 nor the stance of the United Kingdom vis-à-vis Cyprus and its future. The connection of the United Kingdom to Cyprus in the context of the Commonwealth and via trade and tourist links remain significant irrespective of reunification or partition.

 

Similarly, the USA’s relationship with Cyprus does not depend in its essence on whether it is reunited or remains partitioned. As long it remains broadly speaking within the Western sphere of influence, something that has been sealed with Cyprus’ entry into the EU, what happens in the island has no real impact in terms of the USA grand strategy and policy in the region. Having said that, I should also note that there has been a slight shift in the last years in how the USA acts, not so much in terms of substance but in terms of form. Unlike the early 2000s and the early 2010s, under the Trump administration, the USA seems less interested in facilitating a regional cooperation of its allies in the area—namely Israel, Turkey, Egypt and Greece—and more oriented to manoeuvring through developing antagonisms in the region and utilising them as the backdrop through which to strengthen its own position after losing ground in Iraq and Syria. It is through this frame that the USA policy regarding the Eastern Mediterranean hydrocarbons should be seen and this also explains the lifting of the embargo on the arms sales to Cyprus in 2019. The geopolitical strengthening and increasing autonomy of Turkey and its approach to Russia has strained USA-Turkey relations and led to increasing speculation among Greek Cypriot and Greek elites that this could be exploited— through inducing the USA to take a stance more conducive to their interests. Despite the fact this has proved time and time again to be a naïve reading, it still lingers on and is used to sway public opinion among the Greek Cypriot community, especially the centre-right wing. The occasional gestures made by the USA to sustain this are exchanged with various sorts of facilitations offered by the Republic of Cyprus—from intelligence sharing to implementing US-suggested banking sector policy guidelines and from diplomatic convergence such as the designation of Hezbollah as a terrorist organisation, to providing space for USA rear-guard operations in the Middle East.

 

Russia acknowledges that Cyprus, united or divided, belongs to the Western sphere of influence. Yet at the same time, due to its historical connection with Russia in the context of its past membership in the Non-Aligned Movement and its geopolitical positioning in the most eastern tip of Europe, Cyprus is seen as a special kind of western country, not readily amenable to anti-Russian stances—and to be sure Russia is interested in maintaining this.6 In the last two decades the significant influx of Russian capital in the Republic of Cyprus’ economy and the increasing tourist volume have nurtured the idea that Russia is a key player in Cyprus. This was given credence by the growth of a Russian community, residing permanently in Limassol integrating but also establishing its own autonomous institutions including schools and media and more recently even a political party. Some went as far as saying or implying that Russia had an interest in keeping the Cyprus problem unresolved and was therefore an obstacle to the reunification of Cyprus.7 This exaggerated, if not utterly false, claim was based on the assumption that Russia was being ousted from the Middle East and that therefore its ‘exit’ from Cyprus would or should be the completion of this process. Nevertheless, the development of the Syrian war and the USA’s continued failures in the Middle East proved that these views were mistaken. Russia maintained its geopolitical weight in the region and that neither depended on nor could be determined by developments in Cyprus. Although not as suddenly as expected or feared, the economic crisis and its handling did after all lead to a reduction of Russian capital in Cyprus in the late 2010s and a more overtly pro-Western stance by Anastasiades government simultaneously with the enhanced Russia-Turkey cooperation. There is no structural change though with respect to Russia’s stance, orientation or indeed influence on conflict dynamics in Cyprus.

 

An Unwanted European Bequest

 

As mentioned earlier, the EU effectively inherited the problem in 2004 after the Greek Cypriot leadership reversed its stance and negated its 2002–2003 reassurances that it was not to be the party preventing the resolution of the conflict and allowing a united Cyprus to join the EU.  Although in the years following 2004, the EU slowly but gradually learned to live with the dispute, it remained committed to its resolution and made some steps towards this, through the Green Line Regulation, the maintenance of political contact with the Turkish Cypriot community, the pressure on the Republic of Cyprus to allow Turkish Cypriot participation in the European Parliament elections from 2014 onwards and more broadly with statements urging the two sides to proceed to a compromise agreement and the provision of political, technocratic and financial support for that purpose. In the last round of negotiations in 2016–2017 the European Commission assumed formally an observer status and even

begun preparing for the reunification scenario and how this was to be smoothly accommodated in the existing EU apparatus. The European Commission was a witness of the collapse of the negotiations at Crans Montana in 2017 and of the fact that the main bearer of responsibility was the Greek Cypriot leadership.8 This brought some disappointment expressed in formal statements but really it was neither a shock nor did it lead into substantial policy change, such as for example opening the discussion of direct trade with northern Cyprus. The experience of the Greek Cypriot stance in 2004 made EU officials and technocrats wiser and more detached, while the increasing complication, significance and breadth of the EU-Turkey relations which needed to be managed made European leaders refrain from taking any rushed policy decisions or new measures.

 

As the current Greek Cypriot leadership had already signalled its willingness to discuss alternative arrangements including a sort of ‘European’ partition of Cyprus, and as this had become public by 2017, the EU was quick to clarify its opposition to this scenario. There are many reasons for this stance and unless there are multiple and substantial reversals in several fields, the EU rejection of a solution of ‘two states in the EU’ is likely to remain for the forceable future. The key reason is that a full EU membership of the TRNC as a state will produce further complications in EU-Turkey  relations and reduce the bargaining scale and scope of the EU vis-à-vis Turkey. On the one hand the EU does not want to ‘abandon’ north Cyprus which is European territory, nor the Turkish Cypriots who are European citizens.9 On the other hand, the geopolitical and economic significance of managing effectively its relations with Turkey and finding the means with which the two sides can codify their ‘special relationship’ in which Turkey is outside, yet close to the EU, requires maximum flexibility which could be lost if northern Cyprus enters formally as a separate, independent state.

 

Allowing the Turkish Cypriots with their own institutions in, in any form independent from the Greek Cypriots and Turkey, is seen as a second mistake which will not correct the first one of 2003—that of allowing the Greek Cypriots alone in. In any case even if the Turkey-EU relationship is codified and stabilised, bringing the TRNC into the EU, presupposes first formally recognising the partition of Cyprus and then having the TRNC undergo an accession process which could be blocked along the way.

 

Added to these factors, there are other considerations more internal to the European Union: its focus on integration and its reluctance to expand after the experience of the Eurozone crisis and its management and the anxiety not to set up a precedent for autonomist movements within several EU member-states. Additionally, its more general inability to come up with a unitary foreign policy or a stance with which to decisively deal with external challenges it faces and last but not least the legal complications inherent in steering through the terrain of international relations which involves ingenious measures to address complex and politically sensitive issues. Having said that, the inertia which is currently the default position of the EU vis-à-vis the stalemate in the Cyprus dispute and the broader geopolitical antagonism with respect to the Eastern Mediterranean hydrocarbons in which it has been subsumed should not be taken for granted. EU leaders, officials and technocrats have acquired substantial knowledge of the parameters of the Cyprus dispute and the limits with which it can act with ease as well as how to engage with the Turkish Cypriots both via the Republic of Cyprus and independently and directly. In the medium term and in the absence of a subversion of the current path, the necessary political will to ‘lift the isolation of the Turkish Cypriots’ through  a series of measures short of formal state recognition can be summoned. On this, Greek Cypriot objections and protests are the least important of the parameters to be considered.

 

United Nations: Distancing with Caution

 

The collapse of the negotiations at Crans Montana in 2017 which provoked what could be seen as a historic statement by the UN Secretary General Antonio Guterres wishing ‘good luck to the Cypriots north and south’ seemed to signal a process of distancing of the United Nations from the Cyprus dispute.10 Calling upon the two leaders to enter a period of reflection and refusing to engage in a renewed diplomatic effort unless both sides could demonstrate that this time it was to ‘be different’ effectively meant that the United Nations was taking a step back.11 The possibility of scaling down the UN peace keeping force (UNFICYP) or even removing it altogether and leaving only a diplomatic mission stationed in Cyprus was also raised in the last years and seemed to be acquiring some

force in the early days of Donald Trump in the US administration. The argument made was an economic one—that there was no need to waste valuable UN resources badly needed elsewhere in more serious conflicts. However, it had an implicit political edge in it as well: if this conflict is yet again not resolved as the Cypriots prefer to maintain it rather than compromise to resolve it, and as long it remains a frozen one with no violence, then perhaps it can be allowed to take its course without attracting international attention. Perhaps such a distancing gesture from the United Nations could make the two sides rethink their stance and even increase their willingness to negotiate a comprehensive agreement. A strategic review of the UN peace keeping force was asked by and submitted to the

Security Council in late 2017 and indeed throughout 2018 and 2019 this scenario lurked in the background. In addition to the Secretary-General’s traditional six-month report to the Security Council linked to the extension of UNFICYP’s mandate, an interim report was asked in Resolution 2430 in July 2018 and such interim reports are being additionally submitted  since. This effectively links in a more direct way the political developments with the UN peace keeping operations in Cyprus.

 

However, given the volatility of the situation with the increasing tensions emanating from the hydrocarbons competition, the maintenance of the antagonism of the two sides and their refusal to cooperate even for the slightest technical and everyday issues regarding the Green Line, the resurgence of nationalism and the readiness with which it can be exploited

and become the dominant frame in the public opinion in both sides and especially in the Greek Cypriot community, the United Nations does not really have the option of a total withdrawal. Already the Green Line is not easy to monitor—if it ever was—and the prolonged stalemate is conducive to attempts for minor disruptions, due to escalate as UN presence shrinks.12 It is understood that in case of UNFICYP withdrawal, the Republic of Cyprus will not be able to prevent at least its possible partial takeover by the Turkish army, resulting in renewed danger of violence.

 

At the political level the United Nations remains committed to facilitating an agreement between the sides in Cyprus on the basis of the existing framework of a bicommunal, bizonal federation. Although the experience accumulated by doing this for many decades with no success militates against underestimating the difficulty of this task, it is also widely understood that any other course entails a higher risk. In the last reports of the UN Secretary General increased attention is paid to civil society efforts and various other contextual parameters such as education, gender, citizen movements and citizen exchanges. In an optimist scenario, progress at such societal domains could also induce political developments. In a less optimist one, this could at least thwart the drift into conflict escalation. In any case, as long as people are not killed in Cyprus, the UN can claim that it might not have been able to facilitate the resolution of the conflict, but at least it has prevented it from threatening local and regional peace.

 

As I argued at several points in this book though, the status quo in Cyprus is neither static, nor stable nor safe and the UN knows that perhaps better than everybody, even most Cypriots. Yet, it has limited power to channel the changes occurring as a result of the combination of the agency and actions of several actors, internal as well as external, to a positive direction. The Cyprus problem may be occasionally a nuisance to the international community, drawing more attention and resources than warranted by the island’s size and significance, and a factor that bigger and smaller players need taking account of in their political, geopolitical, diplomatic and economic calculations. Nevertheless, the Cyprus problem is only really a problem of and for those who live in Cyprus and only they

can resolve it and build peace on the island. A peace that is not just the absence of war such as the current one—based on the ever-temporary balancing of multiple external forces—but a positive peace, based on a local political decision, a normative, cultural understanding and a societal movement for progress.

 

...............................................

1 The domino theory posited that if one state falls to communism, the near-by ones will

follow and the containment strategy was the effort to stop this by containing the USSR, its

allies and local communist movements from increasing their political influence across

the globe.

 

2 Bozkurt, U. and Trimikliniotis, N. (2013) Rethinking the Postcolonial Cypriot

Statehood: The Cyprus Problem, Class Struggles, and Ethnic Conflict. In N. Trimikliniotis

and U. Bozkurt, (eds) Beyond a Divided Cyprus: a State and Society in Transformation,

New York: Palgrave Macmillan, pp. 47–66.

 

3 Nedos, V. (2020) The coordinates of the EEZ between Turkey and Libya are published

by the UN [Αναρτώνται οι συντεταγμένες ΑΟΖ, Τουρκίας και Λιβύης από τον ΟΗΕ]

(16/2/2020) Kathimerini https://www.kathimerini.gr/1065109/article/epikairothta/

politikh/anartwntai-oi-syntetagmenes-aoz-toyrkias-kai-livyhs-apo-ton-ohe

 

4 The EastMed is technically ambitious as it involves long distance pipelines in the sea, it is

expensive to construct and in order to be financially viable would require huge amounts of

natural gas which has not yet been discovered. Ellinas, C. (2018) EastMed gas pipeline

increasingly doubtful, Cyprus Mail (2/12/2018) https://cyprus-mail.com/2018/12/02/

eastmed-gas-pipeline-increasingly-doubtful/. Even if discovered the low price of natural gas

in the global market and the new shift in EU energy policy away from fossil fuel adds further

doubts to the feasibility of the EastMed. The revival of the narrative of the EastMed in 2020

had also a significant public relations element, serving the governments of Greece, Israel and

the Republic of Cyprus to boost their image and shift attention away from domestic issues.

Ioannou, G. (2020) The narrative of the EastMed and the attempt to conserve the status

quo in the Cyprus problem [Το αφήγημα EastMed και η απόπειρα συντήρησης του στάτους

κβο στο Κυπριακό], Babylonia (8/1/2020) https://www.babylonia.gr/2020/01/08/

to-afigima-east-med-kai-i-apopeira-syntirisis-tou-statous-kvo-sto-kypriako/

 

5 Constantinou, C. and Richmond, O. (2005) The Long Mile of Empire: Power,

Legitimation and the UK Bases in Cyprus, Mediterranean Politics, 10(1): 65–84.

 

6 The generally pro-Russian sentiment among Greek Cypriots is of two types—in the left

deriving from the USSR’s and later Russia’s role as a balancing force to Western dominance

and in the centre and right deriving from conservative Christian Orthodox predispositions.

 

7 This includes even analysts who, more or less, report accurately and rightly account for

Anastasiades’ responsibility in the 2017 collapse. See for example Drousiotis, M. (2020)

Anastasiades got his way in Crans-Montana, Cyprus Mail (9/2/2020) https://cyprus-mail.

com/2020/02/09/anastasiades-got-his-way-in-crans-montana/

 

8 Although EU officials refrained from making clear public statements, several informal

comments and leaks to the press point squarely at this direction. Cyprus Mail’s article which

provides a detailed discussion of what happened at Crans Montana entitled ‘Anastasiades

blew such a good deal’ on the day following the collapse, (8/7/2017) [https://cyprus-mail.

com/2017/07/08/anastasiades-blew-good-deal/] was described in EU representative at

the Summit Kjartan Björnsson’s tweet as ‘a good summary, worth reading’. See also the

analysis by Defteri Anagnosi. Defteri Anagnosi (2017) Anastasiades misses historical opportunity

[Ο Αναστασιάδης χάνει Ιστορική ευκαιρία] (10/7/2017) http://2ha-cy.blogspot.

com/2017/07/1.html

 

9 Interestingly the EU is seen by Turkish Cypriots, especially of the centre and left as an

alternative and friendly outside power, acting as a balancing force vis-à-vis Turkey, in a similar way that Greek Cypriots viewed the Non Aligned Movement and indirectly the USSR in the 1960s vis-à-vis NATO.

 

10 Hadjicostis, M. (2017) UN chief Guterres: Talks on Cyprus reunification have

failed, Associated Press (AP) News (7/7/2017) https://apnews.com/

aa3f3856c56947e8b4e4c8ae5ebaee2b

 

11 UN News (2019) Guterres holds ‘focused and frank’ informal discussions over future of

Cyprus (25/11/2019) https://news.un.org/en/story/2019/11/1052181

 

12 A significant increase in military and construction violations including move-forward

violations along the northern ceasefire line during 2018 is described in the UN Secretary

General’s Report to the Security Council. United Nations (2019) United Nations Operation

in Cyprus. Report of the Secretary-General (10/7/2019) https://undocs.org/

en/S/2019/562

 

 

 

 


Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2020

Καλύπτοντας την Ανικανότητα με Αυταρχισμό; Η Περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας

 

Γρηγόρης Ιωάννου

Μετάφραση από τα Αγγλικά: Αντώνης Παστελλόπουλος

Αρχική Δημοσίευση στην Ιστοσελίδα "Open Democracy: free thinking for the world", στις 7 του Απρίλη, 2020. Η αρχική δημοσίευση μπορεί να βρεθεί στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.opendemocracy.net/en/can-europe-make-it/authoritarianism-masking-incompetence-case-republic-cyprus/

 

Στο τέλος του Φλεβάρη και καθώς η κρίση της πανδημίας του Covid-19 αναπτυσσόταν στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις άρχισαν να παίρνουν μέτρα, τα οποία, μέχρι τον Μάρτιο, είχαν κορυφωθεί σε διάφορες μορφές lock-down, με στόχο να επιβάλουν τη φυσική απόσταση μεταξύ ατόμων. Στο πλαίσιο δεκαετιών νεοφιλελεύθερων πολιτικών, υποχρηματοδότησης και ιδιωτικοποιήσεων, τα εθνικά συστήματα υγείας υπολείπονταν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στη ραγδαία αύξηση της ζήτησης που έφερε η παγκόσμια πανδημία, με τα lock-down να θεωρούνται απαραίτητα.

Την ίδια στιγμή, ένα σημαντικό κομμάτι της οικονομικής δραστηριότητας αναστάλθηκε, με τις κυβερνήσεις να υπόσχονται υποστήριξη προς τους εργάτες που έπρεπε να απέχουν από τις δουλειές και προς τις επιχειρήσεις που έπρεπε να κλείσουν, συμπεριλαμβανομένων και διάφορων μέτρων κοινωνικής πολιτικής, καθώς και προσωρινών απαλλαγών από τη φορολόγηση. Όπου εφαρμόστηκαν, τα μέτρα lock-down συνήθως συμπεριλάμβαναν την απαγόρευση στις συγκεντρώσεις και τον περιορισμό της μη αναγκαίας διακίνησης, δίνοντας αυξημένες εξουσίες στην αστυνομία να επιβάλει τα μέτρα, όπου χρειαζόταν. Παράλληλα, η εκτελεστική εξουσία ανέλαβε περισσότερες εξουσίες, δήθεν για να αναβαθμίσει τις δυνατότητες του συστήματος υγείας και να για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές επιπτώσεις, κυρίως μέσα από τη χρήση διοικητικών διαταγμάτων παρά μέσα από το πέρασμα της κατάλληλης νομοθεσίας.

Μόνο ως εδώ μπορούμε να γενικεύουμε.. Όταν αρχίσουμε να ασχολούμαστε συγκεκριμένα, με κάθε ευρωπαϊκό κράτος, εμφανίζονται σημαντικές παρεκκλίσεις, όχι μόνο σε σχέση με τη χρονική στιγμή, την εμβέλεια και τις λεπτομέρειες των μέτρων που εφαρμόστηκαν, αλλά, επίσης, σε σχέση με την έμφαση, την κατεύθυνση και τη λογική τους (ή την έλλειψή της). Για παράδειγμα, ενώ κάποιες κυβερνήσεις, όπως η κεντροαριστερή κυβέρνηση στην Ισπανία, έφεραν τα ιδιωτικά νοσοκομεία κάτω από τον έλεγχο του κράτους, άλλες, όπως η δεξιά κυβέρνηση στην Ελλάδα, πλήρωσαν τα ιδιωτικά νοσοκομεία επιπλέον επιδόματα για να χρησιμοποιήσουν τις εγκαταστάσεις τους. Ενώ η κεντροαριστερή κυβέρνηση της Πορτογαλίας αποφάσισε να δώσει σε όλους τους μετανάστες και αιτητές ασύλου προσωρινή ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα για να τους ενσωματώσει αυτόματα στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και στο σύστημα υγείας, στη Βουλγαρία ο στρατός, στον οποίο δόθηκαν αστυνομικές εξουσίες από τη συντηρητική κυβέρνηση, έστησε οδοφράγματα έξω από τις γειτονιές των Ρομά για να ελέγχει τη διακίνησή τους.

Ενώ σε κάποιες χώρες τα έκτακτα μέτρα είχαν προδιαγεγραμμένη μια προκαθορισμένη περίοδο εφαρμογής κάποιων εβδομάδων ή μηνών, σε άλλες χώρες η αναίρεση της εφαρμογής αφέθηκε ανοικτή για αναθεώρηση σε κάποια μελλοντική, αδιευκρίνιστη ημερομηνία. Αν και καταπατούσαν τις πολιτικές ελευθερίες με πρωτοφανείς τρόπους σε δημοκρατίες εν καιρώ ειρήνης, στις πλείστες περιπτώσεις αυτοί οι κανονισμοί επιβλήθηκαν «νόμιμα»: ψηφίστηκαν από βουλές, μέσα σε προκαθορισμένες συνταγματικές διαδικασίες. Επιπλέον, σε κάποια ανατολικά και νότια ευρωπαϊκά κράτη, τέτοιες ευαισθησίες θεωρήθηκαν απρόσιτες πολυτέλειες εν καιρώ κρίσης.

 

Μια Απούσα Ευρωπαϊκή Ένωση

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) υπήρξε μέχρι τώρα κυρίως απούσα από την όλη διαχείριση της κρίσης και ήρθε μονάχα μεταγενέστερα να αποδεχτεί ή να κλείσει τα μάτια προς τις πρωτοβουλίες που πάρθηκαν από τα έθνη-κράτη της, ακόμα και όταν αυτές παραβίαζαν συνθήκες, αρχές, κανόνες και κανονισμούς. Αρκετά έχουν ειπωθεί για τις οικονομικές επιπτώσεις των μέτρων lock-down και του κλεισίματος των εθνικών συνόρων. Πολλές εικασίες εκφράζονται, επίσης, για το μέγεθος της μελλοντικής κρίσης χρέους και για το μέλλον της ευρωζώνης και της Ε.Ε. εν μέσω αναδυόμενων διχασμών και πόλωσης μεταξύ των κρατών-μελών. Λιγότερη είναι η συζήτηση σχετικά με την αυταρχική μετατόπιση που παρατηρείται, με τη συζήτηση κυρίως να επικεντρώνεται στην Ανατολική Ευρώπη, η οποία είχε ήδη εκδηλώσει αυταρχικές τάσεις πριν από την κρίση του Covid-19. Η Ουγγαρία είναι το πιο αναφερόμενο παράδειγμα, με την κυβέρνηση του Ορμπάν να εξασφαλίζει την εξουσία να κυβερνά με διατάγματα χωρίς κοινοβουλευτικό έλεγχο και να περιορίζει την ελευθερία του λόγου χωρίς ημερομηνία λήξης.

 

Το Δημόσιο Σύστημα Υγείας

Τα αυταρχικά μέτρα περιορισμού της διακίνησης δικαιολογούνται μέσω ενός «επιστημονικού» λόγου, με το lock-down να παρουσιάζεται ως η εφαρμογή της φυσικής απόστασης. Αν και το παράδειγμα της Κίνας και οι συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) αναφέρονται από τα ευρωπαϊκά κράτη για να δικαιολογήσουν τα ειλημμένα μέτρα, τα περισσότερα κράτη υποτιμούν ή αγνοούν το άλλο μισό της ιστορίας: την ταχεία και μαζική εκτροπή πόρων προς το σύστημα δημόσιας υγείας από την Κίνα και την εκτεταμένη δειγματοληψία μέσα στον πληθυσμό.

Αν και ο ΠΟΥ ακούραστα επιμένει να αναφέρει πως «το lock-down από μόνο του δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα», φαίνεται πως τουλάχιστον κάποια ευρωπαϊκά κράτη χρησιμοποιούν αυταρχικά μέτρα πληθυσμιακού ελέγχου ως υποκατάστατο για την αναγκαία αναβάθμιση της χωρητικότητας του δημόσιου συστήματος υγείας. Μέσα από την εμπλουτισμένη «νομιμότητα» που επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα του φόβου που έχει κυριεύσει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, και μέσω των (φιλικών προς αυτές) μέσων μαζικής ενημέρωσης, κάποιες κυβερνήσεις καταφέρνουν να παρουσιάζουν την κρίση δημόσιας υγείας ως κρίση δημόσιας ασφάλειας, επικαλούμενες εικόνες και ρητορική πολέμου, μετατοπίζοντας τη δημόσια συζήτηση και προσοχή από τις κρατικές αποτυχίες προς τους «ανυπάκουους» πολίτες που χρειάζονται πειθάρχηση μέσα από συνεχώς αυξανόμενα τιμωρητικά συλλογικά μέτρα. Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα αυτού του φαινομένου στην Ευρώπη και αξίζει να εξεταστεί περαιτέρω.

 

Αυταρχική Κύπρος

Καθώς ο Covid-19 άρχισε να απλώνεται στην Ευρώπη τον Φλεβάρη, η Κυπριακή κυβέρνηση αρχικά τον αγνόησε και δεν έλαβε κανένα μέτρο σε σχέση με τα πολυσύχναστα αεροδρόμιά της ενώ δεν προσπάθησε να ενισχύσει τις ικανότητες του νεοσύστατου Γενικού Συστήματος Υγείας (ΓΕΣΥ) και των ήδη υπό κατάρρευση δημόσιων νοσοκομείων.

Στο τέλος του μήνα ξάφνιασε τους πάντες με το μονομερές κλείσιμο των τεσσάρων από τα εφτά (υπό τον έλεγχο της) οδοφράγματα προς το βόρειο τμήμα της χώρας, με τον ισχυρισμό ότι ο κίνδυνος προς τη δημόσια υγεία έρχεται από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, μια εθνικιστική και λαϊκίστικη κίνηση που έφερε την αντίδραση του κινήματος ειρήνης και επανένωσης, μετατοπίζοντας την προσοχή από τη δημόσια υγεία προς την πολιτική γύρω από τη διαίρεση της Κύπρου.

Σύντομα, οι εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα αντέδρασαν στην ελληνοκυπριακή εθνικιστική πρόκληση με το κλείσιμο διαφορετικών, περαιτέρω οδοφραγμάτων. Όταν τα πρώτα περιστατικά του Covid-19 εμφανίστηκαν στο νησί την ίδια μέρα τόσο στον Νότο όσο και στον Βορρά μέσω ταξιδιωτών από το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία αντίστοιχα, όλα τα οδοφράγματα ανάμεσα στις δύο πλευρές της Κύπρου μπλοκαρίστηκαν. Αγνοώντας τις φωνές του κινήματος ειρήνης για συνεργασία και συντονισμό μεταξύ των δύο πλευρών για την καταπολέμηση της εξάπλωσης του ιού, η Κυπριακή Δημοκρατία προσανατολίστηκε προς την Ελλάδα, την οποία αντέγραψε, χρησιμοποιώντας ακόμα και την ίδια φρασεολογία κατά την εφαρμογή των μέτρων του lock-down. Τα μέτρα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όμως, σύντομα ξεπέρασαν τα αντίστοιχα της Ελλάδας σε αυστηρότητα, δυσαναλογία και παραλογισμό.

Η Κυπριακή Δημοκρατία όχι μόνο απαγόρευσε εντελώς την είσοδο επισκεπτών στην Κύπρο από παντού, ήταν επίσης το μόνο κράτος στον κόσμο που εμπόδισε την επιστροφή των ίδιων των πολιτών του, που βρίσκονταν στο εξωτερικό και είχαν ανάγκη να επιστρέψουν. Αφότου άφησε χιλιάδες πολίτες εγκαταλελειμμένους στο εξωτερικό για μια βδομάδα και μετά τη δημόσια κατακραυγή που επακολούθησε, επέτρεψε σε κάποιους από εκείνους που ήταν προσωρινά στο εξωτερικό να επιστρέψουν, βάζοντάς τους σε προληπτική καραντίνα για 14 μέρες, με τον ισχυρισμό πως αυτή η πρακτική θα επεκταθεί και σε κάποιες άλλες κατηγορίες Κυπρίων, όπως εργατών και φοιτητών, στο μέλλον.

Πέρα από το κλείσιμο των μη αναγκαίων επιχειρήσεων, έκλεισε επίσης δημόσια πάρκα και έκανε παράνομο για τον οποιονδήποτε να βγει από το σπίτι του χωρίς «αναγκαίο λόγο». Οχτώ τέτοιοι «αναγκαίοι λόγοι» αναφέρονταν σε μια έντυπη φόρμα, πάνω στην οποία όλοι έπρεπε να σημειώσουν έναν και να υπογράψουν, προσδιορίζοντας την ώρα υπογραφής και παρουσιάζοντάς την στις αυξημένες αστυνομικές περιπολίες που συμπληρώθηκαν από στρατιωτικό προσωπικό.

Στις 30 του Μάρτη επιβλήθηκαν περαιτέρω περιορισμοί, καθιστώντας υποχρεωτική την απόκτηση άδειας (για κάθε άτομο κάτω των 65 ετών), την οποία εξέδιδε η αστυνομία μέσω της απάντησής της σε αίτηση SMS, ενώ επιτρεπόταν μόνο μία έξοδος για κάθε άτομο από την κατοικία του την ημέρα και κανένας δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορεί από τις 21:00 έως τις 6:00. Καθιερώθηκε ως ανώτατο όριο ατόμων σε κάθε αυτοκίνητο τα τρία άτομα, ενώ πιο ανησυχητικά, ανακοινώθηκε ότι η αστυνομία θα έλεγχε τα σπίτια για να δει αν υπήρχαν άτομα εκτός των κατοίκων του σπιτιού. Μετά τη δημόσια κατακραυγή που προκλήθηκε, η κυβέρνηση υποχώρησε διευκρινίζοντας ότι αυτό θα γινόταν μόνο με συγκατάθεση ή δικαστικό ένταλμα.

 

Όχι Απλά Ανικανότητα

Ενώ η ανικανότητα μπορεί να μας βοηθήσει ως ένα βαθμό στην κατανόηση των βιαστικών, δυσανάλογων και παράλογων μέτρων που υιοθετήθηκαν από την κυβέρνηση Αναστασιάδη, η εικόνα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί αν δεν αναλογιστούμε τη χρόνια αναποτελεσματικότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως κράτους και πιο συγκεκριμένα, την κατάσταση του συστήματος δημόσιας υγείας.

Ενώ το 1990 υπήρχε ένα κρεβάτι νοσοκομείου ανά 170 άτομα, το 2017 η υποχρηματοδότηση της υγείας οδήγησε στην μείωση σε ένα κρεβάτι ανά 290 άτομα. Με τον γενικό όρο στην Ε.Ε. να είναι 541 νοσοκομειακά κρεβάτια για κάθε 100 000 κατοίκους, η Κύπρος έχει 339. Ενώ οι μακροχρόνιες δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης σε πολλές χώρες της Ε.Ε. ξεπερνούν το 20% των συνολικών δαπανών τους για την υγεία, στην Κύπρο το αντίστοιχο ποσοστό είναι 3%. Ο μέσος όρος των συνολικών δαπανών για την υγεία είναι στο 10% του ΑΕΠ στην Ε.Ε., ενώ στην Κύπρο ανέρχεται σε μόλις 6.8%.

Ο Covid-19 βρήκε το κυπριακό σύστημα υγείας εντελώς απροετοίμαστο, με ελλείψεις στις μονάδες εντατικής θεραπείας και στους γιατρούς κρίσιμης φροντίδας, στον γενικό εξοπλισμό, ακόμη και στον προστατευτικό εξοπλισμό και στο αναλώσιμο υλικό. Την πρώτη βδομάδα τρία από τα πέντε δημόσια νοσοκομεία της χώρας αναγκάστηκαν να κλείσουν ολόκληρα τμήματα, καθώς πολλαπλοί επαγγελματίες υγείας μολύνθηκαν με τον Covid-19, ενώ η δειγματοληψία περιοριζόταν σε μερικά εκατοντάδες δείγματα την ημέρα μέχρι το τέλος του Μάρτη, χωρίς να υπάρχει πρόσληψη νέου ιατρικού προσωπικού για να στελεχώσει τα ήδη ανεπαρκή από προσωπικό νοσοκομεία.

Αντ' αυτού, η κυβέρνηση αναλώθηκε σε μια μάχη δημοσίων σχέσεων με υπουργούς που κατηγορούσαν συνεχώς τους «ανεύθυνους» πολίτες και απειλούσαν με ακόμη πιο σοβαρά μέτρα, σε μια προσπάθεια να μεταδώσει μια εικόνα δύναμης και αποφασιστικότητας.

Η προώθηση αυτής της εικόνας, πέρα από το ότι προστατεύει την κυβέρνηση από το να λογοδοτήσει για την άθλια κατάσταση του δημόσιου συστήματος υγείας, επίσης κατασκευάζει έναν δημόσιο εχθρό ο οποίος λειτουργεί δικαιολογητικά για την αυταρχική στροφή. Ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, όταν ρωτήθηκαν για τη νομιμότητα και τη συνταγματικότητα των κυβερνητικών διαταγμάτων χωρίς την ανακήρυξη «κατάστασης εκτάκτου ανάγκης», έμμεσα παραδέχτηκαν πως αυτή είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφισβητήσιμη, την ίδια ώρα προσπάθησαν να αποσιωπήσουν τις αντιρρήσεις και να παρατείνουν τις συζητήσεις περί συνταγματικότητας σε ένα μελλοντικό χρόνο, όπου «θα έχουμε την πολυτέλεια του χρόνου για να πάρουμε ασφαλείς γνωματεύσεις».

«Εμείς στο καθήκον. Εσείς στο σπίτι. Σπάζουμε την αλυσίδα εξάπλωσης του Covid-19. #Μένουμε_σπίτι». Εικόνα: Twitter: επίσημος λογαριασμός της Κυπριακής Αστυνομίας, 30 του Μάρτη, 2020.

Αυτή η εικόνα προέρχεται από τον επίσημο λογαριασμό της Κυπριακής Αστυνομίας στο Twitter και ανέβηκε στις 30/3/2020, αφότου η κυβέρνηση ανακοίνωσε τα αυστηρότερα μέτρα lock-down. Αφαιρέθηκε μετά από τρις ώρες, μετά από δημοσία κατακραυγή μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αποκαλύφθηκε μετέπειτα πως το σχέδιο αντιγράφτηκε από ένα προϋπάρχον γραφικό υπογραμμένο από την ‘Miss Matured', χωρίς αυτό να αναφέρεται, πιθανότατα παραβιάζοντας τον νόμο περί πνευματικών δικαιωμάτων.

 

Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που ο Υπουργός Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας είπε στην τηλεόραση πως «αν είναι νόμιμο» θα «το δείξει ο χρόνος», σχετικά με τα ειλημμένα μέτρα, και πως η κυβέρνηση δημιουργεί «καινούργιες διοικητικές δομές και μέτρα [...] πολλές φορές [...] στο όριο [...] της νομοθεσίας». Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που η κυπριακή αστυνομία δημοσίευσε την πιο πάνω απαράδεκτη εικόνα στο tweet της στις 30 του Μάρτη, παρουσιάζοντας εύστοχα, μέσα από την ωμότητα του σκίτσου, το πώς φαντασιώνεται τον ρόλο της.

Αν και υπήρξε κάποια αντίδραση στην εικόνα αστυνομοκρατίας που προωθήθηκε από την κυβέρνηση, υποχρεώνοντας την να υποχωρήσει, τουλάχιστον σε ένα ρητορικό επίπεδο παραμένει να φανεί κατά πόσον το προοδευτικό κομμάτι της κοινωνίας και η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση θα συνεχίσουν να ανέχονται αυτή την αυταρχική στροφή, η οποία λειτουργεί ως κάλυμμα για την κυβερνητική ανικανότητα και την εξαθλίωση του δημόσιου συστήματος υγείας ή αν θα αναμετρηθούν μαζί της, βάζοντας όρια στην κυβερνητική αυθαιρεσία, υποχρεώνοντας την να λογοδοτήσει.

Επιστρέφοντας στη γενικότερη ευρωπαϊκή εικόνα, αν και η Κύπρος μπορεί να είναι μια ακραία περίπτωση, εγείρει μεγαλύτερα θέματα για το πώς ο αυταρχισμός μπορεί να καλύψει θεσμικές αποτυχίες, μετατοπίζοντας πόρους και προσοχή από το δημόσιο σύστημα υγείας προς αστυνομικές επιχειρήσεις και αντικαθιστώντας την κρατική ευθύνη με την ευθύνη του πολίτη. Το πιο σημαντικό, εάν ο αυταρχισμός δεν ελεγχθεί και αφεθεί να διαμορφώνει τον δημόσιο λόγο, μπορεί να αυτοπροωθηθεί και να νομιμοποιηθεί, μεταφέροντας την ευθύνη από το κράτος στην κοινωνία.