Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυπριακό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυπριακό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Η διχοτόμηση της Κύπρου ως απειλή και ως εδραιωμένη κατάσταση

 Παρουσίαση του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου, «O Ντενκτάς στον Νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά», Εκδόσεις Ψηφίδες, 2019*


https://commune.org.gr/blog-57/files/63db66dac7da15a5be44af61d44fd948-0.html?fbclid=IwAR0yEqkXo0v0dZXqvZVsIPo9HzHSJsjLU9Q4krM6eLPC0ztHcKv3tMNrubM

Event-in-Ammohostos-during-Erdogans-visit
του Τάκη Χατζηδημητρίου**

Ο τίτλος του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου «Ο Ντενκτάς στο Νότο» είναι προκλητικός. Σε κάνει να διερωτάσαι για το νόημά του. Σου παίρνει χρόνο, όπως συνέβη και με τον ίδιο τον συγγραφέα, να τον εννοήσεις και τελικά να τον συνειδητοποιήσεις. Κι αυτό είναι η πρώτη επιτυχία του βιβλίου. Σε υποχρεώνει να μετάσχεις στον προβληματισμό του συγγραφέα. Να διαβείς μαζί του τον πολύπλοκο μηχανισμό διαμόρφωσης καταστάσεων, που στην αντίληψή μας φθάνουν, συνήθως, ως νοοτροπίες και συνθήματα. Αναζητεί τη σπορά της διαίρεσης και διαπιστώνει ότι: «Η άνοδος του εθνικισμού (στη δεκαετία του 1940) συνέβαλε στον προοδευτικό διαχωρισμό των κοινοτήτων». Σίγουρα ο εθνικισμός συνέβαλε στον διαχωρισμό, όμως την καθοριστική και αγεφύρωτη ρήξη έφερε ο ένοπλος αγώνας. Η επιλογή του Γρίβα ως αρχηγού. ΟΠΛΑ η ΕΟΚΑ, ΟΠΛΑ οι Άγγλοι, ΟΠΛΑ οι Τούρκοι. Εμπλοκή της Ελλάδας με την ΕΟΚΑ και εμπλοκή της Τουρκίας με την ΤΜΤ, οι διακοινοτικές ταραχές, οι φόνοι των αριστερών. Απ’ εκεί και πέρα η τύχη της Κύπρου ήταν προδιαγεγραμμένη.

Σημειώνει ο συγγραφέας: «Ο συμβιβασμός της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η επικύρωσή του στο Λονδίνο από τους Βρετανούς, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και το Φαζίλ Κουτσιούκ εκ μέρους των κοινοτήτων διάνοιξε πραγματικά μια νέα εποχή».

Εδώ είναι που υστερήσαμε. Δεν καταλάβαμε ότι με όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα, μια νέα εποχή άρχιζε για την Κύπρο, που ζητούσε από μας να υπερβούμε το παρελθόν και να δούμε το μέλλον με διαφορετικό τρόπο. Όμως, στη δεκαετία του 1960 επαναλάβαμε εκείνα που ξέραμε από τη δεκαετία του 1950: διακοινοτικές συγκρούσεις, φόνους και αίμα. Ήταν τα όρια ενός κράτους που σύμφωνα με τη διαπίστωση του συγγραφέα «η στελέχωσή του […] έγινε νοητή περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με την αποικιακή περίοδο». Με την έκρηξη τη ένοπλης βίας η όση ανεξαρτησία εκχωρήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία αμφισβητήθηκε. Οι «μητέρες πατρίδες» και οι Αμερικανοί σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου παρενέβαιναν διαλυτικά για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ρόλος της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να αντιστέκεται στη διάλυση, αλλά και σταδιακά να διαβρώνεται.

Η χρονιότητα της εκκρεμότητας οδήγησε από κρίση σε κρίση, ιδιαίτερα μετά την επιβολή της χούντας, με τελική πια φάση το πραξικόπημα, την εισβολή και την ντε φάκτο διχοτόμηση.

Τον πόνο που πέρασαν οι Τουρκοκύπριοι την δεκαετία 1964-1974 διαδέχτηκε ο πόνος των Ελληνοκυπρίων μετά το 1974. Ό,τι ακολούθησε ήταν ο πλήρης πια διαχωρισμός στο έδαφος και στον πληθυσμό. Ο συγγραφέας σχολιάζει ότι «Οι επαφές ΕΚ και ΤΚ την περίοδο 1975 ως το 2003 μηδενίστηκαν» και προσθέτει «Ανήκω στη γενιά που γεννήθηκε μετά το 1974 και ενηλικιώθηκε σε συνθήκες πλήρους διαχωρισμού». Αναφέρεται ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας για να τονίσει ότι η λέξη Τουρκοκύπριος ήταν απαγορευμένη. Και συνεχίζει: «Είθισται να λέγεται ότι τα γεγονότα του 1974 με το πραξικόπημα και την εισβολή έθαψαν οριστικά την ιδέα της ένωσης περιθωριοποιώντας την. Αυτό ισχύει μόνο σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, και ακόμα κι εκεί χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι αυτό που θάφτηκε το 1974 ήταν το πτώμα της ‘‘Ενώσεως’’ διότι πολιτικά νεκρή ήταν από το 1957, αν όχι και πιο πριν. Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι το ελληνοκυπριακό σχολείο παρέμεινε και μετά το 1974 -και μέχρι σήμερα- ενωτικό ως προς τον γενικό του ιδεολογικό προσανατολισμό».

Η περίοδος 1974 -2003, φορτισμένη με επώδυνες αναμνήσεις, συνοδεύτηκε με νέες εντάσεις. Η μονομερής ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας από τον Ντενκτάς επέτεινε τον διαχωρισμό και έφερε σε νέα ύψη την αντιπαράθεση.
Ήταν όμως και περίοδος δραστηριοποίησης των Ηνωμένων Εθνών για επίλυση του προβλήματος, με πιο ουσιαστική την υποβολή προτάσεων του Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπούτρος – Μπούτρος Γκάλι το 1989 και μείζον γεγονός την αίτηση ένταξης στην ΕΕ το 1990.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως τη σημαντικότερη εξέλιξη, μετά το 1974, στις διακοινοτικές σχέσεις «Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων» τον Απρίλη του 2003 και τονίζει: «Είναι εκπληκτικό το πόσο εύκολα και αιφνίδια ανατράπηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο το ιδεολογικό εποικοδόμημα και η συνεπακόλουθη κουλτούρα του φόβου εκείνους τους πρώτους μήνες μετά το άνοιγμα, προκαλώντας απορία και στις δυο εξουσίες». Ό,τι συνέβη ήταν εκπληκτικό. Ένας λαός έβγαινε στο προσκήνιο της Ιστορίας. Κατακρήμνιζε διαχωρισμούς και αναζητούσε μια νέα πορεία, μια νέα αρχή. Ήταν ένα συμβάν μοναδικό, όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και ευρύτερα για τόπους με εμφύλιους και εθνοτικές συγκρούσεις.

Το φαινόμενο αποδεικνύει τη δύναμη της συγκυρίας. Αν αξιοποιηθεί, αλλάζει το ρουν της Ιστορίας, αν χρονίσει, εκφυλίζεται και χάνεται. Γίνεται σκελετός της Ιστορίας. Σχετική και χαρακτηριστική είναι η ρήση του Λένιν για τη δική του επανάσταση: Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά.

Στην περίπτωση όμως της Κύπρου υπάρχουν άλλα δεδομένα. Ακόμη και όταν υπάρχουν οι συγκυρίες, ακόμη και αν εκδηλωθεί η βούληση της κοινωνίας των πολιτών, αν η ηγεσία δεν συναινέσει, δεν πιστέψει στην αλλαγή, είναι σε θέση να την ματαιώσει. Το επιτρέπει το ατελές δημοκρατικό σύστημα και η ύπαρξη βαθέος κράτους. Το βιβλίο επικεντρώνει την προσοχή του σ’ εκείνη τη φοβερή νύκτα της 24ης Απρίλιου 2004, όταν στο δημοψήφισμα για το σχέδιο του Γενικού Γραμματέα Κόφι Ανάν οι Τουρκοκύπριοι ψήφιζαν υπέρ της λύσης και οι Ελληνοκύπριοι εναντίον. Έκπληξη το ΟΧΙ του ΑΚΕΛ. Συμφωνώ με το συγγραφέα όταν γράφει ότι «Το ΑΚΕΛ πέταξε την ιστορική ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει και περιθωριοποιήθηκε πλήρως καθώς ουσιαστικά έμεινε παθητικό στη μάχη που διεξήχθη τότε, την οντολογικού μεγέθους αντιπαράθεση μεταξύ του σκληρού πυρήνα του Ναι, με κυρίως αριστερό και φιλελεύθερο ιδεολογικό πρόσημο και ενός σκληρού πυρήνα του Όχι, με εθνικιστικό και συντηρητικό ιδεολογικό πρόσημο». Δεν θα επεκταθώ στο πώς καταλήξαμε στο 76% υπέρ του ΟΧΙ. Θα πω μόνο ότι για όλους εμάς που πήγαμε με το ΝΑΙ το αποτέλεσμα σήμαινε περαιτέρω εμβάθυνση αυτού που έγινε το 1974. Σε ό,τι αφορά τους Τουρκοκύπριους οπαδούς της λύσης, κυριάρχησε η αίσθηση απόρριψης και εγκατάλειψής τους από τους Ελληνοκύπριους. Ήταν αυτή ακριβώς η πίκρα που γέννησε, εκείνη τη νύκτα, το σύνθημα «Ο Ντενκτάς στον Νότο».

Ό, τι ακολούθησε ήταν η σταδιακή εμπέδωση των τετελεσμένων. Μας λέγει ο συγγραφέας: «η διχοτόμηση της Κύπρου κτίστηκε κομμάτι-κομμάτι, διαχρονικά μες από την ιστορία της διακοινοτικής σύγκρουσης, συντηρήθηκε και αναπαράχθηκε μέσα από τις πολιτικές ηγεσιών, τις δομές και τους θεσμούς και σε σημαντικό βαθμό κανονικοποιήθηκε ως καθημερινότητα παρά τα μύρια προβλήματα που ενέχει, τους κίνδυνους που κουβαλά και τον παραλογισμό που την συγκροτεί συνολικά». Διαπιστώνει ότι αυτά που προηγουμένως λέγονταν υπαινικτικά ως επιμέρους απόψεις «εμείς ποδά τζιαι τζείνοι ποτζιεί» άρχισαν να διαμορφώνονται σε νοοτροπία και κατεύθυνση.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία παραμένει η μόνη διέξοδος για την επανένωση του νησιού. Είναι μία συμβιβαστική λύση που απαιτεί ορθολογισμό. Μια συμφωνία που δε θα φέρει ενθουσιασμό, επειδή βασίζεται στη λογική και όχι στο συναίσθημα. Ο συγγραφέας, όμως, υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που θα επιτευχθεί, θα γίνει ανεχτή ή καλύτερα αποδεκτή «με εξαίρεση ίσως μια μερίδα της ακροδεξιάς».

Όσοι δε συνειδητοποίησαν το «Ντενκτάς στον Νότο» το 2004, το κατάλαβαν αργότερα στο Μοντ Πελεράν και στο Γκραν Μοντανά. Τώρα σίγουρα βλέπουν τον Ντενκτάς να απολαμβάνει ευτυχισμένος τους καρπούς των κόπων του: Την Κύπρο με εμπέδωση της διχοτόμησης.

Πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας ότι το ΟΧΙ «Υπήρξε το τέλος της εικόνας των διαλλακτικών Ελληνοκυπρίων και των αδιάλλακτων Τουρκοκυπρίων». Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος σήμανε ουσιαστική στροφή του διεθνούς παράγοντος έναντι του Κυπριακού. Έκτοτε τα Ηνωμένα Έθνη αποστασιοποιούνται από τις θέσεις των Ελληνοκυπρίων, αν δεν τοποθετούνται κιόλας κριτικά ή και αρνητικά σε κάποιες περιπτώσεις. Η ΕΕ έκανε πια χωριστά ανοίγματα, τόσο έναντι των Τουρκοκυπρίων όσο και έναντι της Τουρκίας. Αναβάθμισε τις σχέσεις της με τη τουρκοκυπριακή πλευρά, εγκαθίδρυσε Γραφείο στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, πρόσφερε οικονομική βοήθεια και ως ένα σημείο πολιτική αναγνώριση. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αναγνωρίζει στην Κοινοβουλευτική του Συνέλευση δύο αντιπροσωπίες από την Κύπρο. Σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως στη Διακοινοβουλευτική Ένωση, είναι μέλος με αστερίσκο και με παράλληλη ανεπίσημη σχέση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Η ελληνοκυπριακή ηγεσία για να στηρίξει το ΟΧΙ επικαλέστηκε οικονομικούς λόγους. Επιχείρημα συμφεροντολογικό, που μας στέρησε και κάθε ηθικό έρεισμα. Οι προεδρικές του 2008 έκαναν φανερή την αδιέξοδη πολιτική του Τάσσου Παπαδόπουλου και έδωσαν την ευκαιρία στο Χριστόφια να ανατρέψει το αρνητικό κλίμα. Ο ελπίδες για διευθέτηση και αποτροπή της διχοτόμησης αναπτερώθηκαν. Ως πιο σημαντική σύγκλιση στις συνομιλίες Χριστόφια – Ταλάτ ο Γρηγόρης θεωρεί, και σε αυτό μας βρίσκει σύμφωνους, τη φόρμουλα της εκ περιτροπής Προεδρίας (με αναλογία 5 προς 2) συνοδευόμενη από διασταυρούμενη και σταθμισμένη στο 20% ψήφο. Μια συμφωνία που για πρώτη φορά ενοποιούσε το εκλογικό σώμα και θεμελίωνε την έννοια του κοινού συμφέροντος και του κοινού μέλλοντος.

Έχει δίκαιο να θεωρεί λάθος την άρνηση της υπογραφής των συμφωνηθέντων όταν το ζήτησε όχι μόνο ο Ταλάτ αλλά και ο Μπα Κι Μουν κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο. Τούτο επέτρεψε στο ΔΗΣΥ και τα άλλα κόμματα να παρέμβουν διαβρωτικά σε ό,τι συμφωνήθηκε.

Ο Αναστασιάδης στις συνομιλίες του με τον Ακκιντσί σταδιακά επανέφερε συγκλίσεις του Χριστόφια – Ταλάτ και προχώρησε ακόμη πιο πέρα σε θέματα εκτελεστικής εξουσίας, μεταβατικών περιόδων και δικαιωμάτων και ασφάλειας. Στα τέλη του 2016 η λύση ήταν ορατή και διαπιστωμένη από τους ίδιους του ηγέτες. Στο Μοντ Πελεράν κατατέθηκε από τον Ακκιντσί και χάρτης που συναντούσε τις ελληνοκυπριακές απαιτήσεις. Με την εκ περιτροπής Προεδρία και την επιστροφή του Μόρφου η υπόθεση της λύσης ήταν περίπου δεδομένη. Σαφής κι αποφασιστική ήταν η στήριξη που το ΑΚΕΛ και ο Άντρος Κυπριανού πρόσφεραν στον Αναστασιάδη. Στήριξη που δεν της έλειπε η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και του θάρρους. Ο επίλογος γράφτηκε στο Γκραν Μοντανά, όταν αντί να συζητούμε τις προτάσεις του Γκουτέρες διαπληκτιζόμαστε με τον Τζαβούσογλου. Όταν ήταν έτοιμοι οι πρωθυπουργοί να μετάσχουν και τους μηνύσαμε να μην έρθουν.

Έχω και κάποιες παρατηρήσεις:

Πρώτα για τα ΜΜΕ. Συμφωνώ με τον συγγραφέα ότι συνεργοί αν όχι θεμελιωτές της διχοτομικής πορείας είναι τα πλείστα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Λίγα εκείνα της συναίνεσης και της λύσης. Κι αυτά χρειάζονται την προστασία και τη στήριξή μας. Μπορεί κάποτε να ξεστρατίζουν και δέχονται γι’ αυτό τη δίκαιη και αυστηρή κριτική μας. Όμως κρίνοντας τη συνολική πολιτική τού ΠΟΛΙΤΗ, θεωρώ άδικη τη διαπίστωση ότι βρέθηκε ύστερα από το Μαρί «σε πορεία παρακμής που έφτασε σε διάφορες περιπτώσεις στο επίπεδο του κίτρινου Τύπου». Και λίγα λόγια για το γλωσσάρι. Ναι υπάρχει η γλώσσα της σύγκρουσης και της διαίρεσης και η γλώσσα της συνεννόησης και της συμπόρευσης. Η γλώσσα της σύγκρουσης με τους υποτιμητικούς όρους που αρχίζουν από το ψευδο- κ.λπ. έχουν πια, σύμφωνα με τη διαπίστωση του συγγραφέα, γελοιοποιηθεί. Άλλοι όροι όπως ο χαρακτηρισμός του Ακιντσί σαν «κατοχικού ηγέτη» έπαυσαν να είναι αποδοτικοί, γιατί δεν είναι πειστικοί. Υπάρχει και το γλωσσάρι εκείνων που επικοινωνούν με τους Τουρκοκύπριους, συνεργάζονται ή διαβουλεύονται μαζί τους, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τον απλό άνθρωπο που συναντά Τουρκοκύπριους φίλους του. Όλοι αυτοί χρησιμοποιούν τη γλώσσα της συνεννόησης. Και όμως, το γλωσσάρι της διαίρεσης επιμένει. Ενδεικτικό κι αυτό υποταγής στα κελεύσματα των πιο φανατικών της κοινωνίας μας.

Δεύτερο: Σωστή η επισήμανση του συγγραφέα για την αυτονομία «της Κύπρου και του Κυπριακού ως αυτοτελούς ζητήματος» και ορθά προσθέτει «Το (γεγονός) ότι δεν υπάρχει κάποια κυπριακή μοναδικότητα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια κυπριακή ιδιαιτερότητα που καθιστά το Κυπριακό ένα σύνθετο ζήτημα». Αποδοχή της αυτοδυναμίας του Κυπριακού οδηγεί και στην αποδοχή της κυπριακής ανεξαρτησίας και της αυτοδύναμης κρατικής της οντότητας. Σημαίνει ακόμη την αναγνώριση της πραγματικότητας, που δεν είναι άλλη από την ύπαρξη ενός πολυπολιτισμικού κράτους, κάτι που ακόμη δεν εννοήσαμε, αλλά που αποτελεί την προϋπόθεση για μια νέα εποχή μέσα στην Ιστορία πέραν από τους εθνικισμούς και τις μητέρες πατρίδες.

Τρίτη και τελευταία παρατήρηση: Η διαπίστωση ύπαρξης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο έβαζε μπροστά μας το δίλημμα: Προέχει η λύση του Κυπριακού και στη συνέχεια εκμετάλλευση, ή μονομερής εκμετάλλευση και παραμερισμός του Κυπριακού; Γύρω από αυτό το ερώτημα τοποθετήθηκαν η κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις και ανάλογα με τις προτεραιότητες της κάθε πλευράς. Όσοι υποστήριζαν τη λύση, ήθελαν τους υδρογονάνθρακες μέσο για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Υπήρχε ένας πλούτος που θα μπορούσε να ωφελήσει, μέσα σε πνεύμα συνεργασίας, όλες τις πλευρές εντός και εκτός Κύπρου. Ένα σχέδιο που θα μπορούσε ακόμη να συμπεριλάμβανε και την Τουρκία. Είναι πια σαφές ότι η προτεραιότητα στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων οδηγεί σε τακτική που μόνο ένταση και κρίση μπορεί να επιφέρει. Και για κάθε αντικειμενικό παρατηρητή είναι σαφές ότι μέσα σε κλίμα αντιπαράθεσης η αξιοποίηση είναι αν όχι αδύνατη, άκρως προβληματική. Η σύγκρουση συμφερόντων με την Τουρκία μας φέρνει αντιμέτωπους με νέα τετελεσμένα που ροκανίζουν την ήδη προβληματική δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φυσικά έχουμε σύμμαχους που δεν θα ήθελαν την Τουρκία να ελέγχει πλήρως την Ανατολική Μεσόγειο. Όμως οι καταγγελίες και τα μέτρα που μας υπόσχονται είναι τέτοια που δεν αναιρούν τα τετελεσμένα. Το θέμα των υδρογονανθράκων όλο και πιο πολύ προβάλλει την προτεραιότητα της επίλυσης του πολιτικού μας προβλήματος.

Συμπερασματικά: Ο δρόμος που βρίσκεται μπροστά μας απαιτεί διευθέτηση του Κυπριακού. Παράκαμψη της λύσης μάς οδηγεί σε σταδιακή φθορά ή ακόμη σε μείζονα κρίση. Το παιγνίδι του «μικρομεγαλισμού» όπως εξελίχθηκε με την κυπριακή ΝΑΦΤΕΞ με πραγματικά πυρά, πριν λίγο καιρό και αργότερα με το διεθνές ένταλμα σύλληψης εμπλεκομένων στις διατρήσεις, αλλά και με τις αντιδράσεις που μεθοδεύσαμε στο διεθνή χώρο με τις διμερείς ή τριμερείς συνεργασίες με αποκορύφωμα τα μέτρα της ΕΕ, με τα οποία απειλούσαμε την Τουρκία, το μόνο που πέτυχαν είναι ν’ αποδείξουν ότι δεν είμαστε σε θέση ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, που έχει κιόλας ξεφύγει από τον έλεγχό μας.

Και τελειώνω με το βιβλίο. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μου δόθηκε η ευκαιρία να το μελετήσω και να το συστήσω ολόψυχα ως ένα πολύ σημαντικό και πυκνό σε νοήματα βιβλίο. Ήρθε για να μείνει και να μας συντροφεύει όταν θέλουμε να εμβαθύνουμε στα πράγματα. Και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: Είναι αποκαλυπτικό και δεν επιτρέπει κανενός είδους άλλοθι μπροστά στη διχοτόμηση που μας απειλεί, αν δεν έχει κιόλας εδραιωθεί.


****

*Από την παρουσίαση της 1ης έκδοσης του βιβλίου που έγινε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου το καλοκαίρι του 2019. Από τότε το βιβλίο έχει περάσει στη 2η έκδοσή του και έχει μεταφραστεί και εκδοθεί επίσης στα τουρκικά (Baranga Publications,2020)και στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Palagrave Macmillan το 2020 με τον τίτλο «The normalisation of Cyprus’ partition among Greek Cypriots: political economy and political culture in a divided society».

** Ο Τάκης Χατζηδημητρίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ, αντιπρόεδρος και βουλευτής του κόμματος. Είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων πολιτικού προβληματισμού και επικεφαλής της ελληνοκυπριακής πλευράς από το 2008 στη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την διάσωση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Πενταμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό ή the show must go on

άρθρο στο περιοδικό Commune.org.gr

https://commune.org.gr/blog-34/index.html?fbclid=IwAR0UMi2ZerTuKYrAJNg9Th8i3ixru1HAT4Wohng4gSAh46yrn2WdY0wvB_4


Γρηγόρης Ιωάννου*

4/2/2021

 

Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την κατάρρευση των συνομιλίων το 2017, τον Μάρτιο του 2021 αναμένεται να έχουμε ξανά μια πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό. Αυτή η διάσκεψη θα είναι «άτυπη», επειδή δεν αναμένεται να καταλήξει σε αποτέλεσμα, αλλά στο διερευνήσει αν υπάρχει έδαφος για μια άλλη, τυπική, πενταμερή που θα πραγματοποιηθεί αργότερα με σκοπό εκείνη να καταλήξει κάπου. Οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού έχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάρει τη μορφή μιας σαπουνόπερας που, ενώ τα δεδομένα και οι χαρακτήρες αλλάζουν, η κεντρική δομή του σεναρίου παραμένει η ίδια. Το Κυπριακό δεν λύνεται, διότι το κυρίαρχο τμήμα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης έχει αποφασίσει ότι το ρίσκο που μπορεί να προκύψει για αυτήν από την επανένωση της χώρας είναι μεγαλύτερο από το όφελος που αυτή μπορεί να έχει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την πλειοψηφική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα έγινε ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση από ελληνοκυπριακής πλευράς για έναν συμβιβασμό που θα επέτρεπε τον διαμοιρασμό εξουσίας και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων εντός μιας ομόσπονδης κρατικής δομής. Οπόταν η διχοτόμηση της χώρας έγινε ουσιαστικά όχι απλώς μια αποδεκτή εξέλιξη, αλλά η πρώτη επιλογή της ελληνοκυπριακής ελίτ. Την ίδια στιγμή η διχοτόμηση με τη μορφή μιας επίσημης συμφωνίας αλληλο-αναγνώρισης δύο κυρίαρχων κρατών στην Κύπρο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε διεθνώς, ούτε εσωτερικά, ενώ, ακόμα και αν μπορούσε να τύχει ικανοποιητικής ανοχής, η διαπράγματευσή της είναι μια υπόθεση δυσκολότερη από τη διαπραγμάτευση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη δεν φημίζεται για τη διορατικότητα ή για την ευφυία της. Ουσιαστικά η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι η ιστορία ενός κοντόφθαλμου μικρομεγαλισμού από πλευράς της ελληνοκυπριακής ηγεσίας τόσο απέναντι στους Τουρκοκυπρίους όσο και διεθνώς και σε σχέση με τη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ενός μικρομεγαλισμού που διαρκώς τιμωρείται, ηττάται και ξεφτιλίζεται και όμως επιβιώνει.

Παρά την κυρίαρχη αντίληψη στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και στην Ελλάδα για μια Τουρκία που είναι αδιάλλακτη, επεκτατική ή και «νευρική», η Τουρκία έχει αποδείξει στο ζήτημα των υδρογονανθράκων αλλά και γενικότερα στην πολιτική της για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου ότι είναι μια δύναμη που γνωρίζει καλά και τους συσχετισμούς ισχύος, τους οποίους αποτυπώνει σε όλα τα επίπεδα και όχι απλώς στο στρατιωτικό, αλλά και τα όρια της ως περιφερειακή δύναμη. Ξέρει να υποχωρεί προς όφελος ενός αμοιβαίου συμβιβασμού όπως απέδειξε και το 2004 για το ζήτημα της κυριαρχίας και το 2017 για το ζήτημα των εγγυήσεων, αλλά είναι επίσης σε θέση, όπως και η Βρετανία και οι μεγαλύτερες δυνάμεις ΗΠΑ και Ρωσία, να διασφαλίσει τα συμφέροντα της και σε συνθήκες μη επίλυσης του Κυπριακού. Το πόσο εύκολα μπλόκαρε το μονομερές ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ξεγύμνωσε το αφήγημα του East Med και των συμμαχιών της με Ελλάδα, Ισραήλ και Αιγύπτο είναι αποκαλυπτικό.

Ο Αναστασιάδης υπήρξε ο πρώτος Ελληνοκύπριος ηγέτης που εισηγήθηκε στην Τουρκία τη διχοτόμηση της Κύπρου. Δεν είμαι σίγουρος αν οι λόγοι που τον ώθησαν σε αυτό ήταν η μέθη από τα κέρδη του κόλπο γκρόσο της αρπαχτής με τα διαβατήρια ή μια γενικότερη ανεπάρκεια αντίληψης των γεωπολιτικών και πολιτικών δεδομένων. Όπως και να έχει, είτε ήταν προϊόν μιας απερίσκεπτης αφέλειας είτε ενός αψήφιστου τυχοδιωκτισμού, η κίνηση αυτή έχει αναμφίβολα επιτείνει την καταστροφική πορεία του Κυπριακού. Όχι επειδή υπάρχει άμεσος κίνδυνος επισημοποίησης της διχοτόμησης – αυτό χρειάζεται ακόμα μια γενιά για να γίνει αποδεκτό εσωτερικά –, αλλά επειδή διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να κυλήσει άλλη μια δεκαετία χωρίς προοπτική με την Τουρκία απενοχοποιημένη και ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει και στο βόρειο μέρος και στη θάλασσα γύρω από την Κύπρο και επειδή μετέτρεψε το Κυπριακό από αυτόνομο ζήτημα και καταλύτη μιας μελλοντικής διευθέτησης στα ελληνο-τουρκικά σε υποσημείωση ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού για την ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί καν αντικειμενικά να έχει λόγο.

Η καλλιέργεια της αντίληψης ότι η διχοτόμηση της Κύπρου είναι απλώς το χάρισμα της βόρειας Κύπρου στην Τουρκία με αντάλλαγμα η Τουρκία να αφήσει το νότιο μέρος και τη νότια θάλασσα ελεύθερο πεδίο για να κάνουν ό,τι θέλουν οι Ελληνοκύπριοι και η Ελλάδα είναι μυθική και εξόφθαλμα παιδαριώδης – και όμως φαίνεται ότι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, η ελληνοκυπριακή ελίτ πίστεψε και η ίδια το παραμύθι που πούλησε στην κοινή γνώμη που ακόμα το πιστεύει. Η μονοπώληση του κράτους περιορισμένου στο νότιο μέρος του νησιού από τους Ελληνοκυπρίους για μισό αιώνα εδραίωσε την αντίληψη ότι αυτό είναι ένα κεκτημένο που κλείδωσε και που δεν απειλείται με τη διχοτόμηση. Η διχοτόμηση όμως δεν είναι πολλαπλασιασμός της κυριαρχίας, από μονή σε διπλή, είναι διαίρεση της. Η διαδικασία αναβάθμισης της βόρειας Κύπρου είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία υποβάθμισης της νότιας Κύπρου καθώς αυτή αντλεί τη νομιμοποίηση της ως Κυπριακή Δημοκρατία μόνο στο βαθμό που είναι και φαίνεται έτοιμη να δεχτεί τους Τουρκοκύπριους επί ίσοις όροις. Καθώς αυτή η εικόνα διαβρώνεται, ή ακριβέστερα καθώς αυτό το ψέμα αποκαλύπτεται, η πορεία προς τα δυο κράτη σε βάθος χρόνου θα είναι ιδιαίτερα επίπονη για την ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Στο Κρανς Μοντάνα το 2017 υπήρξε ένα ιστορικό ναυάγιο ανάλογο με αυτό του 2004 με καθαρή ευθύνη του Νίκου Αναστασιάδη, που κατάφερε όμως να χρησιμοποιήσει και να εργαλειοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς στην πορεία προς αυτό και τον Νίκο Κοτζιά, εκμεταλλεύομενος τον υπερφύαλο χαρακτήρα και τη ματαιοδοξία του, και φυσικά τις δυνάμεις που εκπροσωπούσε μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και το ελληνικό βαθύ κράτος. Από τότε μόνο χειρότερα έχουν γίνει τα δεδομένα αφού ο Μουσταφά Ακιντζί έχασε τις εκλογές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ο Αναστασιάδης έχασε κάθε ψήγμα αξιοπιστίας καθώς έσπρωξε τη χώρα βαθιά σε ένα τέλμα διαφθοράς, ισοπέδωσης των θεσμών και γενικευμένης απαξιώσης. Τα ελληνο-τουρκικά έχουν τις δικές τους δυναμικές και τα δικά τους αδιέξοδα. Σε αυτή τη συγκυρία το να κρατηθεί το Κυπριακό ένα άλυτο και ανοιχτό ζήτημα φαίνεται να κέρδισε έδαφος και στους κόλπους της ελληνικής ελίτ. Από τη μια λειτουργεί ως ένα επιπλέον ανάχωμα και άλλοθι στην απροθυμία της να ξεκινήσει ένα συνολικό διάλογο εφ΄όλης της ύλης με τη Τουρκία και από την άλλη επιτρέπει μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της επιδείνωσης της σχέσης με τις ΗΠΑ και τη Δύση για ενίσχυση της περιφερειακής θέσης της Ελλάδας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι επίσης κοντόφθαλμη και με στοιχεία τυχοδιωκτισμού, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν αποδέχεται δύο κυπριακά κράτη εντός της, έχει τονίσει ότι ολόκληρη η Κύπρος είναι τμήμα της επικράτειάς της και ότι δεν προτίθεται να εγκαταλείψει τους Τουρκοκύπριους πολίτες της. Στην πραγματικότητα, όμως, η ΕΕ βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο που την καταδικάζει σε μια στάση αδράνειας καθώς δεν έχει επαρκείς μηχανισμούς να πιέσει την ελληνοκυπριακή πλευρά, χωρίς να περιπλέξει τη σημαντική σχέση της με την Τουρκία και να στενέψει τα όρια διαπραγμάτευσης της ειδικής τους σχέσης. Ο ΟΗΕ βρίσκεται σε παρόμοιο αδιέξοδο με την ΕΕ έχοντας ακόμα στενότερο περιθώριο δράσης. Ο ΟΗΕ αντιλαμβάνεται ότι το Κυπριακό έχει καταστεί σχεδόν ανεπίλυτο ζήτημα και έχει υπαινιχθεί ότι θα μπορούσε να αποστασιωπηθεί από αυτό. Την ίδια στιγμή ξέρει πολύ καλά, καλύτερα από πολλούς Κύπριους, ότι το στάτους κβο δεν είναι στατικό ούτε σταθερό ούτε ασφαλές, ιδιαίτερα μετά την αύξηση της έντασης σε σχέση με τα ζητήματα της ΑΟΖ. Έτσι υπάρχει ένα αντικειμενικό όριο στο πόσο στα αλήθεια μπορεί να αποστασιοποιηθεί, ή στο σε πόσο ρητά μπορεί να αποδώσει τις ευθύνες της μη επίλυσης του Κυπριακού. Αυτό εξηγεί και τη σύγκλιση αυτής της πενταμερούς, που μάλλον έχει σκοπό να συντηρήσει όσο είναι δυνατόν τα δεδομένα επί του εδάφους μέχρι πάρακατω.

Αλλά στο τέλος της μέρας, όσο και αν το Κυπριακό καθίσταται κατά καιρούς ως μικροενόχληση για τη διεθνή κοινότητα, αντλώντας περισσότερους πόρους από ό,τι δικαιολογεί το μέγεθος και η σημαντικότητα του νησιού, λέγεται κυπριακό πρόβλημα διότι είναι πρώτα από όλα πρόβλημα των Κυπρίων – αυτοί επηρεάζονται άμεσα από αυτό και μόνο αυτοί μπορούν να το λύσουν. Η τραγικότητα της κατάστασης είναι ότι η μερίδα που αντιλαμβάνεται το άλυτο Κυπριακό ως έναν αυξανόμενα επικίνδυνο παραλογισμό υποσκιάζεται από τη μερίδα που βολεύεται καθώς κερδίζει από αυτό. Μια άλλη μερίδα Κυπρίων, πιθανότατα μεγαλύτερη από τις δυο προαναφερόμενες, αρκείται στο να παρακολουθεί αδιάφορα, έστω από συνήθεια, τη συνέχιση της προβολής αυτού του σόου.    

 

* Πολιτικός κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και συγγραφέας του βιβλίου «Ο Ντενκτάς στον νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά», Εκδόσεις Ψηφίδες.

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Όλγα Δημητρίου για τον "Ντενκτάς στον νότο"




Ο ΝΤΕΝΚΤΑΣ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ
Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, 8/7/2019

Όλγα Δημητρίου,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Durham

Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα:
1.      Μια κοινωνικό-πολιτική ανάλυση
2.      Μια ανάλυση της νέας γενιάς του Κυπριακού
3.      Μια ακτιβιστική / προσωπική προσέγγιση

Προσφέρει μια προσέγγιση των τελευταίων ιστορικών γεγονότων από το 1974 μέχρι σήμερα, αλλά με εστίαση στο μετά του 2004. Σημείο αναφοράς το 2004, 2008 και 2017 που δεν έχουν ακόμα ιστορικο-ποιηθεί  επαρκώς και γι’ αυτό το βιβλίο είναι μια σημαντική συμβολή καθαρή, κατανοητή και ολοκληρωμένη ανάλυση που εξηγεί  εσωτερικές  και εξωτερικές παραμέτρους σε επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής θεώρησης συσχετίζοντας τους όρους των Διεθνών Σχέσεων με την Κοινωνιολογία των ταξικών & κομματικών δυναμικών.

Κατά ένα μέρος όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με το Κυπριακό χρειαστήκαμε να απλώσουμε τις αναλυτικές μας δυνατότητες σε ένα δια-κλαδικό φάσμα πολιτικής ανάλυσης & κοινωνικών σπουδών και  ο Γρηγόρης  αναδεικνύει  άψογα  την ολοκληρωμένη σκέψη & κατανόηση που αυτή  η προσέγγιση μπορεί να δώσει.

Η ανάλυση δομείται πάνω στο σχήμα της αποκάλυψης του “μυστικού”  της ε/κ  προσέγγισης στο Κυπριακό ως μια άρρηκτη συμφωνία μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής ως  προς την αποδοχή της διχοτόμησης.  Αυτό σωστά παρατηρεί και είναι κάτι που είχε σημαδέψει την δική μας γενιά πριν αλλά ιδίως μετά το Δημοψήφισμα προσπαθώντας και εγώ να το κατανοήσω ως έκφραση της  επιτρέπουσας κοινότητας στη δική μου δουλειά, θα έλεγα πως είναι όντως το πιο χαρακτηριστικό της ε/κ κοινωνίας το πώς μαθαίνουμε να ζούμε με μια κατανόηση και αποδοχή πραγμάτων που δεν ξέρουμε. Από την δική μου εμπειρία και από το Πανεπιστήμιο και ίσως το σημαντικότερο μάθημα που πήρα από τους φοιτητές μου δεν ήταν η άγνοια του Κυπριακού αλλά η επίγνωση της άγνοιας. Η γενιά όχι μόνο του μετά-1974, όπως την νοηματοδοτεί και το βιβλίο αλλά και γενιές των μετά-βίας εποχών ( που είναι και ταξικά και έμφυλα ορισμένες) έχουν δεκτεί ότι κάποια πράγματα δεν θα τα μάθουμε. Ταυτόχρονα όμως μαθαίνουμε ότι ίσως δεν ωφελούν καν να ρωτούμε. Αλλά κυρίως να μαθαίνουμε ότι αυτό που γνωρίζαμε υπάρχει μόνο στη σφαίρα της ρητορικής ως performance. Η διαφοροποίηση μεταξύ συμβολικού και αληθινού είναι από πού ορίζει κατά ένα χρόνο υποστηρίζω την Ε/Κ ενηλικίωση.

Και αυτό με φέρνει στο 2ο σημείο αναφοράς το βιβλίο ως γενεαλογικό έργο. Να ξεκινήσω με μια παρερμηνεία την πρώτη φορά που διάβασα την αναφορά στο ότι μετά το 2003 “Η Κύπρος μεγάλωσε” το αντιλήφθηκα ως αναφορά στο ότι οι Ε/Κ ωρίμασαν ως πολιτικά υποκείμενα ( αν και ήξερα καλά την έκφραση ως αναφορά στο γεωγραφικό και  όχι πολιτικό μέγεθος). Αν και αναμφισβήτητα το 2003 ήταν μια ευκαιρία που έκλεισε με το 2004 αναρωτήθηκα πολλές φορές αν η άρνηση ήταν άρνηση (και) πολιτικής ενηλικίωσης. Και αυτό είναι ένα ερώτημα που η γενιά του Γρηγόρη και η δική μου ίσως μπορεί  καλύτερα να απαντήσει. Αν και δεν είναι ακριβώς ερώτημα του βιβλίου, θέλω να εξηγήσω πως ο Γρηγόρης μας βοηθά να το αναλύσουμε. Το ότι ανήκει στην μετά-πολεμική εποχή του επιτρέπει, πιστεύω να αρθρώνει ένα καινούργιο λόγο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια “νέα γενιά” αναλύσεων του  Κυπριακού.

Σε αυτή βλέπω τα εξής χαρακτηριστικά:

Ένα κτίσιμο πάνω στην κριτική προσέγγιση όπου αναλύσεις προηγουμένων περιόδων είχαν πρωτοπορήσει  Νιαζί, Παπαδάκης, Μαυράτσας, Χατζιηπαύλου, Κωνσταντίνου κτλ – και ακριβώς επειδή ο πήχης της κριτικής τέθηκε ψηλά, η κριτική που καλού(μαστε) να προχωρήσουμε τώρα και δεν μπορεί πλέον μόνο να εξηγεί την σιωπή της Ιστορίας και να την αποκαλύπτει ως «μυστικό» αλλά να εξηγεί το πώς εμπεδώνονται πως χρησιμοποιούνται, και γιατί διαιωνίζονται ακόμη και μετά την αποκάλυψη τους. Η ανάλυση εδώ του Γρηγόρη για το πώς δουλεύει ο Λόγος του «εκάμαμεν τζιαί εμείς  πολλά» είναι άριστο παράδειγμα.

Ακριβώς επειδή αυτοεθνογραφική βάση την οποία κτίζουμε τις αναλύσεις μας σημαδεύτηκε από την εμπειρία της κανονικοποίησης των κλειστών συνόρων και την έκπληξη του ανοίγματος τους, η ανάλυση του Γρηγόρη είναι ένα μοναδικά καλό αλλά και ενδεικτικό παράδειγμα μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας στον αναλυτικό λόγο.  Κύριο συστατικό αυτής είναι η απόδοση του Άλλου-μάλιστα θα έλεγα ότι το βιβλίο σηματοδοτεί και την αρχή μιας βιβλιογραφίας όπου ο “Αλλος” με όρους μετα-αποικιακής κριτικής σταματά να υφίσταται αναλυτικά. Κοινοτυπίες για το τι έγινε όταν συναντήσα(με –όλοι) πρώτη φορά Τ/Κ δεν υπάρχουν στο βιβλίο, αν και ήταν σημαντικές να λεχθούν σε προηγούμενες εποχές. Οι Τ/Κ  για τον Γρηγόρη είναι  συγγραφείς, συνεργάτες, αναλυτές της δικής τους κοινωνίας αλλά και με ευρύτερο αναλυτικό εκτόπισμα μιας κοινωνίας βαθιά πολυσύνθετης σε πολιτικό και κοινωνικό βαθμό που ο συγγραφέας γνωρίζει, γιατί θέλησε να την καταλάβει ως μέρος της δικής του καθημερινότητας και όχι ως «έκτακτη ανάγκη» . Έτσι, αν και ξεκάθαρα μας λέει  ότι επικεντρώνεται στην Ε/Κ κοινωνία, η ανάλυση των Τ/Κ  «επί ίσοις όροις» μας δίνει ένα έξοχο καλούπι για την ανάλυση που έρχεται μετά το δικοινοτισμό.

Και  αυτό με οδηγεί στο τελευταίο σημείο που θέλω να αναδείξω, αυτό της ιδιότητας του συγγραφέα – ακτιβιστή. Εδώ θα διαφωνήσω με την παρουσίαση που κάνει του κειμένου ως γραμμένο μακρυά από τις γραμμές της εξεζητημένης ανάλυσης και με ύφος που να απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Είναι όντως ευκολοδιάβαστο και καλογραμμένο αλλά η απομάκρυνση από την σοβαρή ανάλυση που μας υπόσχεται δεν υπάρχει. Υπάρχουν καθαρά επιχειρήματα που αναδύουν και αναλύονται όχι επειδή παραλληλίζουν τις πολιτικές του πεποιθήσεις αλλά επειδή τις διαμορφώνουν π.χ  η ανάλυση των τάσεων της αριστεράς, η προσέγγιση των αφηγημάτων της δεξιάς, εθνικιστικής και φιλελεύθερης, η απεικόνιση των ρευμάτων στα οποία συμμετείχε ο Γρηγόρης (ιδιαίτερα οι βιβλιογραφικές αναφορές στα νεκατώματα) – όλα αυτά είναι μέρος σοβαρής και ευαίσθητης ανάλυσης που συνδέουν παραδειγματικά την πράξη με την θεωρία. Και άρα το βιβλίο δεν είναι μια πρόταση για το «ευρύ κοινό» αλλά μια πρόταση που παίρνει το  «ευρύ κοινό» στα σοβαρά. Και για αυτό αξίζει προσοχής από όλους μας.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Παρουσιάσεις του βιβλίου «Ο Ντενκτάς στον νότο: Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά» σε Λεμεσό, Πάφο και Λευκωσία


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Οι εκδόσεις Ψηφίδες σας προσκαλούν στις παρουσιάσεις του βιβλίου «Ο Ντενκτάς στον νότο: Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά» του Γρηγόρη Ιωάννου σε Λεμεσό, Πάφο και Λευκωσία στις 5,6 και 8 Ιουλίου αντίστοιχα.

Δανειζόμαστε τα λόγια του καθηγητή Αλέξη Ηρακλείδη για να πούμε πως, [τ]ο βιβλίο “φιλοδοξεί να αρθρώσει μία γενική θεώρηση για το πώς κανονικοποιήθη­κε η διχοτόμηση» στους Ελληνοκυπρίους, κατά τα τελευταία 25 –κυρίως 15– χρόνια, και έτσι να φέρει στο φως ένα κρυμμένο αλλά «κοινό» μυστικό των Ελληνοκυπρίων.
Το βασικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι «η εδραίωση της διχοτόμη­σης» δεν ήταν «αυτόματη», ούτε συνέβη «πίσω από την πλάτη» των Ελλη­νοκυπρίων. Ίσως πιο «σημαντική ήταν η απώθηση από πολλούς των συνε­πειών του ηχηρού Όχι» του 2004 και «η αδυναμία τους να επεξεργαστούν εναλλακτικές πρακτικές και άλλα σενάρια τα επόμενα χρόνια». Προσθέτει δε ότι «η απομυθοποίηση που επήλθε με τη διαδικασία του δημοψηφίσμα­τος σήμανε το τέλος της ομίχλης και μαζί και το τέλος της αθωότητας για όλους»: εννοεί βέβαια για τους Ελληνοκυπρίους που πριν εμφανιζόντουσαν διεθνώς ως διαλλακτικοί, ενώ οι Τουρκοκύπριοι αδιάλλακτοι υπό τον Ραούφ Ντενκτάς (
Rauf Denktas). Διευκρινίζει δε, ότι το σύνθημα «ο Ντενκτάς στον νότο» το φώναξαν οι Τουρκοκύπριοι «το βράδυ της ανακοίνωσης των αποτε­λεσμάτων του δημοψηφίσματος, αντιστρέφοντας έτσι τον εθνοκεντρισμό που εξέφραζε και υπηρετούσε ο Ραούφ Ντενκτάς και οι συνεργάτες του».



ΛΕΜΕΣΟΣ
ΑΜΦΙΘΕΑΤΡΟ «ΠΕΥΚΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ», ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (ΤΕΠΑΚ), 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 Ιουλίου, 19:30

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι Αντρέας Παναγιώτου (κοινωνιολόγος, επιμελητής της «Κυπρολογικής Σειράς: Ρότσος»), Άδωνις Φλωρίδης (σκηνοθέτης), Νίκος Τριμικλινιώτης (κοινωνιολόγος), ενώ παρών θα είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου. Την συζήτηση θα συντονίσει η Μαρία Χατζημιχαήλ (ερευνήτρια).

ΠΑΦΟΣ
ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΩΝ ΚΙΜΩΝΟΣ, Κίμωνος 2
ΣΑΒΒΑΤΟ 6 Ιουλίου, 20:30

(Η βιβλιοπαρουσίαση γίνεται σε συνεργασία με το Κέντρο Τεχνών Κίμωνος)

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι Χρίστος Μάης (ιστορικός, εκδόσεις Ψηφίδες), η Σεβίνα Φλωρίδου (αρχιτέκτονας), ενώ παρών θα είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου.

ΛΕΥΚΩΣΙΑ
ΑΙΘΟΥΣΑ 109, ΚΤΙΡΙΟ ΧΩΔ01, ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ (Πανεπιστημιoύπoλη)
ΔΕΥΤΕΡΑ 8 Ιουλίου, 19:00

Το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι Όλγα Δημητρίου (αναπληρώτρια Καθηγήτρια Πανεπιστήμιο Durham), Niyazi Kizilyurek (ευρωβουλευτής, καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου), Τάκης Χατζηγεωργίου (πρώην ευρωβουλευτής), Τάκης Χατζηδημητρίου (επικεφαλής Δικοινοτικής Επιτροπής για τη Προστασία της Πολιτιστικής Κληρονομιάς), ενώ παρών θα είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου. Την συζήτηση θα συντονίσει η Σούλα Χατζήκυριακου (δημοσιογράφος).


Ο Γρηγόρης Ιωάννου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1979, είναι κοινωνιολόγος και εργάζεται ως ερευνητής στο Πανεπιστή­μιο της Γλασκώβης.
Σπούδασε διεθνή ιστορία και πολιτική κοινωνιολογία στο
London School of Eco­nomics, πήρε διδακτορικό από το Πανεπι­στήμιο του Γουόρικ (Warwick) και έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Frederick. Έχει δημοσιεύ­σει πληθώρα άρθρων για θέματα εργασια­κών σχέσεων, συνδικαλισμού, ταξικών και πολιτικών συγκρούσεων, κοινωνικών κινημάτων και για την οικονομική κρίση στη νότια Ευρώπη. Τα τελευταία 20 χρό­νια συμμετείχε σε πολλές δράσεις επανα­προσέγγισης Ελληνοκυπρίων και Τουρκο­κυπρίων και γενικότερα στο κίνημα ειρή­νης και επανένωσης της Κύπρου.

Στοιχεία Επικοινωνίας

+357 99675880
+30 6945073799


Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Εισαγωγή του βιβλίου μου "Ο Ντενκτάς στο νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ε/κ πλευρά"


Εισαγωγή: ιστορία, ανάγκη και επιλογές


Εάν, επιλέγουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των Τ/κ σε μια ξεχωριστή, ανεξάρτητη οντότητα, τότε θα πρέπει να περιοριστούν εις όσα αναλογούν στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της εν λόγω παρανόμου οντότητας. Και συνεπώς δεν έχουν λόγο να αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 Νίκος Αναστασιάδης, 2/1/2018

Το παρόν βιβλίο είναι βασισμένο σε δυο δεκαετίες στενής παρακολούθησης της εξέλιξης του Κυπριακού, αρθρογραφίας και πολιτικής στράτευσης και δράσης ενάντια στη διχοτόμηση. Φέτος κλείνω τα σαράντα χρόνια ζωής και έγραψα αυτό το κείμενο στο Καϊμακλί, ένα σημείο στη Λευκωσία, που στις 3 από τις 4 πλευρές του ορίζοντα, μερικά χιλιόμετρα μπροστά μου, βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή της χώρας μου με τη νεκρή της ζώνη. Μακάρι τα πράγματα να ήταν αλλιώς και σήμερα να ήμουν σε θέση να έγραφα ένα βιβλίο με τίτλο «Η ανατροπή της διχοτόμησης», ένα αίσθημα που είχα και την περίοδο 2003-2004 όντας μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και έγραφα τη διατριβή μου πάνω στις τότε τρέχουσες εξελίξεις με το Σχέδιο Ανάν και το δημοψήφισμα. Τότε είχα ξεκινήσει με προκαταρκτικό τίτλο «Η ειρηνευτική διαδικασία στην Κύπρο», αλλά από την άνοιξη του 2004 ο τίτλος έγινε «Ερμηνεύοντας το ελληνοκυπριακό Όχι».

Απέφυγα να συνεχίσω συστηματικά σε ακαδημαϊκό επίπεδο την ενασχόλησή μου με το Κυπριακό και επέλεξα γενικά άλλα θέματα για την επιστημονική μου εργασία τα τελευταία 15 χρόνια. Αλλά η πολιτική δράση στο κίνημα της επανένωσης και η δημόσια αρθρογραφία μου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένες πάνω στη διερεύνηση και την προσπάθεια ανατροπής της διχοτόμησης – κάτι που θα συνεχίσει και μετά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Καθότι το 2017 υπήρξε μια καθοριστική στιγμή στο Κυπριακό, ανάλογη με το 2004 και επειδή θεωρώ ότι τα διάφορα κομμάτια ανάλυσης που έγραψα σε διάφορες φάσεις αυτά τα 15 χρόνια έχουν σκιαγραφήσει ένα επαρκές πλαίσιο ανάλυσης, πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να πάρουν μια πιο συνεκτική μορφή και να αρθρώσουν συνολικά ένα περιεχτικό επιχείρημα. Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε ένα διευρυμένο ακροατήριο και προσπαθεί να αποφύγει διάφορες ακαδημαϊκές συμβάσεις για να κρατήσει το κείμενο όσο το δυνατόν πιο βατό για τον μέσο αναγνώστη χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις στις κοινωνικές επιστήμες ή σε βάθος γνώση του Κυπριακού.[1]

Ο στόχος του βιβλίου είναι να καταγράψει τις βασικές δυναμικές που διαμόρφωσαν το Κυπριακό μετά το 1974, ιδιαίτερα μετά το 1993, άλλη μια κομβική στιγμή στην πορεία προς τη διχοτόμηση. Δεν υιοθετεί μια ιστορική λογική, παρότι προσεγγίζει ιστορικά και αφηγείται περίπου χρονολογικά τις εξελίξεις. Η οπτική και η λογική του κειμένου εντάσσονται στο πεδίο της πολιτικής κοινωνιολογίας και προσεγγίζουν το Κυπριακό υπό το πρίσμα των σχέσεων εξουσίας στην κοινωνία, εστιάζοντας στη διάδραση μεταξύ πολιτικής ελίτ και κοινωνίας, πολιτικού συστήματος και κοινωνίας των πολιτών. Το βιβλίο εστιάζει στο ιδεολογικό πεδίο και αναλύει τις πολιτικές δυναμικές, ιδιαίτερα τις πρόσφατες, σε σχέση με την κοινωνία και την αποτύπωσή τους στη δημόσια σφαίρα. Επικενώνεται στην ελληνοκυπριακή (ε/κ) κοινότητα χωρίς όμως να παραβλέπει τις παράλληλες διεθνείς εξελίξεις αλλά ούτε και τις δυναμικές στην τουρκοκυπριακή (τ/κ) κοινότητα στον βαθμό που αυτές επηρέασαν ή ακόμη και συνέβαλαν στην πορεία προς τη διχοτόμηση.

Το ανά χείρας βιβλίο δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει μια συνολική και εκτεταμένη ανάλυση όλων των παραγόντων που διαμόρφωσαν το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι στην ε/κ κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με το Κυπριακό. Ούτε μπορεί να παραθέσει λεπτομερώς όλες τις παραμέτρους της εξέλιξης σύνθετων ζητημάτων όπως ο εθνικισμός, οι ειρηνευτικές συνομιλίες, οι διακοινοτικές σχέσεις και το διεθνές περιβάλλον. Έχει πολύ πιο περιορισμένη αναλυτική ατζέντα και πολύ πιο συγκεκριμένα ερωτήματα να θέσει. Έχει όμως τον φιλόδοξο στόχο να αρθρώσει μια γενική θεώρηση για το πώς κανονικοποιήθηκε η διχοτόμηση τα τελευταία 25, και ειδικότερα τα τελευταία 15, χρόνια. Ή για να τεθεί αντίστροφα, για το πώς η διχοτόμηση, σε μια περίοδο που ευάλωτη από γεωπολιτική, πολιτική και οικονομική άποψη, τόσο ως ισορροπία όσο και ως πλαίσιο, δεν αμφισβητήθηκε και δεν διαβρώθηκε επαρκώς. Το ανά χείρας βιβλίο έχει ως στόχο να θέσει με ειλικρίνεια το ερώτημα και να συζητήσει δημόσια και ανοιχτά ένα συγκαλυμμένο αλλά κοινό μυστικό. Η ανάλυση της κανονικοποίησης της διχοτόμησης στην ε/κ πλευρά ενέχει και ένα πολιτικό βάρος, αυτό της αντιστροφής μιας γερά θεμελιωμένης ιδεολογικής οικοδομής – για αυτόν όμως τον λόγο φέρει και μια αίσθηση απελευθέρωσης στον βαθμό που το πετυχαίνει.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 7 κεφάλαια που πραγματεύονται διάφορες θεματικές εστιάζοντας σε περιόδους, κομβικά σημεία και πεδία που διαμόρφωσαν τους όρους κανονικοποίησης της διχοτόμησης. Το 1ο κεφάλαιο θέτει το ιστορικό πλαίσιο και εξετάζει τη δημιουργία της διχοτόμησης, εισάγοντας επίσης και εννοιολογικά ζητήματα σε σχέση με το πολιτικό σύστημα, το πολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων και τις δυναμικές των ταυτίσεων και των ιδεολογιών σε επίπεδο κοινωνίας. Ουσιαστικά αφηγείται τις βασικές εξελίξεις της εικοσιπενταετίας 1950-1975 που οδήγησαν στον διαχωρισμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το 2ο κεφάλαιο συζητά κοινωνιολογικά τον διαχωρισμό, όπως αυτός επιβλήθηκε σχεδόν απόλυτα την περίοδο 1975-2003, και τις συνέπειές του σε επίπεδο συλλογικής συνείδησης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Έχοντας σκιαγραφήσει τα βασικά ζητήματα που συγκρότησαν ιστορικά το Κυπριακό, τα επόμενα κεφάλαια που καταπιάνονται με τις πιο πρόσφατες εξελίξεις εμβαθύνουν την ανάλυση και συζητούν τις παραμέτρους της μη επίλυσής του.

Το 3ο κεφάλαιο εστιάζει στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων και στη μεγάλη κοινωνική προοπτική που δημιούργησε το 2003, αλλά και στο πώς αυτή δεν κατάφερε να πάρει άμεση πολιτική μορφή με αποτέλεσμα να φθαρεί και να οδηγήσει ξανά στο περιθώριο εκείνες τις λογικές και τις δυνάμεις που άρθρωναν με επιμονή μια αντι-διχοτομική πολιτική στάση. Συζητά παράλληλα τη σημασία της ύπαρξης των ανοιχτών οδοφραγμάτων από το 2003 μέχρι σήμερα και την επίδρασή τους στις δια-κοινοτικές σχέσεις. Το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν είναι το κεντρικό θέμα του 4ου κεφαλαίου λειτουργώντας ως πυλώνας πάνω στον οποίο στήνεται το βασικό επιχείρημα του βιβλίου: ότι η εδραίωση της διχοτόμησης δεν υπήρξε ούτε αυτόματη και εκ των πραγμάτων διαδικασία, ούτε συνέβη πίσω από την πλάτη της ε/κ κοινότητας. Δεν ήταν το ηχηρό Όχι στον Ανάν που εδραίωσε τη διχοτόμηση. Πιο σημαντική ήταν η απώθηση από πολλούς των συνεπειών του ηχηρού Όχι και άρα η αδυναμία τους να επεξεργαστούν εναλλακτικές πρακτικές και άλλα σενάρια τα επόμενα χρόνια. Όμως η απομυθοποίηση που επήλθε με τη διαδικασία του δημοψηφίσματος σήμανε το τέλος της ομίχλης και μαζί και το τέλος της αθωότητας για όλους.


Το 5ο κεφάλαιο  συζητά την ύστατη μάχη που δόθηκε μεταξύ ομοσπονδίας και διχοτόμησης τη δεκαετία 2007-2017 σε πολιτικό επίπεδο και το πώς, παρά τη φαινομενική νίκη των δυνάμεων της ομοσπονδίας, ήταν τελικά οι δυνάμεις της διχοτόμησης που κατάφεραν πραγματικά να επικρατήσουν και να ορίσουν το παιχνίδι. Ανασκοπεί τις εσωτερικές δυναμικές στις δύο κοινότητες, τις διεθνείς μεταβολές και τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις μέχρι την κατάρρευση του τελευταίου γύρου συνομιλιών το 2017, κάνοντας διάκριση μεταξύ της τυπικής και της ουσιαστικής στάσης των διαφόρων πρωταγωνιστών, της μορφής και του περιεχομένου των δράσεων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Στη συνέχεια, το 6ο κεφάλαιο εστιάζει στον ρόλο που διαδραμάτισαν ή μη η παιδεία και τα ΜΜΕ τόσο διαχρονικά όσο και σε κομβικές στιγμές της εξέλιξης του Κυπριακού ανοίγοντας έτσι τη συζήτηση για τις δομές και τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας της εκτάκτου ανάγκης και την επίδρασή τους πάνω στη συλλογική μνήμη, τις κοινωνικές αντιλήψεις και την κοινή γνώμη. Η κεντρική θεωρητική έννοια εδώ είναι το ιδιότυπο βαθύ κράτος που διαμορφώθηκε ιστορικά και αναπαράγεται συντηρώντας συγκεκριμένα κυρίαρχα ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια που επιδρούν σε παρόντα πολιτικό χρόνο.

Τέλος το 7ο κεφάλαιο ανοίγει την αναλυτική οπτική και συζητά πιο θεωρητικά τα προλεχθέντα και πιο συγκεκριμένα τις πολιτικές ισορροπίες και τα πολιτικά διακυβεύματα όπως διαμορφώθηκαν από τις πρόσφατες εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις. Πραγματεύεται τις ταξικές και πολιτικές ισορροπίες μέσα στην ε/κ κοινωνία, περιγράφει συνοπτικά τις αριστερές προσεγγίσεις και συζητά τις διάφορες γραμμές, θέσεις και σχεδιασμούς της ε/κ αστικής τάξης και τον συσχετισμό τους με τα λαϊκά και εργατικά στρώματα. Ο στόχος εδώ είναι η επεξήγηση των μετατοπίσεων, της νομιμοποίησης των πολιτικών και της αδυναμίας συγκρότησης ενός εναλλακτικού ιστορικού μπλοκ που θα μπορούσε να ανατρέψει τα διχοτομικά δεδομένα.

Στον επίλογο γίνεται μια απόπειρα να τεθεί με ιστορικούς όρους η προβληματική του βιβλίου και να γίνει μια ψύχραιμη αποτίμηση της επίδρασης που είχαν οι δρώντες διαχρονικά στην παραγωγή και αναπαραγωγή των δομών της διχοτόμησης. Αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, υποχρέωση προς την επόμενη γενιά που έχει καταδικαστεί να ζήσει σε ένα επισφαλές περιβάλλον, σε ένα πιθανότατα επιδεινούμενο διχοτομικό στάτους κβο, όπου η διατήρηση της ειρήνης θα συνεχίσει να εξαρτάται απόλυτα και αποκλειστικά από τις διεθνείς ισορροπίες. Αξίζει να λεχθεί ότι η κατάσταση πραγμάτων, όπως διαμορφώθηκε το 1974, το εδραιωμένο διχοτομικό στάτους κβο δηλαδή, βασισμένο εσωτερικά στον εθνικισμό και τον φόβο, δεν παρέχει καμιά ασφάλεια σε συνθήκες μεταβολής αυτών των διεθνών ισορροπιών: ότι η μη λύση παγιώνει την υπαγωγή της Κύπρου στο πλέγμα των ιμπεριαλιστικών σχέσεων. ότι χωρίς την επανένωση της Κύπρου και την ανάπτυξη της συνείδησης και της πραγματικότητας των κοινών συμφερόντων Ε/κ-Τ/κ κινδυνεύουμε να ξαναγίνουμε το σημείο εξαγωγής της έντασης των ελληνο-τουρκικών μεγαλο-ιδεατισμών και του ανταγωνισμού τους.

Όσον αφορά την επιλογή του τίτλου αυτού του βιβλίου: Η ιδέα ότι το όραμα Ντενκτάς βρήκε μισό αιώνα μετά πολλούς υπέρμαχους στην ε/κ κοινότητα δεν είναι ούτε καινοφανής. Το ίδιο ισχύει και για τη διαπίστωση της κανονικοποίησης της διχοτόμησης. Αυτά έχουν λεχθεί πολλές φορές σε συγκεντρώσεις, έχουν γραφτεί σε άρθρα και έχουν εκτεθεί στη δημόσια σφαίρα. Αυτό όμως που δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής είναι η σε βάθος ανάλυση και η συγκεκριμένη λογική και εμπειρική τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού. Αυτός είναι ο διανοητικός στόχος του παρόντος βιβλίου. Το σύνθημα «ο Ντενκτάς στον νότο» το φώναξαν τα πλήθη των τ/κ του Ναι το βράδυ της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, αντιστρέφοντας έτσι τον εθνο-κεντρισμό που εξέφραζε και υπηρετούσε ο Ραούφ Ντενκτάς και οι συνεργάτες του. Να πάει στη νότια Κύπρο λοιπόν, εκεί που το διχοτομικό στάτους κβο έχει πιο πολλούς οπαδούς. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ε/κ κοινότητα υπήρξε το κυρίαρχο πεδίο μέσα στο οποίο παίχτηκε και κρίθηκε το πολιτικό ζήτημα – αν το διχοτομικό στάτους κβο που διαμορφώθηκε το 1974 θα υπονομευόταν και θα ανατρεπόταν ή θα εδραιωνόταν.

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή θα επαναλάβω ότι η ιστορία δεν έχει τέλος και τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Το μέλλον της χώρας θα εξαρτηθεί τελικά από τους ανθρώπους της και τη δράση ή την αδράνειά τους –οι άνθρωποι φτιάχνουν τη δική τους ιστορία– σύμφωνα και με την περίφημη ρήση του Μαρξ. Σε συνθήκες όμως «δοσμένες από το παρελθόν». Αυτές τις συνθήκες από το παρελθόν είναι που καταγράφει αυτό το βιβλίο, με ρεαλισμό και μακριά από ευσεβοποθισμούς που μπορεί να θολώσουν την ανάλυση. Με άσβεστη όμως και την επιθυμία της ανατροπής της εδραίωσης της διχοτόμησης που αναδεικνύει το βιβλίο. Διότι πιστεύω ότι η «όποια διχοτόμηση», προς την οποία εργάζεται η κυρίαρχη μερίδα της ε/κ ηγεσίας και που γίνεται αποδεχτή ή/και επιθυμητή από ισχυρή μερίδα των ε/κ, δεν θα είναι ούτε βελούδινη, ούτε συμφέρουσα ούτε θα λύσει το πρόβλημα, που θα συνεχίσει να μας στοιχειώνει, έστω και αν τα επόμενα χρόνια επιβληθεί κάποια ρύθμιση στις εξωτερικές του πτυχές.




[1] Για να βοηθηθεί επιπλέον ο αναγνώστης, στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται ένα Επεξηγηματικό Γλωσσάρι στο οποίο μπορεί να ανατρέχει για κάποια βασικά ονόματα και όρους.

Κυριακή 31 Μαρτίου 2019

Οι απαρχές της διχοτόμησης

Απόσπασμα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου μου "Ο Ντενκτάς στο νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά" όπως δημοσιεύτηκε στο "Φάντασμα της Ιστορίας" της Εφημερίδας των Συντακτών, 30 Μαρτίου 2019.







Για τυπικούς λόγους να αναφέρω ότι στα πλαίσια της επιμέλειας και για να διευκολυνθεί η ανάγνωση αυτού του αποσπάσματος έχουν αφαιρεθεί διάφορες υποσημειώσεις και αναφορές από το κείμενο. Ο επιμελητής άφησε μόνο 3 υποσημειώσεις που είναι σημαντικές για την κατανόηση του κειμένου, ιδιαίτερα από μη εξοικειωμένο αναγνωστικό κοινό.

https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/189153_oi-aparhes-tis-dihotomisis?fbclid=IwAR1siP9vx_2O0gx88V6qbg7fD-c1kWfD-A6zq8WRQe7iAmqSCCspkkK_UWI



Η διχοτόμηση της Κύπρου συντελέστηκε πολιτικά και επί του εδάφους την περίοδο 1950-1975, στα πλαίσια της σύγκρουσης για την εξουσία και τον έλεγχο του νησιού στη μεταβατική περίοδο της απο-αποικιοποίησης.
Ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός που εισήχθηκαν στην Κύπρο και ο ανταγωνισμός Ελλάδας-Τουρκίας όρισαν τη διαδικασία της κυπριακής ανεξαρτησίας και του τρόπου τερματισμού του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος.
«Εάν ήτο δυνατόν αυτή η απειλή να γίνη πραγματικότης, θα αφεώρα τον διαμελισμόν με όρους υπέρ της Τουρκίας αλλά και υπέρ της Ελλάδος»
Σπύρος Μαρκεζίνης, αγόρευση στη Βουλή (25/2/1959)
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες ισχύος δεν αντιστοιχούσαν στις τοπικές δυναμικές που αναπτύσσονταν και στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς εξουσίας και για να επιβληθούν χρησιμοποιήθηκε βία.
Οι εθνικισμοί, πέρα από ιδεολογίες εξουσίας, υπήρξαν και εργαλεία τρομοκρατίας που επέβαλαν στους Κύπριους, ενδοκοινοτικά και διακοινοτικά, τους όρους της διχοτόμησης που ολοκληρώθηκε με τις επεμβάσεις του ελληνικού και τουρκικού κράτους.

Η ανάπτυξη των εθνικισμών

Οι Βρετανοί αποικιοκράτες διατήρησαν την οθωμανική διοικητική διάκριση των Κυπρίων υπηκόων τους στη βάση της θρησκείας τους (Μουσουλμάνοι και μη Μουσουλμάνοι), την ίδια στιγμή που προχώρησαν σε μια σειρά εκμοντερνιστικών μεταρρυθμίσεων. Μέσα από το Νομοθετικό Συμβούλιο η εθνοτική καταγωγή πολιτικοποιήθηκε ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν οι κορπορατιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης που χαρακτήριζαν την προ-νεωτερική τάξη πραγμάτων, ολοκληρώνοντας μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Ετσι ήδη από τη δεκαετία του 1920, μέσα και από την ανάπτυξη της κοινοτικής παιδείας αλλά και των πελατειακών σχέσεων, οι Κύπριοι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν να υιοθετούν τις ταυτότητες του Ελληνα και του Τούρκου αντίστοιχα και να προσβλέπουν προς τα γειτονικά εθνο-κράτη τους.
Η αναδυόμενη κυπριακή αστική τάξη υπήρξε σε σημαντικό βαθμό χριστιανική, καθότι οι Χριστιανοί κυριαρχούσαν στο εμπόριο στον καταμερισμό εργασίας της οθωμανικής περιόδου. Υπήρχαν βέβαια και Μουσουλμάνοι επιχειρηματίες, που είχαν συνήθως και περισσότερες προσβάσεις στη δημόσια διοίκηση. Ο ελληνικός αλυτρωτικός εθνικισμός που εισαγόταν από το ελληνικό κράτος και τις ελληνικές παροικίες της περιοχής είχε καταφέρει μέσα από την παιδεία να ριζώσει στα μεσαία και ανώτερα στρώματα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Αυτό έγινε με την ανοχή και την έμμεση στήριξη των Βρετανών, που θεωρούσαν ότι έτσι μπορούσαν να εξισορροπήσουν την οθωμανική κυριαρχία του νησιού που ακόμα διατηρούνταν. Ομως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη αυτή των Βρετανών έπαψε να υφίσταται, ενώ ο ελληνικός εθνικισμός εξαπλώθηκε στις αγροτικές μάζες και μετατράπηκε πλέον σε εργαλείο της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης και της εκκλησίας. Παράλληλα οι παραδοσιακοί Μουσουλμάνοι προύχοντες που έμειναν προσκολλημένοι στην Οθωμανική τάξη πραγμάτων έχαναν έδαφος μπροστά στην ανάπτυξη της ιδεολογίας του Κεμαλικού Τουρκισμού που κυριάρχησε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Η διαδικασία της ανάπτυξης των εθνικισμών των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ολοκληρώθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα ήδη με την εξέγερση των Οκτωβριανών το 1931 ο ελληνικός εθνικισμός εδραιώθηκε και το σύνθημα της «Ενώσεως» άρχισε να αποκτά το στάτους της ορθοδοξίας και να βιώνεται ως μεταφυσική υπόσχεση για τους Ελληνοκυπρίους και ως υπαρξιακή απειλή για τους Τουρκοκυπρίους, όπως διαφάνηκε μέσα από τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1940.
Παρότι δεν υπήρξαν μεγάλα επεισόδια βίας και διασάλευση των γενικά ομαλών σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι διαδικασίες της αστικοποίησης, της μαζικής παιδείας και της πολιτικοποίησης των Κυπρίων υπηκόων της βρετανικής αυτοκρατορίας αύξησαν τη ροπή προς την αποστασιοποίηση και τον διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων. Αυτό εκφράστηκε και σε επίπεδο πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων αλλά ακόμα και εν μέρει σε επίπεδο οικονομικών σχέσεων, χωροταξικής διάρθρωσης και διαπροσωπικών σχέσεων.
Η άνοδος του εθνικισμού συνέβαλε στον προοδευτικό διαχωρισμό των κοινοτήτων, οδηγώντας σε μείωση του αριθμού των μεικτών χωριών/πληθυσμιακών κέντρων από 346 το 1891 σε 252 το 1931. Αυτό επιταχύνθηκε το επόμενο διάστημα και κορυφώθηκε την περίοδο της βίας (1955-1959), αφήνοντας μόνο 114 μεικτά πληθυσμιακά κέντρα το 1960.
Ηδη από τη δεκαετία του 1940 οι διαχωρισμένες οργανώσεις (συνεργατικές, αγροτικές, πολιτιστικές, πολιτικές, κοινωνικές) γίνονται ο κανόνας, ενώ ακόμα και το εργατικό κίνημα διασπάται πέραν από τον ενδοκοινοτικό άξονα δεξιάς-αριστεράς και σε διακοινοτική βάση με την ίδρυση των τουρκικών συντεχνιών. Το ότι πολλοί Τουρκοκύπριοι παραμένουν ενταγμένοι στην Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία (ΠΕΟ) μέχρι και το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 επ’ ουδενί δεν σημαίνει ότι αποδέχονταν την θέση της «Ενώσεως», την οποία το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ) σε αντίθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου είχε υιοθετήσει με την ίδρυσή του το 1941 ως μακροπρόθεσμο αντι-ιμπεριαλιστικό στόχο1. Οταν μάλιστα το ΑΚΕΛ αποδέχτηκε την «Ενωσιν» και ως άμεσο στόχο το 1949-1950, με τη συμμετοχή του στη συλλογή υπογραφών της Εκκλησίας, η δυνατότητα της ΠΕΟ να λειτουργήσει ως κοινή οργάνωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων υπονομεύτηκε περαιτέρω.



Η δεκαετία του 1950 υπήρξε κομβική για την εξέλιξη των διακοινοτικών σχέσεων στην Κύπρο. Η ανάπτυξη των διακριτών «εθνικών συνειδήσεων», η πολιτικοποίηση δηλαδή της εθνοτικής καταγωγής και της πολιτισμικής ταυτότητας που συνέβαινε σχετικά αργά και σταδιακά στον ιστορικό χρόνο, επιταχύνθηκε καθώς ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αποχώρηση των Βρετανών ήταν ένα ορατό ενδεχόμενο.
Ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός που ακολούθησαν είχαν ήδη καταφέρει να ορίσουν το πεδίο της αποαποικιοποίησης και να καταστούν τα οχήματα με τα οποία οι ηγεσίες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων θα πολιτεύονταν έναντι των Βρετανών και θα κινητοποιούσαν τις μάζες των κοινοτήτων τους.
Η «Ενωσις», όπως και το «Ταξίμ» (δηλαδή, η διχοτόμηση της Κύπρου και ο διαμοιρασμός της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας) που κωδικοποιήθηκε ως η απάντηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, συγκρότησαν το πολιτικό πλαίσιο στην κάθε κοινότητα και τελικά έπνιξαν κάθε διαφορετική και κριτική φωνή πριν προλάβει να αναπτυχθεί.
Τα λαϊκά στρώματα και η εργατική τάξη που είχαν βγει στο πολιτικό προσκήνιο τη δεκαετία του 1940, με βασικό εκπρόσωπό τους το νεοϊδρυθέν ΑΚΕΛ, ουσιαστικά χάνουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις εξελίξεις, καθώς τη δεκαετία του 1950 συντελείται ενός είδους αντεπανάσταση σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Συνδικαλιστικά τα κεκτημένα της δεκαετίας του 1940 διατηρούνται και τόσο η ΠΕΟ όσο και το ΑΚΕΛ διατηρούν την οργανωτική τους δύναμη, η οποία μάλιστα ενισχύεται μέσα από μια διαδικασία συγκεντροποίησης και δημιουργίας επαγγελματικού μηχανισμού.



Η δε Συνομοσπονδία Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ) στο εργασιακό πεδίο τουλάχιστον κινείται προς την κατεύθυνση της ΠΕΟ. Αλλά η εκκλησία και τα δίκτυά της ισχυροποιούνται, ο αντικομμουνισμός και λόγω των παγκόσμιων εξελίξεων και του αποτελέσματος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου επιστρέφει με ορμή και η κυπριακή αριστερά ωθείται σε μια αμυντική θέση, από την οποία υποχρεώνεται να αποδεικνύει αδιάκοπα την προσήλωσή της στο έθνος για να διεκδικεί το δικαίωμα να μιλά.

Πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις

Η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και η ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı, Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), ως οι ένοπλες εκφράσεις της «Ενωσις» και του «Ταξίμ», δημιουργήθηκαν για να ασκήσουν πρωτίστως πίεση στους Βρετανούς και δευτερευόντως στην άλλη κοινότητα. Η ΕΟΚΑ σε αντίθεση με την ΤΜΤ έδρασε και στρατιωτικά εναντίον των Βρετανών. Αλλά εκ των πραγμάτων το μόνο πεδίο όπου είχαν επιτυχία τόσο η μια όσο και η άλλη ήταν το ενδοκοινοτικό.
Το 1958 με τις πολλαπλές πολιτικές δολοφονίες Ελληνοκυπρίων από την ΕΟΚΑ και Τουρκοκυπρίων από την ΤΜΤ, κυρίως αριστερών, και την απαρχή της διακοινοτικής βίας, υπήρξε αποκαλυπτικό και συνάμα τραγικό. Η ΕΟΚΑ και η ΤΜΤ απέτυχαν στους διακηρυγμένους στόχους τους, όμως ταυτόχρονα κέρδισαν το παιχνίδι της εξουσίας της μετάβασης στην Ανεξαρτησία.
Αφού κατάφεραν να καταστείλουν την όποια εναλλακτική πολιτική άποψη εντός των κοινοτήτων τους, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της καχυποψίας ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, στη δημιουργία του κλίματος φόβου, στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας πολιτικού αυταρχισμού, συντηρητισμού και ανορθολογισμού. Οι Βρετανοί, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την πολιτική ανυπακοή των Ελληνοκυπρίων και να αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ με την πρόσληψη Τουρκοκυπρίων επικουρικών αστυνομικών ήδη από το 1956, επιδείνωσαν περαιτέρω τις ήδη τεταμένες διακοινοτικές σχέσεις.
Το 1955 υπήρξε σημείο καμπής στις διακοινοτικές σχέσεις. Η έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ πυροδότησε ένα τεταμένο κλίμα και οδήγησε στις πρώτες μικρές μετακινήσεις πληθυσμών προληπτικά για λόγους ασφάλειας, ενισχύοντας έτσι την καχυποψία. Ανάλογα η ελληνοκυπριακή ηγεσία των ποδοσφαιρικών γηπέδων και της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, επικαλούμενη τις έκτακτες συνθήκες και «για να αποφευχθούν ταραχές», απέβαλε τις τουρκοκυπριακές ομάδες προσωρινά από το πρωτάθλημα και κάθε δραστηριότητα της Ομοσπονδίας2.
Στις συνθήκες έντασης όμως και καθώς η πολιτική σύγκρουση κλιμακώνεται η περαιτέρω αποξένωση των κοινοτήτων σε κοινωνικό επίπεδο με τη σειρά της επανατροφοδοτεί την πολιτική σύγκρουση. Η ένταση στις διακοινοτικές σχέσεις αυξάνεται και σημειώνονται κάποια επεισόδια βίας κατά ανθρώπων και περιουσιών και το 1956 και το 1957.



Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα η ίδρυση και λειτουργία της ΤΜΤ συστηματοποιεί και την αποστασιοποίηση των κοινοτήτων μέσα από την απαγόρευση των σχέσεων και των συναλλαγών με Ελληνοκυπρίους και εν τέλει και τη βία, ενδοκοινοτική και διακοινοτική. Ωστόσο οι πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις κατά τις οποίες πραγματοποιούνται περιστατικά γενικευμένης και τυφλής εθνοτικής βίας ουσιαστικά ξεκινούν το 1958, σε μια χρονική στιγμή που γίνεται πλήρως αντιληπτό ότι θα αποχωρήσουν οι Βρετανοί και το διακύβευμα είναι πλέον η διάδοχη κατάσταση.
Η διακοινοτική βία εξαπλώνεται σε διάφορες περιοχές με ποικίλες αφορμές, ενώ πλέον τίθενται και οι βάσεις για πράξεις αντεκδίκησης που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Το πιο συνταρακτικό γεγονός διακοινοτικής βίας είναι η δολοφονία των 8 Κοντεμενιωτών στον κάμπο του Κιόνελι, που μυεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα συνολικά στη διαλεκτική της βίας για τη διχοτόμηση και κυρίως την ανοχή της3.
Στις πόλεις διαχωρίζονται οι αγορές και τα σύνορα του «ελληνικού» και του «τουρκικού» τομέα σκληραίνουν, προκαλώντας μετακινήσεις ανθρώπων και μαγαζιών από γκρίζες και οριακές ζώνες. Μέσα στο κλίμα φόβου, καχυποψίας και απειλής πραγματοποιείται ντε φάκτο ο διαχωρισμός σε επίπεδο δήμων, η μορφή και η νομιμοποίηση του οποίου παραμένει ως εκκρεμότητα με την Ανεξαρτησία που ακολουθεί.



Συνολικά το «σκοτεινό 1958» σηματοδοτεί την πρώτη στιγμή της διχοτόμησης –από τη μια με την ιδρυτική βία που μετουσιώνει την πολιτική θέση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για αυτόνομη κυριαρχία σε κρατική πρακτική, και από την άλλη με το ξεκαθάρισμα από την ΕΟΚΑ ότι αυτή, ως εργαλείο του Μακαρίου, ήταν ο μηχανισμός εξουσίας στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Το πιο σημαντικό είναι πως η διακοινοτική βία του 1958 θέτει τις βάσεις για την πιο εκτεταμένη βία της περιόδου 1963-1967 καθώς διαμορφώνει το πλαίσιο, νομιμοποιεί τις πιο εθνικιστικές φωνές μέσα στις δύο κοινότητες και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την στρατολόγηση και κινητοποίηση δυνάμεων κρούσης, σε ανοιχτή γραμμή με τις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων αντίστοιχα.
Ηδη από τη δεκαετία του 1940 είχε διαφανεί ότι η κυπριακή αριστερά δεν μπορούσε να λειτουργήσει διεθνιστικά με ένα συνολικό τρόπο, να οραματιστεί πέραν του έθνους και πλήρως αποδεσμευμένα από τα εθνικιστικά αφηγήματα των δυο κοινοτήτων. Ετσι, η απουσία οργανωμένης αριστεράς στην τουρκοκυπριακή κοινότητα κατέστησε όσους Τουρκοκύπριους αριστερούς επέλεξαν να απέχουν από την ΤΜΤ και να παραβιάζουν τις εντολές της για πλήρη διακοπή των σχέσεών τους με την ελληνοκυπριακή κοινότητα ακόμα πιο ευάλωτους και παγιδευμένους.



Το ΑΚΕΛ κοντά στο οποίο βρισκόταν αυτή η μικρή ομάδα αριστερών Τουρκοκυπρίων δεν μπορούσε ούτε να τους καλύψει πολιτικά ούτε να τους προστατέψει φυσικά. Κάποιοι δολοφονήθηκαν, κάποιοι εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και άλλοι να απέχουν από την πολιτική δράση. Οντας πραγματικά υπέρμαχοι της κυπριακής ανεξαρτησίας, εξίσου αντίθετοι με την «Ενωσις» και το «Ταξίμ», ήταν πράγματι τραγική η μοίρα τους να αποδεκατιστούν τη στιγμή της μετάβασης στην Ανεξαρτησία.
Η δολοφονία των δύο Τουρκοκυπρίων δημοσιογράφων Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Γκιουρκάν το 1962 και του ίδιου του Ντερβίς Αλί Καβάζογλου το 1965 υπήρξε η ολοκλήρωση αυτής της τραγωδίας.

Ανεξαρτησία και παρακράτος

Η μετάβαση στην Ανεξαρτησία που ακολούθησε αμέσως μετά τη βία του 1958 δεν έφερε βασική διαφοροποίηση σε επίπεδο πολιτικών ιδεολογιών. Τόσο ο τρόπος που αποφασίστηκε η δημιουργία όσο και η στελέχωση του νέου κράτους έγινε νοητή περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με την αποικιακή περίοδο.
Η συμφωνία της Ζυρίχης στις αρχές του 1959 έγινε δεκτή με ανακούφιση από τους Κυπρίους καθότι ερμηνεύτηκε ως ο τερματισμός της βίας, αλλά σε επίπεδο διακοινοτικών σχέσεων η καχυποψία που είχε δημιουργηθεί δεν είχε κατευναστεί. Αντίθετα, οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων συνέχισαν απτόητες την πορεία μέσα από την οποία είχαν εδραιωθεί –την υπόθαλψη του εθνικισμού, την επιμονή στους στόχους της «Ενωσις» και του «Ταξίμ» που τώρα έπρεπε να προωθηθούν σε άλλες συνθήκες, και τη διεκδίκηση αυτόνομης κοινοτικής κρατικής εξουσίας μέσα από παρακρατικούς μηχανισμούς.
Βέβαια, με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τα ιδεολογήματα περί ένωσης και διπλής ένωσης, ανεδαφικά ούτως ή άλλως λόγω των γεωπολιτικών συσχετισμών, κατέρρευσαν πολιτικά ενώ η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ τα κατέστησε εξαρχής και έκνομα. Αυτό το ήξεραν καλά οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων και άρχισαν να το λαμβάνουν υπόψη στις κινήσεις τους το επόμενο διάστημα. Την ίδια στιγμή όμως η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» έφεραν τεράστιο συμβολικό βάρος, συναισθηματική φόρτιση και ιδεολογική ισχύ μέσα στον πληθυσμό.
Επιπλέον, ως συνθήματα, είχαν ήδη ποτιστεί με αίμα και είχαν νομιμοποιήσει τη χρήση βίας. Αποτελούσαν λοιπόν όχι μόνο ένα χρήσιμο ρητορικό εργαλείο για τους ηγέτες και ηγετίσκους των δύο κοινοτήτων, που τώρα έλεγχαν εξ αδιαιρέτου και έναν κρατικό μηχανισμό, αλλά και μια εύκολη πλαισίωση της διαμάχης για τον διαμοιρασμό της εξουσίας.
Η «Ενωσις» ως προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα υπήρξε ιδεολογία εξουσίας από τη στιγμή της άρθρωσής της ως πολιτική θέση στις αρχές του 20ού αιώνα. Ηταν το σύνθημα των τοκογλύφων, όπως το κωδικοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου από τη δεκαετία του 1920, η απάντηση της εκκλησίας και της αστικής τάξης στην υπονόμευση των προνομίων της τόσο από τα πάνω, με τις κινήσεις των Βρετανών, όσο και από τα κάτω, με την ανάπτυξη της Αριστεράς και τις διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών.
Αντίστοιχα και το «Ταξίμ», ως προσάρτηση ενός μέρους της Κύπρου στην Τουρκία, υπήρξε από την αρχή ιδεολογία εξουσίας, αμυντική απέναντι στη θέση της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας αλλά και εργαλειακή σε σχέση με τις πολιτικές δυναμικές εντός της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Τόσο η «Ενωσις» αρχικά όσο και το «Ταξίμ» αργότερα συσχετίζονταν με κύκλους του ελληνικού και του τουρκικού κράτους, μια συσχέτιση που στις συνθήκες του τέλους της δεκαετίας του 1950 έγινε καθοριστική.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ακόμα και στην κορύφωσή τους, όταν κυριάρχησαν και μέσα στις μάζες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, τα ιδεολογήματα της «Ενωσις» και του «Ταξίμ» είχαν έντονο ταξικό στίγμα. Πίσω από τη φαινομενική τους καθολικότητα και διαταξικότητα, ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός των Κυπρίων είχαν έντονα ένα αστικό ταξικό στίγμα.
Ο συμβιβασμός της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η επικύρωσή του στο Λονδίνο από τους Βρετανούς, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Φαζίλ Κουτσιούκ εκ μέρους των κοινοτήτων τους, διάνοιξε πραγματικά μια νέα εποχή. Αλλά τότε, τη στιγμή ακριβώς που η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» αποδείχτηκαν να έχουν εξαντλήσει την ισχύ τους και να έχουν ηττηθεί εκ των πραγμάτων ως πλαίσια πολιτικής πορείας, τότε ήταν που πήραν την καθαρή τους μορφή ως ιδεολογικά εργαλεία στη διαμάχη των ελίτ για την εξουσία.
Αν πριν το 1960 η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» ήταν, μεταξύ άλλων, κυρίως όργανα χειραγώγησης των μαζών, από τα οποία δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί ούτε η κυπριακή Αριστερά, την περίοδο 1960-1975 ήταν πρώτα από όλα εργαλεία παρακρατικής βίας. Ιδεολογίες εξουσίας στην καθαρή τους μορφή, εργαλεία πειθάρχησης του πληθυσμού και πηγές από τις οποίες αντλούσαν και στις οποίες αναφέρονταν οι ελίτ στους ανταγωνισμούς τους για τον έλεγχο του πλούτου, των πολιτικών δυνατοτήτων και της κρατικής κυριαρχίας.
Ηδη από το 1962, καθώς προηγούμενες εκκρεμότητες παρέμεναν ανοιχτές ενώ άνοιγαν καινούργιες, ήταν φανερό ότι η νέα τάξη πραγμάτων με τη δικοινοτική Δημοκρατία δεν εξελισσόταν ομαλά. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία επαναπροσδιόρισε τον στόχο της ως τη μετατροπή των Τουρκοκυπρίων από κοινότητα σε μειονότητα, ενώ η τουρκοκυπριακή κοινότητα επαναπροσδιόρισε τον δικό της στόχο ως αξιοποίηση των διατάξεων του Συντάγματος για την εμπέδωση χωριστής κοινοτικής κυριαρχίας.
Και οι δυο πλευρές εξόπλιζαν και εκπαίδευαν παραστρατιωτικές ομάδες προετοιμαζόμενες για την επερχόμενη σύγκρουση. Στην ελληνοκυπριακή πλευρά η στρατολόγηση γινόταν από τον ευρύτερο εθνικόφρονα χώρο που περιλάμβανε και τον Βάσο Λυσσαρίδη, ιδρυτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Ενωσης Κέντρου (ΕΔΕΚ). Στην τουρκοκυπριακή πλευρά, που δεν είχε τότε ισχυρή αριστερά, ουσιαστικά η στρατολόγηση ήταν σχεδόν καθολική.
Το ότι η βασική ελληνοκυπριακή παραστρατιωτική οργάνωση ήταν υπό τις εντολές του ίδιου του υπουργού Εσωτερικών, Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, με το Σχέδιο Ακρίτας, είναι ενδεικτική τού πόσο απόλυτα θολά ήταν τα όρια κράτους και παρακράτους. Αντίστοιχα και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τον Ραούφ Ντενκτάς να έχει ανάλογο ρόλο.

Ο δεύτερος γύρος




Η σύγκρουση επήλθε στα τέλη του 1963, όταν η ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Μακάριο αρνήθηκε να εφαρμόσει αυτά για τα οποία είχε δεσμευτεί στις συμφωνίες σε σχέση με τους χωριστούς δήμους αλλά και να ανατρέψει την ευρύτερη ισορροπία του Συντάγματος μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Μακάριο επιχείρησε βασικά να μεταβάλει τον συσχετισμό που κωδικοποιήθηκε στις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου και καταγράφηκε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με τα «13 Σημεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος» μετέτρεψε το πολιτικό αδιέξοδο, στο οποίο είχε οδηγήσει τη χώρα η διελκυστίνδα με την τ/κ ηγεσία, σε συνταγματικό αδιέξοδο και ενίσχυσε περαιτέρω το εμπρηστικό κλίμα στις διακοινοτικές σχέσεις που καλλιεργούνταν, οδηγώντας σε κλιμάκωση της έντασης. Με το πρώτο επεισόδιο βίας, ως έτοιμες από καιρό, οι παραστρατιωτικές δυνάμεις των δυο ηγεσιών μπήκαν ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας.



Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι την περίοδο της έντασης της διακοινοτικής βίας, που κορυφώθηκε το 1964 αλλά συντηρήθηκε ως το 1967, οι περισσότεροι νεκροί προέκυψαν από εν ψυχρώ δολοφονίες και όχι από μάχες ένοπλων ομάδων. Παρότι υπήρχαν διαφορές ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τη χρονική στιγμή της βίας, είναι εφικτές κάποιες γενικεύσεις και άντληση συμπερασμάτων από τις λιγοστές αξιόπιστες καταγραμμένες αναφορές, αλλά και την πληθώρα των άγραφων μαρτυριών που υπάρχουν (αλλά όχι για πολύ ακόμα καθώς φεύγει η γενιά που τα έζησε) για αυτά τα γεγονότα.
Αναμφισβήτητα χρειάζεται να γίνει σοβαρή και συστηματική έρευνα των συγκεκριμένων γεγονότων και για τους σκοπούς των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας, αλλά και για μια διαδικασία απόκτησης δημόσιας γνώσης και υπέρβασης αυτών των σκοτεινών στιγμών του πρόσφατου παρελθόντος με κριτική και αναστοχαστική διάθεση.
*πολιτικός κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης
🔺 Το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου «Ο Ντενκτάς στον Νότο. Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά» θα κυκλοφορήσει μέσα στην άνοιξη από τις εκδόσεις Ψηφίδες.

1. Πολλοί μένουν στην ΠΕΟ για πρακτικούς λόγους, διότι η Τουρκική Συντεχνία είναι αδύνατη και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά τους. Για μια ομάδα Τουρκοκυπρίων όμως, με ηγέτη τον Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, η παραμονή κοντά στο ΑΚΕΛ γίνεται και για ιδεολογικούς λόγους.
2. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι η μεγάλη ταξική, πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, η οποία κορυφώθηκε το 1948 και διέσπασε και τα αθλητικά σωματεία οδηγώντας στην ίδρυση της Ομόνοιας Λευκωσίας και άλλων νέων αριστερών ποδοσφαιρικών ομάδων που οργάνωσαν ξεχωριστό πρωτάθλημα μέχρι το 1954, άφησε ανεπηρέαστη την τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τις τουρκοκυπριακές ομάδες να παραμένουν στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου υπό τον έλεγχο της ελληνοκυπριακής Δεξιάς.
3. Οταν κάποιοι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του χωριού Κοντεμένος κινήθηκαν προς το μεικτό χωριό Σκυλλούρα για να συνδράμουν τους Ελληνοκυπρίους της Σκυλλούρας έναντι των Τουρκοκυπρίων της Σκυλλούρας, συνελήφθηκαν από τη βρετανική αστυνομία, μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία και αργότερα αφέθηκαν να επιστρέψουν στον Κοντεμένο πεζοί. Στον κάμπο του τουρκοκυπριακού χωριού Κιόνελι δέχτηκαν δολοφονική επίθεση από Τουρκοκυπρίους.