Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο 1960-2010 (Μάης, 2010)


Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο 1960-2010 (Χρονικό του Πολίτη 113, Μάης 2010)


το προηγούμενο μέρος για την περίοδο 1920-1960 εδώ
http://gregorisioannou.blogspot.com/2012/11/1920-1960-2008.html

Η μετα-αποικιακή εμπειρία

Η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 πραγματοποιήθηκε όταν η εργατική τάξη βρισκόταν σε ένα σχετικά αναπτυγμένο στάδιο. Ο συνδικαλισμός ήταν ήδη εδραιωμένος και σε διαδικασία επέκτασης στο δημόσιο και τραπεζικό τομέα, ενώ υπήρχε η στοιχειώδης εργατική νομοθεσία και ένα υπό δημιουργία σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Η πιο σημαντική κληρονομιά όμως της αποικιοκρατίας ήταν η αντίληψη του τριμερούς συστήματος που καθόρισε και καθορίζει ακόμα τις παραμέτρους των εργασιακών σχέσεων στην περίοδο της ανεξαρτησίας. Τα σπάργανα του τριμερούς συστήματος τοποθετούνται στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα που δημιουργήθηκε το 1948 με στόχο την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου και της τριμερούς συνεργασίας.

Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα είχαν βέβαια ήδη διαιρεθεί τόσο σε ιδεολογική όσο και σε εθνοτική βάση, διαδικασίες που ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ολοκληρώθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 με τη μαζική μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων εργατών από την ΠΕΟ στην Κυπριακή Ομοσπονδία Τουρκικών Συντεχνιών. Ο ένοπλος αντι-αποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ και η μετεξέλιξη του σε διακοινοτική διένεξη με τη δημιουργία της ΤΜΤ σημάδεψαν την οριστική διάσπαση του εργατικού κινήματος και κατ' επέκταση ολόκληρης της κυπριακής κοινωνίας που πέρασε σε μια εύθραστη ανεξαρτησία κάτω από την πολιτική ηγεμονία δυο αντιμαχόμενων εθνικισμών.

Η ανάπτυξη του κυπριακού συστήματος βιομηχανικών σχέσεων

Το νέο κυπριακό κράτος που προέκυψε το 1960 αποτέλεσε ουσιαστικά μια μετεξέλιξη των υφιστάμενων αποικιακών διοικητικών δομών. Τα διάφορα τμήματα της αποικιακής διοίκησης διεύρυναν τις αρμοδιότητές τους και το πεδίο δράσης τους και μετονομάστηκαν σε υπουργεία. Το σύνταγμα του κυπριακού κράτους στα άρθρα 21, 26 και 27 κατοχύρωσε τις προηγούμενες κατακτήσεις της εργατικής τάξης αναγνωρίζοντας επίσημα το δικαίωμα ειρηνικής συνάθροισης, συνεταιρισμού με άλλους περιλαμβανομένου του δικαιώματος δημιουργίας συντεχνιών και το δικαίωμα της απεργίας. Το νεοσύστατο Υπουργείο Εργασίας ανάλαβε την εποπτεία των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Παράλληλα ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες οργάνωσης των εργοδοτών μέσα από πρωτοβουλία του Τμήματος Εργασίας και το 1959 ιδρύθηκε ο “Συμβουλευτικός Σύνδεσμος Εργοδοτών Κύπρου”.

Το κυπριακό σύστημα βιομηχανικών σχέσεων κατασκευάστηκε στα βρετανικά πρότυπα με κυρίαρχη έννοια τον εθελοντισμό και την ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση – την εθελούσια δηλαδή συνεργασία των αντιπροσώπων του κεφαλαίου και της εργασίας μέσα από την κρατική μεσολάβηση και όχι μέσα από τη νομική ρύθμιση και την κρατική παρέμβαση. Αυτό το μοντέλο εργασιακών σχέσεων κωδικοποιήθηκε το 1962 με την Βασική Συμφωνία έπειτα από μια ενδελεχή μελέτη των εργασιακών συνθηκών της εποχής και με τη στήριξη τόσο των συντεχνιών όσο και των εργοδοτών. Η Βασική Συμφωνία θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία για το νεοσύστατο Υπουργείο Εργασίας καθώς αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο κράτος μέσα από τη δημιουργία ενός πολιτικού πλαισίου που θα διοχέτευε τις εργατικές διεκδίκησεις μέσα σε συγκεκριμένες διαδικασίες “επίλυσης συγκρούσεων”. Παρά το ότι η Βασική Συμφωνία που υπογράφηκε από τα συνδικάτα (ΠΕΟ, ΣΕΚ, ΠΟΑΣ και τις Τουρκικές Συντεχνίες) και τους εργοδότες δεν είχε νομική ισχύ ούτε δεσμευτικό χαρακτήρα, περιοριζόμενη ουσιαστικά σε μια ηθική δέσμευση και πολιτική υπόσχεση δράσης, αποτελεί σημαντικό σταθμό που μπορεί να μας πληροφορήσει για το συσχετισμό δυνάμεων εργασίας και κεφαλαίου στις απαρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η εργατική τάξη αποτελούσε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη στο νεοσύστατο κράτος και αυτό φάνηκε και από τις απεργιακές κινητοποιήσεις του 1960 με συμμετοχή 25 000 εργατών και την απώλεια 27 000 εργατικών ημερών. Οπόταν το ζήτημα της διοχέτευσης των εργατικών διεκδικήσεων μέσα σε “αποδεκτά” κανάλια περιορίζοντας τυχόν ριζοσπαστικές εκφάνσεις του εργατικού αγώνα αποτελούσε προτεραιότητα για το κράτος. Παρά την αυτοσυγκράτηση των συνδικάτων, οι εργατικές κινητοποιήσεις και η συνεπακόλουθη απώλεια εργατικών ημερών συνεχίστηκαν και τη διετία 1961-1962. Και παρά την σύναψη της Βασικής Συμφωνίας το 1962, και το 1963 ήταν μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε από διαρκείς απεργιακές κινητοποιήσεις με αποτέλεσμα την απώλεια 36 000 εργατικών ημερών. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν ήταν αυτές που προκάλεσαν δραματική πτώση των εργατικών διαφορών, καθώς η λογική της εθνικής ενότητας και η κατάσταση της πολιτικής κρίσης επισκίασε τον ταξικό αγώνα. Είναι ενδεικτικό ότι κατά την τριετία 1964-1966 απωλέστηκαν μόνο 6 000 εργατικές ημέρες. Την δεκαετία του 1960 καθιερώθηκε όμως σχεδόν σε όλους τους κλάδους η 44ωρη εβδομαδιαία εργασία.

Το 1962 η κυβέρνηση εισήγαγε το πρώτο Πενταετές Σχέδιο με στόχο την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης, την αύξηση της παραγωγικότητας, την επέκταση των κοινωνικών ωφελημάτων και τη διατήρηση της εργατικής ειρήνης. Σε αυτά τα πλαίσια το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων επεκτάθηκε για να καλύψει όλους τους υπαλλήλους και τους αυτο-εργοδοτούμενους και αυξήθηκαν τα ωφελήματα, ενώ το 1965 εκσυγχρονίστηκε και φιλελευθεροποιήθηκε ο περί συντεχνιών νόμος διευκολύνοντας περαιτέρω τη συνδικαλιστική οργάνωση. Οι διάφορες συμβάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας επικυρώθηκαν από την Βουλή και τέθηκαν σε εφαρμογή, ενώ με το δεύτερο Πενταετές Σχέδιο το 1968 η κυβέρνηση συνέχισε στην ίδια λογική δίνοντας έμφαση στην εκπαίδευση των εργαζομένων μέσα από τη δημιουργία Τμήματος Βιομηχανικής Κατάρτισης.

Οι αυξημένες απεργιακές κινητοποιήσεις του 1968 με την απώλεια 43 000 εργατικών ημερών έδωσαν ώθηση στις διεργασίες για την ενίσχυση της τριμερούς συνεργασίας μέσα από τροποποιήσεις στην Βασική Συμφωνία του 1962. Το 1969 προτάθηκε από τους εργοδότες να αποκτήσουν νομική ισχύ οι συμφωνίες και να ψηφιστεί νομοθεσία για τη διαπραγμάτευση σε βασικές υπηρεσίες. Αυτό δεν έγινε αποδεκτό ούτε από το κράτος ούτε από τα συνδικάτα. Παρόλ' αυτά έγινε μια απόπειρα δημιουργίας ενός Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων από πλευράς Υπουργείου, που συζητήθηκε το 1970 στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα. Αυτός ο προτεινόμενος Κώδικας προσπάθησε να περιορίσει το δικαίωμα στην απεργία, καταργώντας το σε περιπτώσεις ερμηνείας της σύμβασης και καλώντας τα μέρη να πάρουν τα “αναγκαία μέτρα” για να εμποδίσουν τις αυθόρμητες απεργίες και ανταπεργίες. Προσπάθησε επίσης να επιβάλει τη δεσμευτική διαιτησία σε περιπτώσεις συναίνεσης και των δυο πλευρών. Τελικά η έκρυθμη πολιτική κατάσταση που οδήγησε στο πραξικόπημα και την εισβολή το 1974 καθυστέρησαν τη δημιουργία του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων που πραγματοποιήθηκε σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες το 1977.

Ο πόλεμος του 1974 πέραν από την εδαφικοποίηση της διχοτόμησης προκάλεσε τον βίαιο διαχωρισμό δεκάδων χιλιάδων αγροτών από τη γη τους (κυρίως Ε/κ) και την ένταξή τους στους κόλπους της εργατικής τάξης. Η προλεταριοποίηση που επέφερε ο πόλεμος δημιούργησε μιαν έκρυθμη κοινωνικό-οικονομική κατάσταση με την ανεργία να ανεβαίνει στο 39% το 1975, παρέχοντας μια στρατιά διαθέσιμης εργατικής δύναμης για τις ανάγκες της εκ νέου πρώιμης κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ο μεταπολεμικός ιστορικός συμβιβασμός κεφαλαίου και εργασίας εκφράστηκε με τη “θυσία” της εργατικής τάξης προς την πατρίδα με αποδοχές μειώσεων στους μισθούς, στις συντάξεις, αναστολή της ΑΤΑ και των ανεργιακών επιδομάτων, που σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο “επέφεραν πτώση του μεριδίου των μισθών ως ποσοστού επί των συνολικών εισόδων από το προπολεμικό 49.1% στο 28% του 1978. Ενώ οι πραγματικοί μισθοί έμεναν στάσιμοι η παραγωγικότητας της εργασίας αυξήθηκε με βάση το προπολεμικό 100, σε 130.4 το 1976...Το μερίδιο των εισφορών των εργαζομένων αυξήθηκε από το προπολεμικό 31.5% σε 68% το 1978. Αντίθετα οι εργοδοτικές εισφορές μειώθηκαν από 49.8% σε 22.5% με το υπόλοιπο να αναλογεί στους αυτοεργαζόμενους.” Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΠΕΟ, συνεχίζει ο Παναγιωτόπουλος που δημοσιεύτηκαν το 1979 επήλθε πτώση 25% στο βιωτικό επίπεδο, όμως, τουλάχιστον σύμφωνα με την ΠΕΟ, η “οπισθοχώρηση της εργατικής τάξης έγινε με οργανωμένο τρόπο και κάτω από τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος”. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος εν τω μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας στην ανοικοδόμηση/ανάπτυξη για το “εθνικό συμφέρον” κωδικοποιήθηκε θεσμικά με την ολοκλήρωση της ένταξης των “αντιπροσώπων” της εργατικής τάξης στο ε/κ κράτος στα πλαίσια του τριμερούς συστήματος.

Ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων του 1977 αποτέλεσε και αποτελεί ουσιαστικά το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου στην Κύπρο. Παρότι ο Κώδικας δεν έχει νομική ισχύ και αποτελεί ουσιαστικά μια “συμφωνία κυρίων”, τα δυο μέρη επιδεικνύουν σεβασμό στις πρόνοιες του και εφαρμόζουν τις διαδικασίες του. Ο Κώδικας προνοεί χρονοδιαγράμματα μέσα στα οποία διεξάγεται η μεσολάβηση και η δεσμευτική διαιτησία και καλύπτει ζητήματα, όπως επίλυση διαφορών συμφερόντων και δικαιωμάτων καθώς και απολύσεων λόγω πλεονασμού. Το γεγονός ότι συνεχίζει να βρίσκεται σε ισχύ μέχρι σήμερα αντικατοπτρίζει την πολιτική του σημασία – πέραν από μια αποκρυστάλλωση του ισοζυγίου δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας όπως αυτό σχηματίστηκε μετά τον πόλεμο, αποτελεί και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται εφ' εξής οι εργατικοί αγώνες στην Κύπρο. Δεν είναι τυχαίο που, αφού τέθηκε το πολιτικό πλαίσιο, ακολούθησαν το 1979 ο θεσμός της πενθήμερης και 40ωρης εβδομάδας και το 1980 ο εκσυγχρονισμός του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων με αναλογικό σύστημα εισφορών και αύξηση των ωφελημάτων.

Υπηρεσιοποίηση της οικονομίας και αλλαγές στην τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης

Η διαδικασία της τριτογενοποίησης της οικονομίας της Κύπρου άρχισε πριν τον πόλεμο του 1974, όταν πραγματοποιήθηκε ραγδαία ανάπτυξη στον τομέα του τουρισμού στις περιοχές της Κερύνειας και του Βαρωσιού. Όμως η πραγματική μεταμόρφωση της κυπριακής κοινωνίας συντελέστηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 μέσα από τη ραγδαία αστικοποίηση και την υπηρεσιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η ύπαιθρος και η γεωργοκτηνοτροφία συρρικνώθηκαν πραγματικά διαλύοντας την αγροτιά ως κοινωνική τάξη. Η υπηρεσιοποίηση της οικονομίας είχε σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην σύνθεση της εργατικής τάξης όσο και στον πολιτικό της προσανατολισμό.

Σύνολο επικερδώς απασχολούμενου πληθυσμού ανά τομέα 1973
(252 700)
1986
(220 100)
1999
(295 300)
Πρωτογενής 97 200 (38.4%) 36 400 (16.5%) 26 200 (8.9%)
Δευτερογενής 65 100 (25.8%) 67 000 (30.5%) 65 700 (22.2%)
Τριτογενής 90 400 (35.8%) 116 700 (53.0%) 203 400 (68.9%)
Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία, Κυπριακή Δημοκρατία, Εργατικές στατιστικές, 2004
Απασχόληση κατά οικονομική δραστηριότητα και φύλο (μέσος όρος έτους 2006)
Σύνολο
357 281
Άντρες
200 359
Γυναίκες
156 922
Γεωργία, θήρα, δασοκομία και αλιεία
15 222
10 631
4 592
Ορυχεία και λατομεία
683
664
19
Μεταποιητικές βιομηχανίες
37 261
25 076
12 185
Ηλεκτρισμός, υγραέριο, υδατοπρομήθεια
2 916
2 507
410
Κατασκευές
40 046
36 621
3 425
Χοντρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευές
63 236
37 422
25 814
Ξενοδοχεία και εστιατόρια
23 851
10 986
12 865
Μεταφορές, αποθήκευση και επικοινωνίες
20 217
13 226
6 991
Ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί
18 924
9 284
9 640
Διαχείριση ακίνητης περιουσίας και επιχειρηματικές δραστηριότητες
26 673
11 860
14 813
Δημόσια διοίκηση
29 935
20 123
9 812
Εκπαίδευση
24 783
6 070
18 713
Υγεία και κοινωνική μέριμνα
14 211
3 965
10 246
Άλλες (κοινοτικές, κοινωνικές και προσωπικές) υπηρεσίες
21 571
9 587
11 984
Ιδιωτικά νοικοκυριά
14 803
380
14 423
Ετερόδικοι οργανισμοί
2 947
1 956
991
Πηγή: Έρευνα εργατικού δυναμικού 2006, σ.73

Η τουριστική ανάπτυξη συνοδεύτηκε από την παρακμή της γεωργίας καθώς οι νέοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο ψάχνοντας εργασία στις πόλεις. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνταν ήταν κυρίως στον τριτογενή τομέα, που αποτελούσε πλέον τον πυρήνα της οικονομικής ανάπτυξης. Οι ξενοδοχειακές μονάδες κατέλαβαν τις νότιες παραλίες, ενώ οι παράλιες πόλεις επεκτάθηκαν σημαντικά ακολουθώντας την Λευκωσία. Ο κατασκευαστικός τομέας αναπτύχθηκε παράλληλα και σε συνάρτηση με τον τουριστικό επίσης σε βάρος της υπαίθρου και της γεωργίας. Παρά την σχετική παρακμή της βιομηχανίας, το συνδικαλιστικό κίνημα σημείωσε σημαντική άνοδο καθώς η επέκταση της εργατικής τάξης συνοδεύτηκε και από την επέκταση των συνδικάτων που κατάφεραν να αυξήσουν την συνδικαλιστική πυκνότητα.

Χρονολογία 1971 1981 1991 2001
2007
Μέλη συνδικάτων
80 469
124 299
154 049
174 577
208 206
Μέλη συνδικάτων / σύνολο μισθωτών (συνδικαλιστική πυκνότητα)
60.00%
80.77%
77.09%
63.39%
53.96%
Πηγή: Αρχείο Εφόρου Συντεχνιών

Πιο σημαντικά, το δεύτερο κύμα της προλεταριοποίησης των δεκαετιών του 1970 και του 1980 έφερε και την αποφασιστική ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Στις μεταβαλλόμενες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της ανάπτυξης με τις αυξημένες απαιτήσεις, το αντρικό μεροκάματο δεν ήταν πλέον αρκετό για να συντηρηθεί η οικογένεια. Η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας στιγμή στον αγώνα για την ισότητα των φύλων. Όμως η οικονομική ανεξαρτησία που κέρδισαν οι γυναίκες με την ένταξή τους στη μισθωτή εργασία δεν επεκτάθηκε και στο σπίτι καθώς ο κύριος φόρτος της οικιακής και αναπαραγωγικής εργασίας παρέμεινε στους ώμους τους. Και ακόμα και αυτή η οικονομική εργασία ήταν σχετική καθώς για πολλές εργαζόμενες γυναίκες η απασχόληση παραμένει μερική και χαμηλόμισθη. Τα πιο “γυναικεία” επαγγέλματα, καθαρίστριες, γραφείς, πωλήτριες, νοσοκόμες, νηπιαγωγοί παραμένουν μέχρι και σήμερα στο πάτο της μισθοδοτικής ιεραρχίας.

Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, που κάποιοι την ονόμασαν και “οικονομικό θαυμα”, χαρακτηρίστηκε και από την είσοδο του παράκτιου και χρηματιστικού κεφαλαίου που δημιούργησε και συντηρεί μια σειρά από επαγγελματικές θέσεις εργασίας: οικονομολόγους, λογιστές, νομικούς, διοικητικούς λειτουργούς τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για άλλη μια διάσταση της δομικής μεταβολής που είχε ως συνεπακόλουθο, όχι τόσο την επέκταση της μεσαίας τάξης μέσα από την αύξηση των ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά κυρίως τη γραφειοποίηση της εργασίας και την ανάπτυξη μιας εργατικής αριστοκρατίας δημοσίων και τραπεζικών υπαλλήλων με δυο ισχυρά συνδικάτα, την ΠΑΣΥΔΗ και την ΕΤΥΚ. Τα συνδικάτα αυτά λόγω μεγέθους και στρατηγικής δύναμης στην εργασιακή διαδικασία έχουν εξασφαλίσει πέραν από τα σημαντικά ωφελήματα για τα μέλη τους και λόγο σε διοικητικά θέματα, όπως οι προσλήψεις και οι απολύσεις, οι προαγωγές κλπ.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο η τριπλή πολιτικο-οικονομική δομή των διεθνών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Δύση, τη Σοβιετική Ένωση και τον Αραβικό κόσμο επέτρεψαν στην μετατροπή της Κύπρου από μια περιφερειακή οικονομική περιοχή σ' ένα εύπορο εμπορικό κέντρο. Η μετακίνηση της Κύπρου από την περιφέρεια στον πυρήνα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος ολοκληρώθηκε αυτή τη δεκαετία με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κύπρος ωφελήθηκε από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης καθώς μετατράπηκε σε συνδετικό σταθμό της ροής της αξίας στα οικονομικά δίχτυα Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Παρά την έκρυθμη πολιτική κατάσταση στο νησί, η Κύπρος αποτέλεσε συγκριτικά με τη Μέση Ανατολή, περιοχή σταθερότητας για τις χρηματο-οικονομικές επενδύσεις που ενθαρρύνθηκαν με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.

Η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύτηκε και από την εντυπωσιακή αύξηση του μορφωτικού επιπέδου των Κυπρίων, τόσο νότια όσο και βόρεια της πράσινης γραμμής. Η πλειοψηφία των απόφοιτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προχωρά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αυτή τη δεκαετία και σε μεταπτυχιακές σπουδές με αποτέλεσμα τη συγκρότηση ενός υπερ-προσοντούχου τμήματος του εργατικού δυναμικού που στελεχώνει τις θέσεις εργασίας σε μια εν πολλοίς οικονομία της γνώσης. Η δημιουργία του πανεπιστημίου Κύπρου καθώς και μιας σειράς ιδιωτικών κολεγίων, τόσο στον βορρά όσο και στον νότο είναι ενδεικτική αυτής της μεταβολής. Σήμερα η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο αποτελεί σημαντική βιομηχανία αριθμώντας πέραν από τα διάφορα κολέγια, 13 αναγνωρισμένα πανεπιστήμια, 6 στον νότο και 7 στον βορρά και άλλα 3 βρίσκονται υπό δημιουργία (2 στο βορρά και 1 στο νότο).

Μετανάστευση και πολυεθνοποίηση της εργατικής τάξης

Έτσι από την μια η επέκταση του τουρισμού και του κατασκευαστικού τομέα, από την άλλη η μετατροπή της Κύπρου σε διεθνές κέντρο χρηματο-οικονομικών υπηρεσιών, επέτρεψαν την ανάπτυξη του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των Κυπρίων, δημιουργώντας ελλείψεις εργατικού δυναμικού στις χειροναχτικές και στις ανειδίκευτες εργασίες. Στο βόρειο (κατεχόμενο) μέρος, το καθεστώς της μη αναγνώρισης του τ/κ κράτους και η αδυναμία του να αναπτύξει εμπορικές σχέσεις και να προσελκύσει τουρισμό το κατέστησε εξαρτώμενη περιοχή της Τουρκίας όχι μόνο σε πολιτικο-στρατιωτικό αλλά και σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Αναπτύχθηκε ένας τεράστιος δημόσιος τομέας με δυναμικά συνδικάτα (που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση του 2002-2003 που ανέτρεψε το καθεστώς Ντενκτάς), ενώ ο ιδιωτικός τομέας κατέστη ένα πεδίο άγριας εκμετάλλευσης ανοργάνωτων και συχνά αδήλωτων Τουρκοκυπρίων αλλά κυρίως Τούρκων μεταναστών.

Τη δεκαετία του 1990 η Κύπρος μετατράπηκε από χώρα εξαγωγής σε χώρας εισαγωγής εργατικής δύναμης. Ανατολικο-Ευρωπαίοι, Μεσανατολίτες και Νοτιοασιάτες άρχισαν να καταφτάνουν στην Κύπρο για να εργαστούν στη γεωργία, στις οικοδομές, και σε πάσης φύσεως εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης και ιδιαίτερα χαμηλής μισθοδοσίας. Η ανάπτυξη της κυπριακής εργατικής αριστοκρατίας και του μεσοαστικού καταναλωτισμού ως κυρίαρχο μοντέλο ζωής μπορεί να εξηγήσει και το φαινόμενο της οικιακής εργασίας, όπου χιλιάδες γυναίκες από την Ασία εργάζονται ως υπηρέτριες σε σπίτια Κυπρίων. Πολλοί Πόντιοι με ελληνικά διαβατήρια εγκαταστάθηκαν επίσης στην Κύπρο μετά από συνεννόηση της κυπριακής με την ελληνική κυβέρνηση δημιουργώντας σχετικά μεγάλες κοινότητες στην παλιά Λευκωσία και στην Πάφο. Οι Πόντιοι λόγω της γλώσσας και της πολιτικής ρητορικής της “ομογένειας” και ιδίως λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους στην Κύπρο κατάφεραν να ενσωματωθούν σε σημαντικό βαθμό στην κυπριακή κοινωνία καθώς οι πλείστοι εντάχθηκαν σε συντεχνίες, ενώ κάποιοι δημιούργησαν και μικρές επιχειρήσεις.

Ξένοι εργάτες ανά οικονομική δραστηριότητα
2000
(26 398)
2005
(55 827)
Γεωργία
2 069
3 952
Μεταποιητικές βιομηχανίες
2 220
4 696
Κατασκευές
1 516
5 613
Χοντρικό/λιανικό εμπόριο/επισκευές
3 345
6 071
Ξενοδοχεία και εστιατόρια
4 395
11 502
Μεταφορές, αποθήκευση, επικοινωνίες
1 204
1 631
Ιδιωτικά νοικοκυριά
7 737
15 749
Άλλη
3 522
10 565
Εργατικές στατιστικές 2005, σ. 60

Εθνικότητα των εργαζομένων
Σύνολο
Άντρες
Γυναίκες
Κύπριοι
322 924
186 598
136 327
Ευρωπαίοι
22 273
12 737
9 537
Τρίτες Χώρες
29 087
9 068
20 019
Σύνολο
374 285
208 403
165 882
Έρευνα εργατικού δυναμικού 2006 σ.38

Το κυπριακό μοντέλο μετανάστευσης όπως διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1990 βασίζεται στη λογική του φιλοξενούμενου εργατικού δυναμικού, όπου ο εργαζόμενος διασυνδέεται με συγκεκριμένο εργοδότη εκ των προτέρων και λαμβάνει άδεια παραμονής και εργασίας για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Τα συνδικάτα είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για την εισαγωγή ξένου εργατικού δυναμικού, διαμαρτυρόμενα ότι οι ξένοι εργάτες θα ασκούσαν πίεση προς τα κάτω στους μισθούς των Κυπρίων εργάτων. Σταδιακά όμως αντιλήφθηκαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποτρέψουν πτώση των μισθών των Κυπρίων από την υπερπροσφορά εργασίας είναι η ένταξη των ξένων εργατών στα συνδικάτα και η διεκδίκηση της ισομισθίας. Ο βαθμός βέβαια στον οποίο αυτό επιτυγχάνεται είναι περιορισμένος. Και αυτό λόγω απροθυμίας πολλών ξένων εργατών να ενταχθούν στις συντεχνίες από τον φόβο τυχόν αντίδρασης του εργοδότη τους που συχνά είναι ταυτόχρονα και ο παροχέας της στέγης τους.

Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 προκάλεσε σημαντική αύξηση των Τουρκοκυπρίων που εργάζονται στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία ενώ διαμένουν στο βόρειο (κατεχόμενο) μέρος. Αυτοί αριθμούν μερικές χιλιάδες και απασχολούνται κυρίως στην οικοδομική βιομηχανία και κάποιοι από αυτούς εντάχτηκαν στα ε/κ συνδικάτα, μερικοί στη ΣΕΚ και περισσότεροι στην ΠΕΟ. Πολλοί εργαζομένοι, Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και ξένοι εργάζονται παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς να καταβάλλουν κοινωνικές ασφαλίσεις και χωρίς να απολαμβάνουν στοιχειώδη δικαιώματα. Η αδήλωτη εργασία είναι βέβαια διαχρονικό φαινόμενο, όμως τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειώσει αύξηση ανά το παγκόσμιο σε συνάρτηση με την αύξηση της κινητικότητας της εργασίας μέσα από τα μεταναστευτικά ρεύματα.

Η πολυεθνοποίηση της εργατικής δύναμης στην Κύπρο, μια διαδικασία που συντελείται εδώ και δυο δεκαετίες τώρα μεταμορφώνει την εργατική τάξη και αυτή η μεταμόρφωση θα πρέπει να βρει έκφραση και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι εφημερίδες της ΠΕΟ και της ΣΕΚ, “Εργατικό Βήμα” και “Εργατική Φωνή” έχουν πλέον σελίδες στα Ρώσικα για τους Πόντιους μέλη τους, ενώ το “Εργατικό Βήμα” έχει και σελίδες στα Τούρκικα. Η ΠΕΟ διατηρεί επίσης και ιστοσελίδα στα τούρκικα, έμμισθο Τουρκοκύπριο συνδικαλιστή, ενώ διατηρεί επίσης πολύ καλές σχέσεις με την τουρκοκυπριακή συντεχνία Ντεβίς. Όσον αφορά όμως τους Ανατολικο-Ευρωπαίους και τους Ασιάτες εργάτες τα ε/κ συνδικάτα συναντούν πολλές δυσκολίες. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το κύμα εργατών από τις πρώην ανατολικές χώρες που ακολούθησε έχει βρει το συνδικαλιστικό κίνημα απροετοίμαστο. Εδώ υπάρχει και το πρόβλημα της γλωσσικής επικοινωνίας που γίνεται συνήθως στα αγγλικά, παρότι πολλοί εργαζομένοι και αρκετοί συνδικαλιστές δεν τα κατέχουν σε ικανοποιητικό βαθμό για να μπορέσουν να εκφράσουν σύνθετες έννοιες δικαιωμάτων, διαδικασιών και προνοιών των συμβάσεων και της εργατικής νομοθεσίας.

Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η μάχη του 1999

Το εργατικό κίνημα σε παγκόσμιο αλλά ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξαναγκάστηκε σε υποχώρηση τη δεκαετία του 1990, καθώς ο νεοφιλελευθερισμός κατέστη η κυρίαρχη ιδεολογία με τις βασικές του θέσεις να γίνονται αποδεκτές και από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Η επίτευξη ευελιξίας στην αγορά εργασίας, η κινητικότητα των εργαζομένων και η προώθηση της έννοιας της “απασχολισιμότητας” αντί “του δικαιώματος στην εργασία” έγιναν κρατικοί στόχοι που καθοδήγησαν την εργατική πολιτική τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η παρακμή του συνδικαλισμού με τη συνεπακόλουθη πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας και την ενίσχυση των τάσεων εξατομίκευσης των εργαζομένων επέτρεψε στο κεφάλαιο να περάσει στην αντεπίθεση αμφισβητώντας εργατικά κεκτημένα και ζητώντας καινούργιες ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων.

Στην Κύπρο η απόπειρα “εκσυγχρονισμού” των εργασιακών σχέσεων τη δεκαετία του 1990 πήρε τη μορφή επίθεσης προς την ΑΤΑ, προς το χάσμα ιδιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων και προς το δικαίωμα της απεργίας. Τελικά με εξαίρεση την τροποποίηση στον υπολογισμό της ΑΤΑ, η αντίσταση του εργατικού κινήματος παρεμπόδισε την απώλεια κεκτημένων. Η ένταση του ταξικού ανταγωνισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι ορατή μέσα από τις αυξημένες απεργιακές κινητοποιήσεις που το 1992 αφορούσαν 50 000 εργαζομένους οδηγώντας στην απώλεια 60 000 εργάσιμων ημερών ενώ αντίστοιχα το 1995 αφορούσαν 64 000 εργαζομένους οδηγώντας στην απώλεια 98 000 εργάσιμων ημερών. Όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει αυτά τα κεκτημένα και για το σύνολο των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας. Το φαινόμενο των άτυπων εργασιακών σχέσεων μέσα από την επέκταση των υπεργολαβιών, της προσωρινής και της μερικής απασχόλησης, των προσωπικών συμβολαίων και της εργασίας με το κομμάτι τέθηκε στο πολιτικό προσκήνιο.

Η όποια πρωτοβουλία όμως από πλευράς κεφαλαίου ενάντια στη συνθήκη της σταθερής, κανονικής και ρυθμισμένης εργασίας προϋπέθετε και την απόφαση σύγκρουσης με τα συνδικάτα. Μια τέτοια στιγμή σύγκρουσης υπήρξε η απεργία στα ξενοδοχεία της εταιρείας Lordos Holdings Ltd στη Λάρνακα το 1999. Εκεί η εργοδοσία αποχώρησε από τον εργοδοτικό σύνδεσμο, έτσι ώστε να μην δεσμεύεται από την κλαδική συλλογική σύμβαση και αφού προηγουμένως ζήτησε από μέρος του προσωπικού να υπογράψει προσωπικά συμβόλαια, ανακοίνωσε την απόφασή της να αναθέσει την καθαριότητα του ξενοδοχείου, το γυμναστήριο και το τμήμα ζαχαροπλαστικής σε εξωτερικούς υπεργολάβους απολύοντας 56 εργαζόμενους. ΠΕΟ και ΣΕΚ κινητοποιήθηκαν αστραπιαία, και στις 30/01/1999 158 ξενοδοχοϋπαλλήλοι κατήλθαν σε επ' αόριστον απεργία. Κάποιοι συναδέλφοι τους έμειναν βέβαια μέσα στηρίζοντας την εργοδοσία που προχώρησε και σε έκτακτες προσλήψεις κυρίως από την Ελλάδα με σκοπό να σπάσει την απεργία.

Η απεργία του 1999 υπήρξε σημαντική για τη διασαφήνιση του ισοζυγίου δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το γεγονός ότι πρόκειται για τη μακρύτερη σε διάρκεια απεργία στην ιστορία του εργατικού κινήματος κρατώντας 168 μέρες δεν ήταν τυχαίο. Και οι δυο πλευρές επέμειναν στις θέσεις τους μέχρι τέλους, ακριβώς επειδή επρόκειτο για ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα με προεκτάσεις όχι απλά σε ολόκληρη την ξενοδοχειακή βιομηχανία αλλά και σε πολλούς άλλους κλάδους. Δεν ήταν απλά μια σύγκρουση συμφερόντων σε μια εταιρεία, ήταν πάνω από όλα μια σύγκρουση πολιτικής για τον έλεγχο των εργασιακών σχέσεων. Την οποία τοπικά κέρδισε τελικά η εργοδοσία αφού ως αποτέλεσμα της απεργίας έδιωξε οριστικά τα συνδικάτα από την εταιρεία και από τότε εργοδοτεί ολόκληρο το προσωπικό της με προσωπικά συμβόλαια. Βέβαια αναγκάστηκε να αποζημιώσει τους απολυθέντες, αλλά αυτό ήταν ένα πολύ μικρό τίμημα μπροστά στα τεράστια κέρδη που πραγματοποίησε τα επόμενα χρόνια.

Η εργοδοσία προσπάθησε αρχικά να ποινικοποιήσει την απεργία και ζήτησε την παρέμβαση της αστυνομίας για να αποτρέψει την είσοδο των απεργών στα προαύλια των ξενοδοχείων. Τελικά το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απεργία ήταν νόμιμη και έτσι η εργοδοσία τοποθέτησε αλυσίδες και ιδιωτικούς φρουρούς στις εισόδους των ξενοδοχείων. Το ΑΚΕΛ και οι οργανώσεις του συνεισέφεραν στο απεργιακό ταμείο και στελέχη του μίλησαν για αγώνα ολόκληρης της εργατικής τάξης ενάντια “στο πείραμα του Λόρδου που αν πετύχει θα εφαρμοστεί σε όλα τα ξενοδοχεία”. Η ΠΑΣΥΔΥ εξέφρασε τη στήριξη της στον απεργιακό αγώνα συνεισφέροντας το ποσό των 1000 λιρών στο απεργιακό ταμείο, ενώ ακολούθησαν η ΠΟΕΔ και η ΟΕΛΜΕΚ. Οι εργαζόμενοι στα συνεργεία αποκομιδής σκυβάλων αποφάσισαν να απόσχουν από την περισυλλογή σκυβάλων ενόσω συνεχιζόταν η απεργία. Στις 19/2/1999 πραγματοποιήθηκε δίωρη στάση εργασίας σε άλλα ξενοδοχεία της Λάρνακας, ενώ στις 3/3/1999 πραγματοποιήθηκε δίωρη στάση εργασίας σε όλα τα ξενοδοχεία της Λευκωσίας, της Πάφου, της Λεμεσού και της Αμμοχώστου. Οι εργαζόμενοι στην Αρχή Ηλεκτρισμού και η ΔΕΟΚ εξέφρασαν και αυτοί τη στήριξη τους στους απεργούς. Στις 18/3/1999 πραγματοποιήθηκε αυτοκινητοπομπή διαμαρτυρίας από τη Λάρνακα στη Λευκωσία. Οι εργαζόμενοι στα Διυλιστήρια, οικοδόμοι, ξυλουργοί, εργαζόμενοι στο Δήμο Πάφου συνεισφέρουν στο απεργιακό ταμείο, ενώ ΠΕΟ και ΣΕΚ ζητούν την αλληλεγγύη του ευρωπαϊκού και του διεθνούς συνδικαλιστικού κινήματος. Τον Μάη πραγματοποιείται στάση εργασίας στο αεροδρόμιο και οι εργαζόμενοι αποφασίζουν να μην εξυπηρετούν τις πτήσεις των οργανωτών ταξιδιών που προμηθεύουν με πελάτες τα υπό απεργία ξενοδοχεία, ενώ πραγματοποιείται εξάωρη παναπεργία των ξενοδοχοϋπαλλήλων με συμμετοχή 15 000 εργαζομένων. Το ΚΕΒΕ και η ΟΕΒ επικρίνουν τις κινητοποιήσεις και μαζί με τον ΠΑΣΥΞΕ και τον ΣΤΕΚ στηρίζουν την εταιρεία. Η αστυνομία μεταφέρει με υπηρεσιακά οχήματα απεργοσπάστες και στα μικρο-επεισόδια που σημειώνονται κρατά αντι-απεργιακή στάση. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και η κοινωνική σύγκρουση μεταξύ απεργών και απεργοσπαστών έντονη. Οι απεργοί “με ήσυχη τη συνείδηση ότι έπραξαν το χρέος τους προς τους εαυτούς τους και την εργατική τάξη και τη κοινωνία γενικότερα καταθέτουν τα όπλα” τον Ιούλη του 1999, αφού τελικά διορίζεται ερευνητική επιτροπή από το Υπουργικό Συμβούλιο για να διεξάγει δημόσια έρευνα, το τελευταίο στάδιο επίλυσης των εργατικών διαφορών σύμφωνα με τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων. Η έρευνα ολοκληρώθηκε τον Γενάρη του 2000, αλλά δεν υπήρξε ούτε ομόφωνη τοποθέτηση από πλευράς των μελών της επιτροπής και ούτε ξεκάθαρα συμπεράσματα επιτρέποντας στις δυο πλευρές να επικαλούνται νίκη.

Τα συνδικάτα θεωρούν ότι κέρδισαν για τα απολυθέντα μέλη τους αποζημιώσεις, ενώ με τη μακράς διάρκειας απεργία τους έστειλαν το μήνυμα σε άλλους εργοδότες να μην επιχειρήσουν παρόμοιο εγχείρημα. Και όντως δεν είχαμε αυτή τη δεκαετία παρόμοιο εγχείρημα τέτοιας έκτασης μετωπικής σύγκρουσης με τα συνδικάτα για την επιβολή της υπεργολαβίας. Όμως τα προσωπικά συμβόλαια, στη βάση των οποίων εργοδοτείται από τότε ολόκληρο το προσωπικό της Λόρδος Χόλντιγκς, αργά αλλά σταθερά εξαπλώθηκαν ως θεσμός σε πολλές ξενοδοχειακές μονάδες μέσα από τις νέες προσλήψεις. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η κάθοδος των κοινοτικών εργαζομένων στην Κύπρο υπήρξε καταλύτης σε αυτή τη διαδικασία με αποτέλεσμα σήμερα οι πλείστες νέες προσλήψεις στην ξενοδοχειακή βιομηχανία είτε αφορούν Κύπριους είτε κοινοτικούς να γίνονται έξω από το πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων και με άτυπη συνεννόηση μεταξύ εργοδοσίας και νεο-προσληφθέντων ότι θα απέχουν από συνδικαλιστική δραστηριότητα.

Η πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι βέβαια διεθνές φαινόμενο και όχι τόσο έντονο στην Κύπρο, που συγκαταλέγεται στις χώρες με σχετικά ψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα (γύρω στο 55%). Παρόλ' αυτά οι προϋποθέσεις για την περαιτέρω πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι εδώ – η αύξηση των ξένων εργατών, η αυξημένη ροή εργασίας, οι νέες μορφές εργασιακών σχέσεων, η δυσπιστία των εργαζομένων προς τα συνδικάτα με κατηγορίες για ξεπούλημα στους εργοδότες – ενυπάρχουν ως τάσεις μέσα στο εργατικό δυναμικό της Κύπρου και δυνητικά τα κυπριακά συνδικάτα αναμένεται να αδυνατίσουν περαιτέρω. Αυτό αποτελεί δηλωμένο στόχο για μερίδα εργοδοτών που ενστερνίζονται τη νεοφιλελεύθερη κοσμοαντίληψη και θεωρούν τα συνδικάτα “αναχρονισμό” ή “γάγκραινα” για τις επιχειρήσεις. Η προοπτική της περαιτέρω αποδυνάμωσης των συνδικάτων προκαλεί σε πολλούς εργαζόμενους φόβο και ανησυχία, καθώς βλέπουν τους νεαρότερους ανοργάνωτους συναδέλφους τους να εργάζονται με πολύ χειρότερους όρους εργασίας που καθιστούν τις ζωές τους επισφαλείς.

Η επισφαλειοποίηση της εργασίας δεν είναι μόνο ποσοτικό ζήτημα για να αναλωθούμε σε συζητήσεις υπολογισμού του αριθμού των επισφαλώς εργαζομένων. Η επισφαλειοποίηση είναι τάση και ακόμα και αν σήμερα αφορά άμεσα μόνο μια μειοψηφία των εργαζομένων, οι ενδείξεις είναι ότι ως φαινόμενο πιθανότατα θα γενικευτεί, εκτός και αν υπάρξει εντατικοποίηση της ταξικής σύγκρουσης που θα επιφέρει ανατροπές στο ισυζύγιο δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Πάντως αν κρίνουμε από τις τοποθετήσεις των εργοδοτών αυτή τη δεκαετία, η επίτευξη της ευέλικτης εργασίας αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Ο ΠΑΣΥΔΙΞΕ με ανακοίνωση του (“Πολίτης”, 27/10/2009) εξηγεί μάλιστα ότι «η μορφή ευέλικτης απασχόλησης θα πρέπει να περιλαμβάνει συνδυασμό τριών μορφών απασχόλησης, δηλαδή εκ περιτροπής εργασία, εργοδότηση με μειωμένο ωράριο ή μειωμένης διάρκειας και εργοδότηση λεγόμενη on Call»

Η εργασιακή ευελιξία και η συνθήκη της επισφάλειας

Η ευέλικτη εργασία παίρνει διάφορες μορφές σε διαφορετικούς κλάδους και επαγγέλματα. Η αριθμητική και η χρονική ευελιξία αναφέρεται στη δυνατότητα της εργοδοσίας να αυξομειώνει το προσωπικό της ανάλογα με τις διακυμάνσεις στην αγορά και να κατανέμει τον χρόνο εργασίας του υφιστάμενου προσωπικού σύμφωνα με τις ανάγκες της εταιρείας. Αυτές είναι οι δυο μορφές της εργασιακής ευελιξίας που αναπτύχθηκαν και στην Κύπρο αυτή τη δεκαετία. Οι άλλες μορφές της λειτουργικής και της μισθολογικής ευελιξίας δεν σημειώνουν παρόμοια ανάπτυξη στην Κύπρο και περιορίζονται σε κλάδους και επαγγέλματα όπου παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν από συστήματα εναλλαγής σε θέσεις εργασίας και προμήθειας στο μισθό, όπως ο χρηματο-οικονομικός τομέας και το λιανικό εμπόριο.

Στον κλάδο των ξενοδοχοϋπαλλήλων, ένα κλάδο με παραδοσιακές ευελιξίες (λόγω εποχικότητας του τουριστικού προϊόντος και λόγω της χρέωσης υπηρεσίας και του διαμοιρασμού της στο προσωπικό μέσω ενός συστήματος μονάδων) η ευελικτοποίηση που συντελείται σήμερα παίρνει την μορφή της καθημερινοποίησης (casualisation) της εργασίας και της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων μέσα από τα προσωπικά συμβόλαια και τους fixed μισθούς. Με τα συμβόλαια ορισμένου χρόνου που ανανεώνονται δημιουργούνται οι “μόνιμα προσωρινοί” εργαζόμενοι που είναι εκτός ωφελημάτων (π.χ. Ταμείο Προνοίας), ενώ με τους fixed μισθούς εξισώνεται ο εργασιακός χρόνος και εξαφανίζεται η έννοια της υπερωρίας και της αργίας. Το ότι για μια σημαντική μερίδα των εργαζομένων, όλες οι εργατοώρες πληρώνονται το ίδιο, εξανεμίζοντας πλήρως τον διαχωρισμό μεταξύ καθημερινής και αργίας έχει βαρύνουσα σημασία για τη μείωση του εργατικού κόστους (για τους εργοδότες) και του εργατικού εισοδήματος.

Στον κλάδο των κατασκευών, η ευελικτοποίηση που συντελείται σήμερα παίρνει τη μορφή της επιστροφής σε ιστορικά προηγούμενες εργασιακές μορφές, όπως την υπεργολαβία και τη δουλειά με το κομμάτι. Βέβαια στην πραγματικότητα αυτές δεν εξαφανίστηκαν ποτέ, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώνουν αύξηση τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο. Η τελευταία συλλογική σύμβαση στις οικοδομές καθυστέρησε σημαντικά να ανανεωθεί, καθώς μαινόταν η σύγκρουση συνδικάτων και εργοδοτών για το ζήτημα των υπεργολαβιών. Το θέμα αυτό δεν βρίσκεται τυχαία στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται και διοικείται η εργασία και αμείβονται οι εργαζόμενοι. Οι εργοδότες ζητούν την επέκταση του θεσμού της υπεργολαβίας και επικαλούνται την αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού της παραγωγής μέσα από την παροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους, τη μείωση του διοικητικού και εργατικού κόστους και την αποδοτικότερη αξιοποίηση της εργασίας. Τα συνδικάτα αντιτίθενται στην επέκταση των υπεργολαβιών, καθώς θεωρούν ότι έτσι η εργασία θα εντατικοποιηθεί, οι εργαζόμενοι θα απωλέσουν δικαιώματα και ωφελήματα, καθώς θα υπονομευτεί η συλλογική σύμβαση και επομένως θα αποδυναμωθεί και ο ρόλος του συνδικαλιστικού κινήματος. Η υπεργολαβία είναι βέβαια συχνό φαινόμενο στην εργασία των σιδεράδων, καλουπσιήδων, ηλεκτρολόγων, υδραυλικών και μπογιατζιήδων. Εκεί που δεν προχωρά είναι στην καθ' εαυτή οικοδομική εργασία. Είναι ενδιαφέρουσα η κυπριακή γλωσσική εκδοχή της υπεργολαβίας στις οικοδομές ως “καπάλιν”, καθώς αυτή αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο το ζήτημα της εντατικοποίησης της εργασίας που έχει και μια σειρά από αρνητικές συνέπειες για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.

Στο δημόσιο και τραπεζικό τομέα η ευελικτοποίηση της εργασίας συντελείται με πιο αργούς ρυθμούς, καθώς οι εργαζόμενοι εκεί έχουν αντίληψη και της δύναμης τους λόγω της κεντρικότητας της θέσης τους στο σύστημα παραγωγής και ισχυρά συνδικάτα που καταφέρνουν να διατηρούν τα κεκτημένα των μελών τους. Παρόλ' αυτά η τάση για περαιτέρω ευελιξία τόσο στην εργασία (λειτουργική, μισθολογική) όσο και στην εργοδότηση (αριθμητική, χρονική) είναι υπαρκτή. Η αύξηση της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών (outsourcing) και της μερικής και έκτακτης απασχόλησης τόσο στο δημόσιο όσο και στον τραπεζικό τομέα αποτελούν ενδείξεις για την κατεύθυνση στην οποία κινείται η εργοδοσία. Ήδη από το 2005, η έννοια της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών στις τράπεζες εισήχθηκε στη συλλογική σύμβαση για εργασίες αλληλογραφίας, καθαρισμού και ασφάλειας, ενώ στην τελευταία συλλογική σύμβαση (2008) επεκτάθηκε και στις εργασίες μπλε κολάρου, σκαναρίσματος, έρευνας, αρχειοθέτησης και νέων τεχνολογιών.

Η ευελικτοποίηση της εργασίας δεν είναι απλά οργανωτικό και οικονομικό ζήτημα. Έχει συγκεκριμένες κοινωνικές επιπτώσεις. Αφορά κυρίως τους νεαρούς εργαζόμενους, Κύπριους και ξένους που αποκλείονται ή καθυστερούν να μπουν στον κόσμο των δικαιωμάτων και των ωφελημάτων που προκύπτουν από τις προηγούμενες κατακτήσεις της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η κοινωνική ομάδα που βρίσκεται στον πάτο της εργασιακής ιεραρχίας τόσο από μισθολογική όσο και από επαγγελματική πλευρά είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο φαίνεται. Αντιμετωπίζει πιο έντονα το φόβο της ανεργίας, αναγκάζεται να αποδεχτεί συχνά την άτυπη και ανασφάλιστη εργασία και στην περίπτωση των μεταναστών χωρίς χαρτιά να δεχτεί τους πιο εξευτελιστικούς όρους εκμετάλλευσης (π.χ. απλήρωτη εργασία, δουλεία, σεξουαλική παρενόχληση κ.λ.π.). Η επισφάλεια αποτελεί κοινωνική συνθήκη και αναφέρεται στην έλλειψη εργασιακής σταθερότητας μέσα από τη διαρκή εναλλαγή εργοδότη και εργασιακού χώρου. Δημιουργεί μια αίσθηση διαρκούς προσωρινότητας και εμποδίζει πιο μακρόπνοους σχεδιασμούς της ζωής, βυθίζοντας τα υποκείμενα σε μια καθημερινότητα της επιβίωσης. Σε μακρο-κοινωνιολογικό επίπεδο ενισχύει το θεσμό της οικογένειας, που αναλαμβάνει να παρέχει ένα δίχτυ ασφάλειας συμπληρώνοντας τις ελλείψεις ενός ανεπαρκούς συστήματος πρόνοιας. Οι μετανάστες εργαζόμενοι, που αποστέλλουν κιόλας μέρος του ισχνού μισθού στους δικούς τους στο εξωτερικό, βυθίζονται στη στέρηση και την εξαθλίωση, στοιβαγμένοι σε διαμερίσματα τρώγλες σε υποβαθμισμένες περιοχές των κυπριακών πόλεων βόρεια και νότια της πράσινης γραμμής.

Όμως η συνθήκη της επισφάλειας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο ως κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και να αναλύεται με όρους φτώχειας και αποκλεισμού. Εμπεριέχει και συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, ένα πλαίσιο ριζοσπαστικής ελευθερίας από τα συστημικά δεσμά, στο οποίο οι εργαζόμενοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε πέραν από την κακοπληρωμένη τους εργασία. Βέβαια αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα με αμφισβήτηση της εργοδοτικής εξουσίας, πόσον μάλλον με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα. Όμως ο αποκλεισμός τους από βασικά ωφελήματα, όπως 13ος μισθός, πληρωμένη άδεια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πιο συχνά από δευτερεύοντα όπως ευκολίες δανειοδότησης, επαγγελματική κατοχύρωση και άλλα επιδόματα, δημιουργεί ένα αίσθημα αδικίας που μπορεί να τροφοδοτήσει δυναμικές κινητοποιήσεις και να αναγκάσει τα συνδικάτα να εμπλακούν για να ηγηθούν του αγώνα, όπως είδαμε πρόσφατα στην απεργία στο Jumbo το 2008 και στο Cafe La Mode το 2009.

Η εργατική αντίσταση στους εργασιακούς χώρους σήμερα μπορεί να μην βγαίνει συχνά στο πολιτικό προσκήνιο, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά δεν παύει να είναι αδιάκοπη και πολύμορφη. Από την άτυπη παράκαμψη της ιεραρχίας και την ανυπακοή στις οδηγίες του προϊστάμενου, την εγκατάλειψη της εργασίας, την κωλυσιεργία και το σαμποτάζ, στη διεκδίκηση συγκεκριμένων αιτημάτων, είτε μισθολογικών είτε σε σχέση με τις εργασιακές συνθήκες, οι εργατικοί αγώνες είναι συνεχείς και διεξάγονται πολλές φορές έξω από τα συνδικαλιστικά πλαίσια. Και αυτό γιατί η απόσταση που αναπτύσσεται μεταξύ των έμμισθων συνδικαλιστών και των εργαζομένων λόγω της υπολειτουργίας πολλών τοπικών επιτροπών δεν επιτρέπει στα συνδικάτα να αφουγκραστούν και να εκφράσουν πολιτικά τα εργατικά αιτήματα. Το γεγονός όμως ότι οι ταξικές συγκρούσεις απουσιάζουν συνήθως από τη δημόσια σφαίρα, εκτός όταν αφορούν την εργατική αριστοκρατία, είναι ενδειχτικό μιας ευρύτερης αδυναμίας του εργατικού κινήματος – της πολυδιάσπασης της εργατικής τάξης στη βάση των δεξιοτήτων και του εκπαιδευτικού επιπέδου, της ηλικίας και της προϋπηρεσίας, του φύλου και της εθνότητας. Αυτή η πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης είναι ο βασικός λόγος της διατήρησης της ηγεμονίας του κεφαλαίου.

Το μέλλον του εργατικού κινήματος

Μέσα στις συνθήκες της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, της ευελιξίας και της επισφάλειας, όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, και με δεδομένη τη μετανάστευση τόσο από ευρωπαϊκές όσο και από τρίτες χώρες, οι οιωνοί δεν είναι είναι ευνοϊκοί για το εργατικό κίνημα. Ο συνδικαλισμός βρίσκεται σε διαδικασία παρακμής και αδυνατεί να εντάξει στους κόλπους του μια σημαντική μερίδα εργαζομένων που συγκροτούν την περιφέρεια της εργατικής τάξης. Η πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης στις συνθήκες της οικονομίας των υπηρεσιών δεν συνιστά απλώς οργανωτικό αλλά κυρίως πολιτικό ζήτημα. Είναι διαθετημένα τα συνδικάτα να προχωρήσουν σε μια προσπάθεια ενοποίησης της εργατικής τάξης μέσα από συγκεκριμένες επιθετικές πολιτικές διεκδίκησης ή θα μείνουν απλώς ουραγοί των εξελίξεων σε άμυνα για τη διατήρηση κεκτημένων που διαβρώνονται από τις συνθήκες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης;

Μπορούν σήμερα τα συνδικάτα βόρεια και νότια της πράσινης γραμμής να συνεργαστούν με ουσιαστικό και όχι απλώς τυπικό τρόπο (όπως το υφιστάμενο Πανσυνδικαλιστικό Φόρουμ) για να εκφράσουν τα συμφέροντα της κοινωνικής τάξης που εκπροσωπούν; Μπορούν να αναπτύξουν σήμερα στις συνθήκες της ιδεολογικής ισοπέδωσης ένα νέο ορισμό της εργατικής ταυτότητας που θα περιλαμβάνει Ε/κ και Τ/κ, Κυπρίους και ξένους, δίνοντας καινούργια ώθηση στον ταξικό ανταγωνισμό; Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν σε θεωρητικό επίπεδο. Είναι ζητήματα συνείδησης και πράξης. Αν μπορούμε όμως να αντλήσουμε ένα συμπέρασμα από την ιστορία είναι ότι τα πολιτικά σχήματα εκφράζουν κοινωνικο-οικονομικές και πολιτιστικές-ιδεολογικές τάσεις και καταστάσεις. Και αν τα κυπριακά συνδικάτα συνεχίσουν να αγνοούν τις νέες πραγματικότητες, όπως π.χ. τη ροή εργασίας, τις συνέπειες της μετανάστευσης, την επισφάλεια, είναι αναμενόμενο ότι θα εμφανιστούν νέες μορφές οργάνωσης της εργατικής αντίστασης, ψήγματα των οποίων είδαμε ήδη στο εξωτερικό π.χ. άτυπα δίχτυα αλληλεγγύης, αυτόνομες ενώσεις, εργατικές συλλογικότητες και πρωτοβουλίες, συμμαχίες με καταναλωτές κ.λ.π. Τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.

Πηγές

Έρευνα πεδίου του συγγραφέα (7 case studies: παρατήρηση εργασιακών χώρων, συνεντεύξεις, έγγραφα) στα πλαίσια εκπόνησης διδακτορικής διατριβής στην Κοινωνιολογία με θέμα τις εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο.

Christodoulou Demetrios, Inside the Cyprus miracle: the labours of an embattled mini economy, University of Minnesota, 1992
Ιωάννου Μιχαλάκης, Οι εργατικοί αγώνες της ΣΕΚ, Λευκωσία, 2002

Ioannou Christina, The eager Europeanisation of Cypriot social policy, unpublished doctoral dissertation, 2007

Kattos Sotiris, State, capital and labour in Cyprus, unpublished doctoral dissertation, 1999

Kurtulush Hatice, Purkis Semra, Αθέατες τάξεις και φύλα – Μεταναστευτικά κύματα από την Τουρκία στη βόρεια Κύπρο: οι απομονωμένοι μετανάστες – αδήλωτοι εργάτες της Λευκωσίας, Κοινωνία και Επιστήμη 112, 2008 (τούρκικη έκδοση)

Παλαιολόγος Νίκος, Εργασία και συνδικάτα στον 21ο αιώνα, ΙΝΕ, Αθήνα, 2006

Panayiotopoulos Prodromos, Cyprus: the developmental state in crisis, Capital and class, n.57, 1995

Παναγιώτου Αντρέας, Ερμηνεύοντας τον πατριωτισμό της Κυπριακής Αριστεράς, στην έκδοση Ν. Τριμικλινιώτη, Το πορτοκαλί της Κύπρου, 2005

ΠΕΟ, 1956-1986 – 30 χρόνια κοινωνικές ασφαλίσεις, 1987

ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, Λευκωσία, 1991

Slocum John, The development of labour relations in Cyprus, Nicosia, 1974

Sparsis Mikis, Tripartism and industrial relations, Nicosia, 1998

Σπαρσής Μίκης, Το Κυπριακό σύστημα εργατικών σχέσεων, Λευκωσία, 1995

Στατιστική υπηρεσία, Εργατικές στατιστικές 2004, 2005

Στατιστική υπηρεσία, Έρευνα εργατικού δυναμικού 2006

Τριμικλινιώτης Νίκος, Ρατσισμός, μετανάστες και εργασία σε μια μετα-Ευρωπαϊκή χώρα – Κύπρος (υπό έκδοση)

Trimikliniotis Nicos and Pantelides Panayiotis, Mapping discriminatory landscapes in Cyprus: ethnic discrimination in the labour market, The Cyprus Review, Vol. 15 n.1, spring 2003

Υπουργείο Εργασίας, Ετήσιες εκθέσεις 1989, 2008 και Πίνακας μισθωτών-οργανωμένων από Αρχείο Εφόρου Συντεχνιών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου