abstract κειμένου εργασίας, αρχές 2013
Το κεφάλαιο αυτό
εστιάζει στο πεδίο των εργασιακών
σχέσεων στην Κύπρο την περίοδο της
ανεξαρτησίας. Μέσα από μια συνοπτική
ιστορική αναδρομή από το 1960 μέχρι το
2012, σκιαγραφείται η εξέλιξη του εργατικού
κινήματος και η δημιουργία και λειτουργία
του συστήματος εργασιακών σχέσεων σε
συνάρτηση και με τις μεταβολές στην
κοινωνική δομή και την ταξική σύνθεση
στη Κύπρο. Η εθνοτική σύγκρουση και η
διχοτόμηση της χώρας από την μια και η
ραγδαία οικονομική ανάπτυξη του εδάφους
υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας
από την άλλη, έπαιξαν σημαντικό ρόλο
στην διαμόρφωση των συντεταγμένων του
εργατικού πεδίου, τόσο από πλευράς
θεσμών και κανόνων όσο και από πλευράς
πρακτικών και αντιλήψεων. Η ανάλυση του
ιστορικού πλαισίου αποτελεί προϋπόθεση
για μια κατανόηση της σημερινής κατάστασης
που επικρατεί στο εργατικό πεδίο.
Οι νέες συνθήκες
που κυριάρχησαν διεθνώς τις τελευταίες
δεκαετίες, με την εμφάνιση της ευελιξίας
και της απορρύθμισης της εργασίας όμως,
υπονόμευσαν τόσο το θεσμικό πλαίσιο
της περιόδου του “κυπριακού οικονομικού
θαύματος” όσο και τους συσχετισμούς
δύναμης πάνω στο οποίο είχε βασιστεί.
Επιπλέον η παγκόσμια οικονομική κρίση
έχει επιτείνει τις ήδη υπάρχουσες τάσεις
υποτίμησης της εργασίας, αύξησης της
ανεργίας και της υποαπασχόλησης,
επέκτασης της άτυπης οικονομίας και
της υπερεκμετάλλευσης, της εξατομίκευσης
των εργασιακών σχέσεων και της επισφάλειας.
Ουσιαστικά την
τελευταία περίοδο συντελείται και στην
Κύπρο μια αναμόρφωση της μισθωτής σχέσης
μέσα από την αναδιοργάνωση της εργασιακής
διαδικασίας με στόχο την μείωση του
εργατικού κόστους και τον καλύτερο
πολιτικό έλεγχο της εργασίας από το
κεφάλαιο. Η παρακμή του συνδικαλισμού,
που αποτελεί τη βασική συνιστώσα για
την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων,
υπήρξε νευραλγικός παράγοντας στις
εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών. Η
αποδυνάμωση του συνδικαλισμού υπήρξε
ουσιαστικά διπλή – και ως ποσοτική
σμίκρυνση της βάσης και του πολιτικού
εκτοπίσματος των συνδικάτων και ως
μετακίνηση προς πιο “υπεύθυνες” και
συγκαταβατικές στάσεις, εν μέρει και
ως αποτέλεσμα μιας “ρεαλιστικής”
αποτίμησης του μεταβαλλόμενου συσχετισμού
δυνάμεων. Η αύξηση της εξάρτηση των
συνδικάτων πάνω στην νομοθεσία και την
κρατική εποπτεία για την προστασία των
εργαζομένων αντανακλά ακριβώς την
αδυναμία τους να διαμορφώσουν τους
όρους της εργασιακής διαδικασίας.
Το ερώτημα που
τίθεται σήμερα, μέσα σε συνθήκες μιας
ραγδαίας και εξόφθαλμης κοινωνικής
οπισθοδρόμησης με αφορμή και εργαλείο
την διαχείριση της χρηματοπιστωτικής
κρίσης και της κρίσης χρέους και με
δεδομένη την κατάσταση στην οποία
βρίσκεται το συνδικαλιστικό κίνημα
είναι το κατά πόσον και με ποιο τρόπο
μπορεί να αρθρωθεί κάποιου είδους
ουσιαστική αντίσταση από πλευράς των
δυνάμεων της εργασίας.