Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κύπρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κύπρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Μαΐου 2019

Εισαγωγή του βιβλίου μου "Ο Ντενκτάς στο νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ε/κ πλευρά"


Εισαγωγή: ιστορία, ανάγκη και επιλογές


Εάν, επιλέγουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των Τ/κ σε μια ξεχωριστή, ανεξάρτητη οντότητα, τότε θα πρέπει να περιοριστούν εις όσα αναλογούν στην αποκλειστική οικονομική ζώνη της εν λόγω παρανόμου οντότητας. Και συνεπώς δεν έχουν λόγο να αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 Νίκος Αναστασιάδης, 2/1/2018

Το παρόν βιβλίο είναι βασισμένο σε δυο δεκαετίες στενής παρακολούθησης της εξέλιξης του Κυπριακού, αρθρογραφίας και πολιτικής στράτευσης και δράσης ενάντια στη διχοτόμηση. Φέτος κλείνω τα σαράντα χρόνια ζωής και έγραψα αυτό το κείμενο στο Καϊμακλί, ένα σημείο στη Λευκωσία, που στις 3 από τις 4 πλευρές του ορίζοντα, μερικά χιλιόμετρα μπροστά μου, βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή της χώρας μου με τη νεκρή της ζώνη. Μακάρι τα πράγματα να ήταν αλλιώς και σήμερα να ήμουν σε θέση να έγραφα ένα βιβλίο με τίτλο «Η ανατροπή της διχοτόμησης», ένα αίσθημα που είχα και την περίοδο 2003-2004 όντας μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και έγραφα τη διατριβή μου πάνω στις τότε τρέχουσες εξελίξεις με το Σχέδιο Ανάν και το δημοψήφισμα. Τότε είχα ξεκινήσει με προκαταρκτικό τίτλο «Η ειρηνευτική διαδικασία στην Κύπρο», αλλά από την άνοιξη του 2004 ο τίτλος έγινε «Ερμηνεύοντας το ελληνοκυπριακό Όχι».

Απέφυγα να συνεχίσω συστηματικά σε ακαδημαϊκό επίπεδο την ενασχόλησή μου με το Κυπριακό και επέλεξα γενικά άλλα θέματα για την επιστημονική μου εργασία τα τελευταία 15 χρόνια. Αλλά η πολιτική δράση στο κίνημα της επανένωσης και η δημόσια αρθρογραφία μου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένες πάνω στη διερεύνηση και την προσπάθεια ανατροπής της διχοτόμησης – κάτι που θα συνεχίσει και μετά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Καθότι το 2017 υπήρξε μια καθοριστική στιγμή στο Κυπριακό, ανάλογη με το 2004 και επειδή θεωρώ ότι τα διάφορα κομμάτια ανάλυσης που έγραψα σε διάφορες φάσεις αυτά τα 15 χρόνια έχουν σκιαγραφήσει ένα επαρκές πλαίσιο ανάλυσης, πιστεύω ότι ήρθε η ώρα να πάρουν μια πιο συνεκτική μορφή και να αρθρώσουν συνολικά ένα περιεχτικό επιχείρημα. Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε ένα διευρυμένο ακροατήριο και προσπαθεί να αποφύγει διάφορες ακαδημαϊκές συμβάσεις για να κρατήσει το κείμενο όσο το δυνατόν πιο βατό για τον μέσο αναγνώστη χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις στις κοινωνικές επιστήμες ή σε βάθος γνώση του Κυπριακού.[1]

Ο στόχος του βιβλίου είναι να καταγράψει τις βασικές δυναμικές που διαμόρφωσαν το Κυπριακό μετά το 1974, ιδιαίτερα μετά το 1993, άλλη μια κομβική στιγμή στην πορεία προς τη διχοτόμηση. Δεν υιοθετεί μια ιστορική λογική, παρότι προσεγγίζει ιστορικά και αφηγείται περίπου χρονολογικά τις εξελίξεις. Η οπτική και η λογική του κειμένου εντάσσονται στο πεδίο της πολιτικής κοινωνιολογίας και προσεγγίζουν το Κυπριακό υπό το πρίσμα των σχέσεων εξουσίας στην κοινωνία, εστιάζοντας στη διάδραση μεταξύ πολιτικής ελίτ και κοινωνίας, πολιτικού συστήματος και κοινωνίας των πολιτών. Το βιβλίο εστιάζει στο ιδεολογικό πεδίο και αναλύει τις πολιτικές δυναμικές, ιδιαίτερα τις πρόσφατες, σε σχέση με την κοινωνία και την αποτύπωσή τους στη δημόσια σφαίρα. Επικενώνεται στην ελληνοκυπριακή (ε/κ) κοινότητα χωρίς όμως να παραβλέπει τις παράλληλες διεθνείς εξελίξεις αλλά ούτε και τις δυναμικές στην τουρκοκυπριακή (τ/κ) κοινότητα στον βαθμό που αυτές επηρέασαν ή ακόμη και συνέβαλαν στην πορεία προς τη διχοτόμηση.

Το ανά χείρας βιβλίο δεν φιλοδοξεί να παρουσιάσει μια συνολική και εκτεταμένη ανάλυση όλων των παραγόντων που διαμόρφωσαν το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι στην ε/κ κοινότητα τις τελευταίες δεκαετίες σε σχέση με το Κυπριακό. Ούτε μπορεί να παραθέσει λεπτομερώς όλες τις παραμέτρους της εξέλιξης σύνθετων ζητημάτων όπως ο εθνικισμός, οι ειρηνευτικές συνομιλίες, οι διακοινοτικές σχέσεις και το διεθνές περιβάλλον. Έχει πολύ πιο περιορισμένη αναλυτική ατζέντα και πολύ πιο συγκεκριμένα ερωτήματα να θέσει. Έχει όμως τον φιλόδοξο στόχο να αρθρώσει μια γενική θεώρηση για το πώς κανονικοποιήθηκε η διχοτόμηση τα τελευταία 25, και ειδικότερα τα τελευταία 15, χρόνια. Ή για να τεθεί αντίστροφα, για το πώς η διχοτόμηση, σε μια περίοδο που ευάλωτη από γεωπολιτική, πολιτική και οικονομική άποψη, τόσο ως ισορροπία όσο και ως πλαίσιο, δεν αμφισβητήθηκε και δεν διαβρώθηκε επαρκώς. Το ανά χείρας βιβλίο έχει ως στόχο να θέσει με ειλικρίνεια το ερώτημα και να συζητήσει δημόσια και ανοιχτά ένα συγκαλυμμένο αλλά κοινό μυστικό. Η ανάλυση της κανονικοποίησης της διχοτόμησης στην ε/κ πλευρά ενέχει και ένα πολιτικό βάρος, αυτό της αντιστροφής μιας γερά θεμελιωμένης ιδεολογικής οικοδομής – για αυτόν όμως τον λόγο φέρει και μια αίσθηση απελευθέρωσης στον βαθμό που το πετυχαίνει.

Το βιβλίο χωρίζεται σε 7 κεφάλαια που πραγματεύονται διάφορες θεματικές εστιάζοντας σε περιόδους, κομβικά σημεία και πεδία που διαμόρφωσαν τους όρους κανονικοποίησης της διχοτόμησης. Το 1ο κεφάλαιο θέτει το ιστορικό πλαίσιο και εξετάζει τη δημιουργία της διχοτόμησης, εισάγοντας επίσης και εννοιολογικά ζητήματα σε σχέση με το πολιτικό σύστημα, το πολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων και τις δυναμικές των ταυτίσεων και των ιδεολογιών σε επίπεδο κοινωνίας. Ουσιαστικά αφηγείται τις βασικές εξελίξεις της εικοσιπενταετίας 1950-1975 που οδήγησαν στον διαχωρισμό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Το 2ο κεφάλαιο συζητά κοινωνιολογικά τον διαχωρισμό, όπως αυτός επιβλήθηκε σχεδόν απόλυτα την περίοδο 1975-2003, και τις συνέπειές του σε επίπεδο συλλογικής συνείδησης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Έχοντας σκιαγραφήσει τα βασικά ζητήματα που συγκρότησαν ιστορικά το Κυπριακό, τα επόμενα κεφάλαια που καταπιάνονται με τις πιο πρόσφατες εξελίξεις εμβαθύνουν την ανάλυση και συζητούν τις παραμέτρους της μη επίλυσής του.

Το 3ο κεφάλαιο εστιάζει στο άνοιγμα των οδοφραγμάτων και στη μεγάλη κοινωνική προοπτική που δημιούργησε το 2003, αλλά και στο πώς αυτή δεν κατάφερε να πάρει άμεση πολιτική μορφή με αποτέλεσμα να φθαρεί και να οδηγήσει ξανά στο περιθώριο εκείνες τις λογικές και τις δυνάμεις που άρθρωναν με επιμονή μια αντι-διχοτομική πολιτική στάση. Συζητά παράλληλα τη σημασία της ύπαρξης των ανοιχτών οδοφραγμάτων από το 2003 μέχρι σήμερα και την επίδρασή τους στις δια-κοινοτικές σχέσεις. Το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν είναι το κεντρικό θέμα του 4ου κεφαλαίου λειτουργώντας ως πυλώνας πάνω στον οποίο στήνεται το βασικό επιχείρημα του βιβλίου: ότι η εδραίωση της διχοτόμησης δεν υπήρξε ούτε αυτόματη και εκ των πραγμάτων διαδικασία, ούτε συνέβη πίσω από την πλάτη της ε/κ κοινότητας. Δεν ήταν το ηχηρό Όχι στον Ανάν που εδραίωσε τη διχοτόμηση. Πιο σημαντική ήταν η απώθηση από πολλούς των συνεπειών του ηχηρού Όχι και άρα η αδυναμία τους να επεξεργαστούν εναλλακτικές πρακτικές και άλλα σενάρια τα επόμενα χρόνια. Όμως η απομυθοποίηση που επήλθε με τη διαδικασία του δημοψηφίσματος σήμανε το τέλος της ομίχλης και μαζί και το τέλος της αθωότητας για όλους.


Το 5ο κεφάλαιο  συζητά την ύστατη μάχη που δόθηκε μεταξύ ομοσπονδίας και διχοτόμησης τη δεκαετία 2007-2017 σε πολιτικό επίπεδο και το πώς, παρά τη φαινομενική νίκη των δυνάμεων της ομοσπονδίας, ήταν τελικά οι δυνάμεις της διχοτόμησης που κατάφεραν πραγματικά να επικρατήσουν και να ορίσουν το παιχνίδι. Ανασκοπεί τις εσωτερικές δυναμικές στις δύο κοινότητες, τις διεθνείς μεταβολές και τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις μέχρι την κατάρρευση του τελευταίου γύρου συνομιλιών το 2017, κάνοντας διάκριση μεταξύ της τυπικής και της ουσιαστικής στάσης των διαφόρων πρωταγωνιστών, της μορφής και του περιεχομένου των δράσεων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Στη συνέχεια, το 6ο κεφάλαιο εστιάζει στον ρόλο που διαδραμάτισαν ή μη η παιδεία και τα ΜΜΕ τόσο διαχρονικά όσο και σε κομβικές στιγμές της εξέλιξης του Κυπριακού ανοίγοντας έτσι τη συζήτηση για τις δομές και τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας της εκτάκτου ανάγκης και την επίδρασή τους πάνω στη συλλογική μνήμη, τις κοινωνικές αντιλήψεις και την κοινή γνώμη. Η κεντρική θεωρητική έννοια εδώ είναι το ιδιότυπο βαθύ κράτος που διαμορφώθηκε ιστορικά και αναπαράγεται συντηρώντας συγκεκριμένα κυρίαρχα ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια που επιδρούν σε παρόντα πολιτικό χρόνο.

Τέλος το 7ο κεφάλαιο ανοίγει την αναλυτική οπτική και συζητά πιο θεωρητικά τα προλεχθέντα και πιο συγκεκριμένα τις πολιτικές ισορροπίες και τα πολιτικά διακυβεύματα όπως διαμορφώθηκαν από τις πρόσφατες εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις. Πραγματεύεται τις ταξικές και πολιτικές ισορροπίες μέσα στην ε/κ κοινωνία, περιγράφει συνοπτικά τις αριστερές προσεγγίσεις και συζητά τις διάφορες γραμμές, θέσεις και σχεδιασμούς της ε/κ αστικής τάξης και τον συσχετισμό τους με τα λαϊκά και εργατικά στρώματα. Ο στόχος εδώ είναι η επεξήγηση των μετατοπίσεων, της νομιμοποίησης των πολιτικών και της αδυναμίας συγκρότησης ενός εναλλακτικού ιστορικού μπλοκ που θα μπορούσε να ανατρέψει τα διχοτομικά δεδομένα.

Στον επίλογο γίνεται μια απόπειρα να τεθεί με ιστορικούς όρους η προβληματική του βιβλίου και να γίνει μια ψύχραιμη αποτίμηση της επίδρασης που είχαν οι δρώντες διαχρονικά στην παραγωγή και αναπαραγωγή των δομών της διχοτόμησης. Αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, υποχρέωση προς την επόμενη γενιά που έχει καταδικαστεί να ζήσει σε ένα επισφαλές περιβάλλον, σε ένα πιθανότατα επιδεινούμενο διχοτομικό στάτους κβο, όπου η διατήρηση της ειρήνης θα συνεχίσει να εξαρτάται απόλυτα και αποκλειστικά από τις διεθνείς ισορροπίες. Αξίζει να λεχθεί ότι η κατάσταση πραγμάτων, όπως διαμορφώθηκε το 1974, το εδραιωμένο διχοτομικό στάτους κβο δηλαδή, βασισμένο εσωτερικά στον εθνικισμό και τον φόβο, δεν παρέχει καμιά ασφάλεια σε συνθήκες μεταβολής αυτών των διεθνών ισορροπιών: ότι η μη λύση παγιώνει την υπαγωγή της Κύπρου στο πλέγμα των ιμπεριαλιστικών σχέσεων. ότι χωρίς την επανένωση της Κύπρου και την ανάπτυξη της συνείδησης και της πραγματικότητας των κοινών συμφερόντων Ε/κ-Τ/κ κινδυνεύουμε να ξαναγίνουμε το σημείο εξαγωγής της έντασης των ελληνο-τουρκικών μεγαλο-ιδεατισμών και του ανταγωνισμού τους.

Όσον αφορά την επιλογή του τίτλου αυτού του βιβλίου: Η ιδέα ότι το όραμα Ντενκτάς βρήκε μισό αιώνα μετά πολλούς υπέρμαχους στην ε/κ κοινότητα δεν είναι ούτε καινοφανής. Το ίδιο ισχύει και για τη διαπίστωση της κανονικοποίησης της διχοτόμησης. Αυτά έχουν λεχθεί πολλές φορές σε συγκεντρώσεις, έχουν γραφτεί σε άρθρα και έχουν εκτεθεί στη δημόσια σφαίρα. Αυτό όμως που δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής είναι η σε βάθος ανάλυση και η συγκεκριμένη λογική και εμπειρική τεκμηρίωση αυτού του ισχυρισμού. Αυτός είναι ο διανοητικός στόχος του παρόντος βιβλίου. Το σύνθημα «ο Ντενκτάς στον νότο» το φώναξαν τα πλήθη των τ/κ του Ναι το βράδυ της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, αντιστρέφοντας έτσι τον εθνο-κεντρισμό που εξέφραζε και υπηρετούσε ο Ραούφ Ντενκτάς και οι συνεργάτες του. Να πάει στη νότια Κύπρο λοιπόν, εκεί που το διχοτομικό στάτους κβο έχει πιο πολλούς οπαδούς. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ε/κ κοινότητα υπήρξε το κυρίαρχο πεδίο μέσα στο οποίο παίχτηκε και κρίθηκε το πολιτικό ζήτημα – αν το διχοτομικό στάτους κβο που διαμορφώθηκε το 1974 θα υπονομευόταν και θα ανατρεπόταν ή θα εδραιωνόταν.

Κλείνοντας αυτή την εισαγωγή θα επαναλάβω ότι η ιστορία δεν έχει τέλος και τα πάντα μπορούν να αλλάξουν. Το μέλλον της χώρας θα εξαρτηθεί τελικά από τους ανθρώπους της και τη δράση ή την αδράνειά τους –οι άνθρωποι φτιάχνουν τη δική τους ιστορία– σύμφωνα και με την περίφημη ρήση του Μαρξ. Σε συνθήκες όμως «δοσμένες από το παρελθόν». Αυτές τις συνθήκες από το παρελθόν είναι που καταγράφει αυτό το βιβλίο, με ρεαλισμό και μακριά από ευσεβοποθισμούς που μπορεί να θολώσουν την ανάλυση. Με άσβεστη όμως και την επιθυμία της ανατροπής της εδραίωσης της διχοτόμησης που αναδεικνύει το βιβλίο. Διότι πιστεύω ότι η «όποια διχοτόμηση», προς την οποία εργάζεται η κυρίαρχη μερίδα της ε/κ ηγεσίας και που γίνεται αποδεχτή ή/και επιθυμητή από ισχυρή μερίδα των ε/κ, δεν θα είναι ούτε βελούδινη, ούτε συμφέρουσα ούτε θα λύσει το πρόβλημα, που θα συνεχίσει να μας στοιχειώνει, έστω και αν τα επόμενα χρόνια επιβληθεί κάποια ρύθμιση στις εξωτερικές του πτυχές.




[1] Για να βοηθηθεί επιπλέον ο αναγνώστης, στο τέλος του βιβλίου περιλαμβάνεται ένα Επεξηγηματικό Γλωσσάρι στο οποίο μπορεί να ανατρέχει για κάποια βασικά ονόματα και όρους.

Σάββατο 2 Μαρτίου 2019

Ο Ντενκτάς στον νότο: Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά


τα περιεχόμενα του βιβλίου μου που βρίσκεται τώρα σε διαδικασία έκδοσης από τον εκδοτικό οίκο Ψηφίδες στη Θεσσαλονίκη. αναμένεται να κυκλοφορήσει τον Απρίλη

Στη μνήμη του Κωστή Αχνιώτη
  
Περιεχόμενα


Ευχαριστίες.....................................................................................................................
Πρόλογος της «Κυπρολογικής σειράς: Ρότσος»…………………………………………………………
Προλογικό Σημείωμα: Αλέξης Ηρακλείδης………………………………………………………………….

Εισαγωγή: ιστορία, ανάγκη και επιλογές………………………………

Κεφάλαιο 1: Από τους εθνικισμούς στη διχοτόμηση 1950-1975………………………………..
Η ανάπτυξη των εθνικισμών
Οι διακοινοτικές συγκρούσεις
Η διχοτόμηση

Κεφάλαιο 2: Ο διαχωρισμός ως βιωμένη πραγματικότητα, ως υπόσχεση και ως ταμπού 1975-2003……………………………………………………………………………………………………
Μνήμες αναπαραστάσεις και αφηγήματα
Υλικές συνθήκες και βιώματα
Ο μύθος που γίνεται συνήθεια

Κεφάλαιο 3: Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και η ανολοκλήρωτη προοπτική.................
Η ρωγμή στο τείχος
Η εισβολή της πραγματικότητας
Η ανολοκλήρωτη προοπτική

Κεφάλαιο 4: Το δημοψήφισμα του 2004 και το τέλος της αθωότητας ……….......................
Το Σχέδιο Ανάν και το τέλος του μύθου
Το τ/κ Ναι και το ε/κ Όχι: δομικοί και συγκυριακές παράμετροι
Οι συνέπειες του ε/κ Όχι και οι νέες ισορροπίες

Κεφάλαιο 5: Η δεκαετής μάχη μεταξύ ομοσπονδίας και διχοτόμησης 2007-2017………
Η συγκρότηση των ομοσπονδιακών και αντι-ομοσπονδιακών στρατοπέδων βόρεια και νότια
Οι συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ του 2009 και το άνοιγμα Ακιντζί το 2016
Η περίοδος Ερτογάν στην Τουρκία και οι μεταβολές στην τ/κ κοινότητα
Η ανάδυση και η εδραίωση της διχοτόμησης ως ε/κ επιλογή

Κεφάλαιο 6: Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, τα ΜΜΕ και το βαθύ κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας της έκτακτης ανάγκης……………………………………………………………………………………..
Η αποτυχημένη απόπειρα μεταρρύθμισης και η διατήρηση του ελληνοκεντρισμού στην ε/κ παιδεία
Τα ΜΜΕ, ο δημόσιος λόγος και η κυρίαρχη ρητορική στην ε/κ κοινότητα
Τα πανεπιστήμια ως βιομηχανία και ως κοινοτικά ιδρύματα

Κεφάλαιο 7: Οι μετατοπίσεις στην ε/κ αστική τάξη και οι ισορροπίες στην ε/κ κοινότητα………………………………………………………………………………………………
Αριστερές προσεγγίσεις
Η οικονομία της Κυπριακής Δημοκρατίας και η κρίση
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι υδρογονάνθρακες και η συμμαχία με το Ισραήλ
Η γραμμή «στάτους κβο με κάθε κόστος» και «όποια διχοτόμηση όταν έρθει η ώρα»
Οι επανενωτικές δυνάμεις σήμερα

Επίλογος: ιστορία, ευθύνη και μέλλον………………………………………………

Βιβλιογραφικές αναφορές.........................................................................................................

Επεξηγηματικό Γλωσσάρι...........................................................................................................




Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Ίδρυση της συντεχνίας Διδακτορικών Επιστημόνων Διδασκαλίας και Έρευνας (ΔΕΔΕ)

Συντεχνία Διδακτορικών Επιστημόνων Διδασκαλίας και Έρευνας (ΔΕΔΕ)

Δελτίο Τύπου - Λευκωσία, 13 Ιανουαρίου 2016
Ίδρυση της συντεχνίας Διδακτορικών Επιστημόνων Διδασκαλίας και Έρευνας (ΔΕΔΕ)

         Ανακοινώνουμε την ίδρυση μιας καινούργιας παγκύπριας συντεχνίας, που αφορά μια μεγάλη μερίδα εργαζομένων στον νευραλγικό χώρο της ακαδημαϊκής έρευνας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η συντεχνία Διδακτορικών Επιστημόνων Διδασκαλίας και Έρευνας (ΔΕΔΕ)ιδρύθηκε την 6η Νοεμβρίου 2015 στη Λευκωσία, εγγράφηκε στον Έφορο Συντεχνιών στις 17/12/2015 και έχει την έδρα της στη Λευκωσία (Πανεπιστήμιο Κύπρου). Μέλη της μπορούν να γίνουν όλοι οι κάτοχοι διδακτορικού τίτλου που ασχολούνται με την ακαδημαϊκή έρευνα ή και τη διδασκαλία αλλά δεν κατέχουν οργανικές θέσεις στα κυπριακά δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια.
         Πρόκειται για ένα μεγάλο και ολοένα αυξανόμενο αριθμό επιστημόνων, στην εργασία των οποίων βασίζεται σε μεγάλο βαθμό η συνεχής επέκταση της κυπριακής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας. Επιστημόνων που παρά την υψηλή εξειδίκευση, τα προσόντα και την εμπειρία τους, εργοδοτούνται είτε σε ωρομίσθια βάση (διδασκαλία), είτε με συμβόλαια περιορισμένης διάρκειας (έρευνα), που ανανεώνονται διακεκομμένα για χρόνια, στην πλειοψηφία τους με χαμηλούς μισθούς, χωρίς τα περισσότερα από τα αυτονόητα εργασιακά δικαιώματα και ωφελήματα και γενικά σε συνθήκες εργασιακής ανασφάλειας. Παρά το ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων στα οποία εργάζονται, δεν έχουν ουσιαστική συμμετοχή στα σώματα και τις διαδικασίες της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ, παρόλο που συχνά πρωταγωνιστούν στην έρευνα, έχουν υποβαθμισμένους ρόλους στα ερευνητικά προγράμματα ως αποτέλεσμα της εργασιακής σχέσης που έχουν με τα πανεπιστήμια. 
         Η ΔΕΔΕ έχει στόχο να στηρίξει τους επισφαλώς εργαζόμενους ερευνητές και διδάσκοντες σε όλα τα κυπριακά πανεπιστήμια για να διεκδικήσουν βελτίωση της θέσης των νέων επιστημόνων στον κυπριακό ακαδημαϊκό χώρο καθώς και των όρων και των συνθηκών εργασίας τους. Θεωρούμε ότι αυτό δεν εξυπηρετεί μόνο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των μελών της, αλλά συνολικά την κυπριακή έρευνα και τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς οι όροι της ερευνητικής και διδακτικής εργασίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με την ποιότητα της παραγόμενης έρευνας και της παρεχόμενης εκπαίδευσης, την αναβάθμιση των οποίων θέτει ως προτεραιότητα.
                                                                  

Ιστοσελίδα: www.dede.org.cy
Facebook page: www.facebook.com/cydede


Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2013

Το εργατικό πεδίο στην Κύπρο την περίοδο της κυπριακής ανεξαρτησίας


abstract κειμένου εργασίας, αρχές 2013

Το κεφάλαιο αυτό εστιάζει στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο την περίοδο της ανεξαρτησίας. Μέσα από μια συνοπτική ιστορική αναδρομή από το 1960 μέχρι το 2012, σκιαγραφείται η εξέλιξη του εργατικού κινήματος και η δημιουργία και λειτουργία του συστήματος εργασιακών σχέσεων σε συνάρτηση και με τις μεταβολές στην κοινωνική δομή και την ταξική σύνθεση στη Κύπρο. Η εθνοτική σύγκρουση και η διχοτόμηση της χώρας από την μια και η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη του εδάφους υπό τον έλεγχο της Κυπριακής Δημοκρατίας από την άλλη, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση των συντεταγμένων του εργατικού πεδίου, τόσο από πλευράς θεσμών και κανόνων όσο και από πλευράς πρακτικών και αντιλήψεων. Η ανάλυση του ιστορικού πλαισίου αποτελεί προϋπόθεση για μια κατανόηση της σημερινής κατάστασης που επικρατεί στο εργατικό πεδίο.

Οι νέες συνθήκες που κυριάρχησαν διεθνώς τις τελευταίες δεκαετίες, με την εμφάνιση της ευελιξίας και της απορρύθμισης της εργασίας όμως, υπονόμευσαν τόσο το θεσμικό πλαίσιο της περιόδου του “κυπριακού οικονομικού θαύματος” όσο και τους συσχετισμούς δύναμης πάνω στο οποίο είχε βασιστεί. Επιπλέον η παγκόσμια οικονομική κρίση έχει επιτείνει τις ήδη υπάρχουσες τάσεις υποτίμησης της εργασίας, αύξησης της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, επέκτασης της άτυπης οικονομίας και της υπερεκμετάλλευσης, της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων και της επισφάλειας.

Ουσιαστικά την τελευταία περίοδο συντελείται και στην Κύπρο μια αναμόρφωση της μισθωτής σχέσης μέσα από την αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας με στόχο την μείωση του εργατικού κόστους και τον καλύτερο πολιτικό έλεγχο της εργασίας από το κεφάλαιο. Η παρακμή του συνδικαλισμού, που αποτελεί τη βασική συνιστώσα για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων, υπήρξε νευραλγικός παράγοντας στις εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών. Η αποδυνάμωση του συνδικαλισμού υπήρξε ουσιαστικά διπλή – και ως ποσοτική σμίκρυνση της βάσης και του πολιτικού εκτοπίσματος των συνδικάτων και ως μετακίνηση προς πιο “υπεύθυνες” και συγκαταβατικές στάσεις, εν μέρει και ως αποτέλεσμα μιας “ρεαλιστικής” αποτίμησης του μεταβαλλόμενου συσχετισμού δυνάμεων. Η αύξηση της εξάρτηση των συνδικάτων πάνω στην νομοθεσία και την κρατική εποπτεία για την προστασία των εργαζομένων αντανακλά ακριβώς την αδυναμία τους να διαμορφώσουν τους όρους της εργασιακής διαδικασίας.

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα, μέσα σε συνθήκες μιας ραγδαίας και εξόφθαλμης κοινωνικής οπισθοδρόμησης με αφορμή και εργαλείο την διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους και με δεδομένη την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το συνδικαλιστικό κίνημα είναι το κατά πόσον και με ποιο τρόπο μπορεί να αρθρωθεί κάποιου είδους ουσιαστική αντίσταση από πλευράς των δυνάμεων της εργασίας.

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η ευέλικτη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο (Μάης 2011)

7ο Ιστορικό Συνέδριο περιοδικού Ιστορείν, Αθήνα
“Ιστορία της εργασίας – Νέες προσεγγίσεις σε ένα διαρκές ζήτημα”

Γρηγόρης Ιωάννου
Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστήμιο Warwick
Μάης, 2011


Η ευέλικτη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο


Εισαγωγή

Η ανακοίνωση αυτή πραγματεύεται τις διάφορες μορφές που παίρνει η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων τις τελευταίες δυο δεκαετίες στην Κύπρο. Αντλώ τα δεδομένα μου από την εμπειρική έρευνα που πραγματοποίησα την περίοδο 2007-2008 (στα πλαίσια εκπόνησης διδακτορικής διατριβής) σε τρεις διαφορετικές βιομηχανίες στην Κύπρο – την ξενοδοχειακή, την τραπεζική και την οικοδομική. Συγκεκριμένα εστίασα σε 3 ξενοδοχειακές μονάδες, 2 τραπεζικούς οργανισμούς και 2 κατασκευαστικές εταιρείες με την μέθοδο της μη συμμετοχικής παρατήρησης και πήρα γύρω στις 200 μη δομημένες συνεντεύξεις με εργαζόμενους, επιστάτες-διευθυντές και συνδικαλιστές. Η βασική θέση που θα αναπτύξω εδώ είναι ότι η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο συντελείται στα πλαίσια, και σε αξιοσημείωτο βαθμό, με την ρητορική της ευελιξίας και παρότι αυτό είναι μεν παγκόσμιο φαινόμενο συνυφασμένο με την παγκοσμιοποίηση και τον νεοφιλελευθερισμό, οι συγκεκριμένες μορφές που αυτή παίρνει σε κάθε χώρα καθορίζονται από τις τοπικές ιστορικές συνθήκες και το τοπικό ισοζύγιο δυνάμεων.

Η συζήτηση για την εργασιακή ευελιξία και την απορρύθμιση σε διεθνές επίπεδο χρονολογείται από την δεκαετία του 1980 και συνδέεται με τις συζητήσεις για τον μετα-φορντισμό ως παραγωγικό υπόδειγμα και την υπηρεσιοποίηση της οικονομίας ως ιστορικό πλαίσιο1. Βασική προϋπόθεση της ευέλικτης απορρύθμισης είναι η παρακμή του συνδικαλισμού, βασικό της χαρακτηριστικό η κατάτμηση της αγοράς εργασίας και του εργατικού δυναμικού σε πυρήνα και περιφέρεια και βασική της συνέπεια η γενικευμένη ανασφάλεια μέσα από την διάχυση νέων μορφών εργασιακών σχέσεων2. Η ευελιξία της εργασίας τόσο ως εμπειρική πραγματικότητα όσο και ως γενικός πολιτικός στόχος αναπτύχθηκε την δεκαετία του 1990, όταν ο νεοφιλελευθερισμός κατάφερε να καταστεί κυρίαρχη ιδεολογία με τις βασικές του θέσεις να γίνονται αποδεκτές και από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας3. Αυτή τη δεκαετία, μέσα από την αναγνώριση και ενσωμάτωση και της αναγκαιότητας για εργασιακή ασφάλεια έχουμε τον νεολογισμό της ελαστασφάλειας ως καθοδηγητική αρχή της Ευρωπαϊκής εργατικής πολιτικής4. Στην πράξη βέβαια, ειδικότερα τα τελευταία χρόνια με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, έχουμε αύξηση της ανεργίας και της υποαπασχόλησης, την επέκταση της άτυπης οικονομίας και της υπερεκμετάλλευσης, της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων και της επισφάλειας.

Ιστορικό πλαίσιο

Το κυπριακό σύστημα εργασιακών σχέσεων ουσιαστικά δημιουργήθηκε τις τελευταίες δυο δεκαετίες της βρετανικής αποικιακής διοίκησης. Η βασική εργατική νομοθεσία που έθεσε κάποιους όρους στην εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και θεσμοποίησε τον συνδικαλισμό μπήκε σε εφαρμογή στις αρχές της δεκαετίας του 1940 με την τροποποίηση του περί συντεχνιών νόμου του 1932 (βασισμένος στον αντίστοιχο αγγλικό του 1871) και την θέσπιση άλλων δυο για τα κατώτατα ημερομίσθια και τις εργατικές διαφορές. Ως αποτέλεσμα των μαζικών εργατικών και αντι-αποικιακών αγώνων της δεκαετίας του 1940 που διεξάχθηκαν από και συγκρότησαν την κυπριακή αριστερά προέκυψε και η αναγκαιότητα της πολιτικής αναγνώρισης του συνδικαλιστικού κινήματος και ενσωμάτωσής του στα αποικιακά θεσμικά πλαίσια5. Δεν είναι τυχαίο που το Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα, η επιτροπή δηλαδή αντιπροσώπων των εργοδοτών, των εργαζομένων και της κυβέρνησης, αρμόδια για την συζήτηση των θεμάτων εργατικής πολιτικής, η απαρχή δηλαδή της αντίληψης της τριμερούς συνεργασίας προκύπτει το 1949 αμέσως μετά την κορύφωση της ταξικής σύγκρουσης με τις μεγάλες σε διάρκεια, ένταση και βία απεργίες των μεταλλωρύχων και των οικοδόμων του 1948.

Τις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970 τόσο ο συνδικαλισμός όσο και το τριμερές σύστημα εργασιακών σχέσεων εδραιώνονται, αναπτύσσονται και διευρύνονται καθώς οι υφιστάμενες αποικιακές διοικητικές δομές μετεξελίσσονται με την μετάβαση στην ανεξαρτησία και στην διχοτόμηση. Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα είχαν βέβαια ήδη διαιρεθεί τόσο σε ιδεολογική όσο και σε εθνοτική βάση, διαδικασίες που ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ολοκληρώθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 με την μαζική μετακίνηση των τ/κ εργατών από την ΠΕΟ στην Κυπριακή Ομοσπονδία Τουρκικών Συντεχνιών6. Ο ένοπλος αντι-αποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ και ο εκφυλισμός του σε αντι-κομμουνιστική εκστρατεία και διακοινοτική διένεξη με την δημιουργία και της ΤΜΤ σημάδεψαν την οριστική διάσπαση του εργατικού κινήματος και κατ' επέκταση ολόκληρης της κυπριακής κοινωνίας που πέρασε σε μια εύθραυστη ανεξαρτησία κάτω από την πολιτική ηγεμονία δυο αντιμαχόμενων εθνικισμών οδηγώντας σύντομα την χώρα σε συνάρτηση και με τις ελληνο-τουρκικές επεμβάσεις στην διχοτόμηση.

Ο εθνοτικός κοινοτισμός που κυριάρχησε πλήρως μετά και την εδαφική διχοτόμηση της χώρας καθόρισε και καθορίζει ακόμα το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται οι εργατικοί αγώνες στην Κύπρο. Στο νότιο, ελληνοκυπριακό τμήμα, ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων του 1977 αποτέλεσε και αποτελεί ουσιαστικά το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου, εκφράζοντας το ισοζύγιο δυνάμεων όπως αυτό αποκρυσταλλώθηκε μετά τον πόλεμο. Παρότι ο Κώδικας δεν έχει νομική ισχύ και αποτελεί ουσιαστικά μια “συμφωνία κυρίων”, ο σεβασμός που επιδεικνύουν τα δυο μέρη στο διαδικαστικό του γράμμα και το πολιτικό του πνεύμα είναι ενδεικτικός τόσο της ουσιαστικής όσο και της συμβολικής του αξίας ως η επιτομή του μεταπολεμικού ιστορικού συμβιβασμού που επέφερε και επέτρεψε την εθνική ενότητα7. Μια εθνική ενότητα βέβαια που επιβλήθηκε ντε φάκτο ως συνέπεια και με βάση το αποτέλεσμα του πολέμου του 1974 σε συνθήκες προλεταριοποίησης, μαζικής ανεργίας και εκ νέου πρώιμης κεφαλαιακής συσσώρευσης που εξανάγκασαν το εργατικό κίνημα σε σημαντική υποχώρηση με μειώσεις μισθών και συντάξεων, πάγωμα της ΑΤΑ και των ανεργιακών επιδομάτων και γενική πτώση 25% του βιοτικού επιπέδου σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΠΕΟ8, με αντάλλαγμα την ολοκλήρωση της ένταξης της εργατικής τάξης και των αντιπροσώπων της στο κράτος στα πλαίσια της θεσμικής και πολιτικής ενίσχυσης του τριμερούς συστήματος.

Τις δεκαετίες του 1980, του 1990 και του 2000 σημειώθηκαν ραγδαίες και σημαντικές εξελίξεις που μεταμόρφωσαν τόσο την κοινωνική δομή όσο και την σύνθεση της εργατικής τάξης ασκώντας πιέσεις στο υφιστάμενο εργατικό σύστημα και το συνδικαλιστικό κίνημα. Η τριτογενοποίηση της οικονομίας μέσα από την ανάπτυξη του τουρισμού και των υπηρεσιών σε βάρος της γεωργίας και της βιομηχανίας από την μια και η είσοδος του παράκτιου κεφαλαίου και η γραφειοποίηση της εργασίας από την άλλη συνοδεύτηκε από την σημαντική βελτίωση του μορφωτικού και του βιοτικού επιπέδου των Κυπρίων. Σε γεωπολιτικό επίπεδο η μετακίνηση της Κύπρου από την ημι-περιφέρεια στον πυρήνα του παγκόσμιου συστήματος ενίσχυσε ακόμη περισσότερο τον ρόλο της ως συνδετικό σταθμό της ροής της αξίας στα οικονομικά δίχτυα Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Παρά την έκρυθμη κατάσταση στο νησί, η Κύπρος αποτέλεσε και αποτελεί συγκριτικά με την Μέση Ανατολή, περιοχή σταθερότητας για τις χρηματο-οικονομικές επενδύσεις που ενθαρρύνθηκαν με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές9.

Η σχεδόν πλήρης ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας και η μετατροπή της Κύπρου από χώρα εξαγωγής σε χώρα εισαγωγής εργατικού δυναμικού με την μαζική κάθοδο μεταναστών εργαζομένων άλλαξε και πολιτιστικά την σύνθεση της εργατικής τάξης, δημιουργώντας βέβαια παράλληλα και καινούργιες διαιρέσεις και φέρνοντας στο προσκήνιο τα ζητήματα της ισότητας και της ισομισθίας και της καταπολέμησης των διακρίσεων και του ρατσισμού. Η πορεία της Κύπρου προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και η ένταξη της το 2004 επιτάχυνε και αύξησε την κάθοδο εργαζομένων και ντε φάκτο υπονόμευσε το υφιστάμενο μοντέλο μετανάστευσης βασισμένο στην λογική του “φιλοξενούμενου εργάτη” με άδεια εργασίας 4 ή 5 χρόνων προαπαιτώντας την σύνδεση με συγκεκριμένο εργοδότη. Οι κοινοτικοί εργαζόμενοι, που απολαμβάνουν καθεστώς αυτόματης άδειας εργασίας, είναι σήμερα γύρω στις 100 000, αναλογικά ένα μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου των εργαζομένων στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία10.

Όψεις της ευέλικτης απορρύθμισης

Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο που προϋποθέτει η λογική της ευελιξίας παίρνει διαφορετικές μορφές σε διαφορετικούς κλάδους. Τα προσωπικά συμβόλαια και οι σταθεροί (fixed) μισθοί στην ξενοδοχειακή βιομηχανία, οι υπεργολαβίες στις οικοδομές και η εξωτερική ανάθεση εργασιών στον δημόσιο και τραπεζικό τομέα αποτελούν διαφορετικές όψεις του ίδιου νομίσματος – την αναμόρφωση της μισθωτής σχέσης μέσα από την αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας με στόχο την μείωση του εργατικού κόστους και τον καλύτερο πολιτικό έλεγχο της εργασίας από το κεφάλαιο. Η ρητορική που συνοδεύει αυτή την εργοδοτική πρωτοβουλία για την ευέλικτη απορρύθμιση είναι συχνά η ίδια – η αναγκαιότητα για “εκσυγχρονισμό” του συστήματος, “βελτίωση της αποδοτικότητας”, επίτευξη “ανταγωνιστικότητας” στην αγορά και φυσικά η έννοια για το “καλό της οικονομίας”. Οι συνέπειες είναι επίσης κοινές – διάβρωση της ισχύς των συνδικάτων και των συλλογικών συμβάσεων, εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων και διατήρηση και ενίσχυση της λογικής των εργαζομένων πολλαπλών ταχυτήτων.

Η διάβρωση των συλλογικών συμβάσεων συντελείται με δυο τρόπους – άμεσα, με την άρνηση συνομολόγησης ή αναγνώρισης – εφαρμογής υφιστάμενων επιχειρησιακών ή κλαδικών συμβάσεων και έμμεσα με την αποφυγή τήρησης των προνοιών των συμβάσεων και τον αποκλεισμό μερίδας εργαζομένων από την κάλυψη τους. Η άμεση διάβρωση είναι πιο συχνό φαινόμενο σε κλάδους με χαμηλή συνδικαλιστική παρουσία όπως το λιανικό εμπόριο και ο επισητισμός – όπου το μικρό μέγεθος των εργασιακών χώρων από την μια, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού με σημαντική παρουσία φοιτητών και μεταναστών από την άλλη και η αυξημένη ροή εργασίας καθιστούν την συνδικαλιστική οργάνωση ένα αβέβαιο και δύσκολο εγχείρημα. Αλλά ακόμα και σε κλάδους με σχετικά ψηλή συνδικαλιστική παρουσία, υπάρχουν εργοδότες που δεν δίστασαν και δεν διστάζουν να αγνοήσουν υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις ακόμα και να συγκρουστούν μετωπικά με τα συνδικάτα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η εξάμηνη απεργία στα ξενοδοχεία της εταιρείας Λόρδος στη Λάρνακα το 1999 όπου η λογική των προσωπικών συμβολαίων επιβλήθηκε καθολικά μέσα από την εκδίωξη των συνδικάτων, αποτελώντας την αφετηρία και το παράδειγμα για την διάχυση τους στην υπόλοιπη βιομηχανία.

Η έμμεση διάβρωση των συλλογικών συμβάσεων συντελείται μέσα από την διαίρεση των εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης / εργασιακού χώρου σε δυο τμήματα με μια μερίδα εργαζομένων να εργοδοτείται στην βάση της σύμβασης και μια όχι. Αυτή η διαίρεση επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από τις νέες προσλήψεις όπου πλειοψηφούν τα προσωπικά συμβόλαια πχ στα ξενοδοχεία ή η εργασία με το κομμάτι στις οικοδομές, δημιουργώντας έτσι μια μειωτική τάση στην κάλυψη των συμβάσεων και στην συνδικαλιστική πυκνότητα. Έτσι έχουμε από την μια σχετικοποίηση των συμβάσεων ως μηχανισμού ρύθμισης και μείωσης της ισχύς και του ρόλου των συνδικάτων, ενώ από την άλλη δημιουργούνται υβριδικοί εργασιακοί χώροι με δυαδικούς ή πολλαπλούς όρους και συνθήκες εργοδότησης.

Παρά το ότι υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις όπου εργαζόμενοι προτιμούν τα προσωπικά συμβόλαια ή την εργασία με το κομμάτι ή ακόμα και την αδήλωτη εργασία για διάφορους λόγους, πχ σταθερότητα στο εισόδημα στα ξενοδοχεία ή επιχειρηματικότητα με διάθεση ανάληψης ρίσκου και προσδοκίας αυξημένων εισοδημάτων στις οικοδομές, αποφυγή κρατικού ελέγχου και φορολογίας γενικά, συνήθως αυτά τα καθεστώτα εργοδότησης είναι προϊόντα άμεσου ή έμμεσου εκβιασμού. Σε πολλές περιπτώσεις αυτές οι μορφές εργοδότησης είναι οι μόνες διαθέσιμες και είναι συνήθως αρκετή μια νύξη από τον εργοδότη ότι “δεν θέλει φασαρίες και προβλήματα” εννοώντας ένταξη στα συνδικάτα, για να αποτρέψει τον εργαζόμενο ή την εργαζόμενη από το να επιδιώξει συνδικαλιστική οργάνωση και τα δικαιώματα και ωφελήματα που απορρέουν από ή που μπορούν να διεκδικηθούν στα πλαίσια αυτά.

Πολλές φορές ιδιαίτερα όταν πρόκειται για μετανάστες εργαζόμενους, υπάρχει και ασάφεια αν όχι συσκότιση σε σχέση με την σύμβαση της εργοδότησης – αν είναι πχ “σύμβαση εργασίας” ή “σύμβαση υπηρεσιών”, αν η ευθύνη εργοδότη ανήκει στον εργολάβο ή στον υπεργολάβο, αν η εργαζόμενη υπάγεται στη διεύθυνση του ξενοδοχείου ή στην διεύθυνση της εταιρείας που εκτελεί υπηρεσίες για λογαριασμό του ξενοδοχείου, αν ο εργαζόμενος ανήκει στο δυναμικό μιας συγκεκριμένης μονάδας ή της εταιρείας ή του συμπλέγματος εταιρειών που διαχειρίζονται πολλές μονάδες. Τα προσωπικά συμβόλαια είναι συνήθως προφορικά, αλλά ακόμα και όταν είναι γραπτά είναι συνήθως τυποποιημένα και χωρίς πολλές λεπτομέρειες ενώ συχνά οι εργαζόμενοι δεν κρατούν καν αντίτυπο.

Μέσα από τα προσωπικά συμβόλαια τα οποία αποτελούν συνήθως συμβάσεις ορισμένου χρόνου (εξάμηνα, χρονιαία κτλ) με διαφορετικά χρονικά σημεία έναρξης και άρα λήξης, όπως και μέσα από την εργασία με το κομμάτι οι εργοδότες είναι σε θέση να προγραμματίσουν εκ των προτέρων το μέγεθος του εργατικού τους δυναμικού επιτυγχάνοντας τον στόχο της λεγόμενης αριθμητικής ευελιξίας. Από την πλευρά της διεύθυνσης η δυνατότητα αυτόματης ανανέωσης ή αυτόματου τερματισμού ενός συμβολαίου ανάλογα με τον όγκο εργασίας και τον βαθμό ικανοποίησης από την απόδοση του συγκεκριμένου εργαζόμενου αυξάνει την διοικητική ευχέρεια και μειώνει το εργατικό κόστος11. Από την πλευρά του εργαζόμενου όμως η συνθήκη αυτή συμβάλλει στην εντατικοποίηση της εργασίας και οδηγεί σε ένα καθεστώς σχεδόν μόνιμης προσωρινότητας και αβεβαιότητας για το αν θα ανανεωθεί ή όχι η σύμβαση εργασίας με ότι αυτό συνεπάγεται για τον προγραμματισμό του επαγγελματικού και οικογενειακού μέλλοντος του εργαζόμενου.

Κατά κοινή ομολογία, οι μετανάστες εργαζόμενοι αποτελούν όχι μόνο τα θύματα των διακρίσεων των εργοδοτών σε ζητήματα μισθοδοσίας, αναγνώρισης δικαιωμάτων και παροχής ωφελημάτων αλλά και το μέσο με το οποίο οι εργοδότες απειλούν και τα κεκτημένα των Κυπρίων εργαζομένων12. Οι μετανάστες, στην πλειοψηφία τους κοινοτικοί εργαζόμενοι από χώρες της ανατολικής Ευρώπης εργοδοτούνται συνήθως σε προσωρινή και εποχιακή βάση και είναι οι πρώτοι που απολύονται όταν μειωθεί ο όγκος εργασίας. Συχνά ο εργοδότης είναι και ο παροχέας της στέγης τους και αποκόπτει ένα συνήθως δυσανάλογα μεγάλο για την ποιότητα της στέγασης τους ποσό από τον μισθό τους ενισχύοντας έτσι και τη σχέση εξάρτησης και εμποδίζοντάς τους από το να διανοηθούν καν να αναπτύξουν συνδικαλιστική δράση. 13ος μισθός και πληρωμένη άδεια σπάνια παρέχονται ενώ η εξαήμερη εβδομάδα ή η 10ώρη μέρα αποτελεί την κανονικότητα τους. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία βρίσκονται εκτός των συνδικάτων, αλλά ακόμα και όταν οργανωθούν στα συνδικάτα αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα με εργοδότηση στην βάση των υφιστάμενων συλλογικών συμβάσεων καθότι οι όροι εργασίας τους είναι ήδη προσυμφωνημένοι με τα προσωπικά συμβόλαια. Έτσι το μόνο που κερδίζουν οι λιγοστοί μετανάστες με την ένταξή τους στα συνδικάτα είναι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και μια δυνατότητα παρέμβασης των συνδικαλιστών σε τυχόν επί μέρους εργασιακά προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσουν.

Τέλος, η άλλη και ίσως η πιο ακραία μορφή της ευέλικτης απορρύθμισης είναι η αδήλωτη εργασία η οποία σημείωσε αύξηση την τελευταία δεκαετία σε συνάρτηση και με την αύξηση της συνολικής παρουσίας των μεταναστών. Η αδήλωτη εργασία στις οικοδομές υπολογίζεται γύρω στο 30% και είναι
αποτέλεσμα της “μόνιμης προσωρινότητας”, καθώς πολλοί εργαζόμενοι κινούνται από εργοδότη σε εργοδότη και της αδυναμίας ελέγχου από τις αρχές. Παρά το ότι η πάταξη της αδήλωτης εργασίας αποτελεί διαχρονικό ρητορικό στόχο, και παρά το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει αυξήσει τους ελέγχους και τις ποινές προς τους παράνομους εργοδότες, το φαινόμενο αυτό έχει βαθιές ρίζες και δεν φαίνεται να είναι εφικτός ο περιορισμός του. Η μαύρη εργασία, με την υπερ-εκμετάλλευση που την χαρακτηρίζει, χαμηλούς μισθούς, απλήρωτη εργασία κλπ είναι σε τελική ανάλυση δομικό στοιχείο του καπιταλισμού, προϊόν της ασυμμετρίας ισχύος μεταξύ κοινωνικών ομάδων και δυνάμεων και των εμπεδωμένων ιεραρχιών των σύγχρονων κοινωνιών – η ύπαρξη της μαύρης αγοράς εργασίας καθορίζει και οριοθετεί και την κανονική αγορά εργασίας.

Η δυσκολία μιας ταξικής συνδικαλιστικής απάντησης

Παρά το ότι συνδικάτα δεν αποδέχονται αδιαμαρτύρητα την απορρύθμιση της εργασίας και επιμένουν στην αναγκαιότητα σεβασμού των συλλογικών συμβάσεων, την αποφυγή των προσωπικών συμβολαίων και των υπεργολαβιών και την κατάργηση της αδήλωτης εργασίας, βρίσκονται εδώ και πάνω από μια δεκαετία σε άμυνα. Ως μετριοπαθείς και πραγματιστικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται το τι είναι εφικτό σήμερα και φροντίζουν να διαχωρίζουν την ρητορική από την πρακτική τους – αποφεύγοντας να εμπλακούν σε συγκρούσεις από τις οποίες θα βγουν χαμένες. Κάποιοι συνδικαλιστές παραδέχονται ότι άργησαν να κατανοήσουν και να δράσουν σε σχέση με τις συνέπειες της αναδόμησης που συντελέστηκε τις προηγούμενες δεκαετίες με αποτέλεσμα οι εργοδότες με την αντεπίθεση τους να επιτύχουν να καθορίσουν το πεδίο στο οποίο διεξάγεται η σύγκρουση σήμερα.

Όταν πρωτοεμφανίστηκαν τα προσωπικά συμβόλαια για παράδειγμα, αρχικά για μερικούς επαγγελματίες η αντίδραση υπήρξε νωχελική. Όταν στα πλαίσια της ραγδαίας οικοδομικής ανάπτυξης επεκτάθηκαν οι υπεργολαβίες σε διάφορες οικοδομικές εργασίες δεν υπήρξε δυναμική διαμαρτυρία. Όταν πρωτοεμφανίστηκαν οι μετανάστες ως φιλοξενούμενοι εργάτες, η αρχική στάση των συνδικάτων ήταν αρνητική και τους πήρε χρόνια να αρχίσουν την προσπάθεια οργάνωσης τους. Με την ένταξη στην ΕΕ δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένα να δεχτούν στις τάξεις τους, πόσον μάλλον να οργανώσουν εκστρατείες εγγραφής μελών από τις δεκάδες χιλιάδες κοινοτικούς που μπήκαν στην κυπριακή αγορά εργασίας. Ακόμα και σήμερα οι συνδικαλιστές αδυνατούν κυριολεκτικά και μεταφορικά να βρουν γλώσσα επικοινωνίας με τους μετανάστες ακόμα και με τους Τουρκοκύπριους εργαζομένους13.

Οι λόγοι γιατί τα συνδικάτα βρίσκονται σε άμυνα είναι διάφοροι και σχετίζονται τόσο με την παγκόσμια και ευρωπαϊκή όσο και με την κυπριακή τοπική πραγματικότητα. Η παρακμή του συνδικαλισμού, η πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας, η αποδυνάμωση της ταξικής λογικής και ρητορικής είναι διεθνή φαινόμενα και ως τέτοια εμφανίζονται και στην Κύπρο και συνοδεύουν τις επίσης διεθνείς σύγχρονες τάσεις διάβρωσης της “κανονικής, σταθερής και ρυθμισμένης εργασίας”. Μάλιστα στην Κύπρο μπορεί κάποιος να πει ότι τα συνδικάτα είναι ακόμα αρκετά μεγάλα και δυνατά, η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι από τις σχετικά ψηλές στην Ευρώπη και οι ευέλικτες και άτυπες εργασιακές σχέσεις έχουν καθυστερήσει να εμφανιστούν και δεν έχουν κυριαρχήσει στον βαθμό που συνέβηκε σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία ή ακόμα και η Βρετανία.

Όμως πίσω από την αριθμητική δύναμη των συνδικάτων που ακόμα διατηρείται η ισχύς τους έχει διαβρωθεί και εσωτερικά και εξωτερικά. Εσωτερικά από την γενικότερη απαξίωση και την αδιαφορία των εργαζομένων, τα δημοκρατικά ελλείμματα και την εναπόθεση των εξουσιών, των αρμοδιοτήτων και των ευθυνών στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τους έμμισθους με την υπολειτουργία των τοπικών επιτροπών, την περιρρέουσα αντίληψη των συνδικάτων ως αυτόνομων από τα μέλη τους οργανισμών. Εξωτερικά από την γενικότερη μετάλλαξη του συστήματος εργασιακών σχέσεων ως αποτέλεσμα της ένταξης στην ΕΕ όπου αναπτύχθηκε και ενισχύθηκε η εργατική νομοθεσία σε βαθμό που υπονομεύτηκε ακόμα και η φιλοσοφία του υφιστάμενου συστήματος της εθελούσιας τριμερούς συνεργασίας14 και άρα και η αναγκαιότητα των συνδικάτων στην διαδικασία προστασίας των εργαζομένων.Ουσιαστικά έχουμε μια καινούργια μορφή ρύθμισης μέσα από την εργατική νομοθεσία που στην θεωρία και στο βαθμό που υλοποιείται, και που δεν είναι καθόλου ικανοποιητικός ιδιαίτερα σε σχέση με τους μη Κύπριους εργαζόμενους, περιορίζει την ασυδοσία του κεφαλαίου αλλά στην πράξη εξατομικεύει τις εργασιακές σχέσεις και δημιουργεί ένα κλίμα υποβάθμισης του ρόλου των συνδικάτων ως ενεργά υποκείμενα στον καθορισμό των όρων και την ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων15. Παράλληλα και ταυτόχρονα η εργοδοτική αντεπίθεση αποτέλεσε τόσο αιτία όσο και αποτέλεσμα της αδυναμίας των συνδικάτων. Και επειδή σε τελική ανάλυση οι όροι των εργασιακών σχέσεων δεν είναι ζήτημα κανόνων αλλά ακολουθούμενων πρακτικών, και άρα συσχετισμών δύναμης τόσο σε επίπεδο εργασιακού χώρου όσο και σε κλαδικό επίπεδο, ο πρόσφατα αυξημένος ρόλος της νομοθεσίας στην ρύθμιση αντανακλά και επισκιάζει και την πραγματικότητα της απορρύθμισης της εργασίας.

Η γενικότερη αποφυγή των γενικευμένων και μεγάλων σε διάρκεια απεργιών και ο αυτοπεριορισμός των συνδικάτων σε ασκήσεις κινητοποίησης με στόχο περισσότερο την άσκηση πίεσης παρά την επιβολή όρων στην εργοδοσία ή σε συμβολικές στάσεις εργασίας που δείχνουν μια αντίληψη της απεργίας ως όπλο “απειλής” παρά ως “μεθόδου” για την επίτευξη διαπραγματευτικών στόχων είχε και έχει ως αποτέλεσμα την ελλειπή εμπειρία οργανωμένης ταξικής πάλης και την πρόσληψη των συνδικάτων περισσότερο ως εργατικών υπηρεσιών παρά ως οχημάτων εργατικού αγώνα. Και φυσικά η απόσταση που χαρακτηρίζει τους ενταγμένους από τους ανένταχτους σε συνδικάτα εργαζομένους, τον πυρήνα με τα ωφελήματα και την περιφέρεια της επισφάλειας περιορίζει και ενίοτε αποτρέπει την κοινή δράση στους εργασιακούς χώρους – πχ όταν στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για ετήσιες μισθολογικές αυξήσεις τα συνδικάτα καλέσουν σε απεργία η συμμετοχή των εργαζόμενων εκτός σύμβασης που δεν είναι άμεσα ενδιαφερόμενοι είναι αμφίβολη και αβέβαιη.

Τέλος η ιστορική και συνεχιζόμενη διαίρεση της κυπριακής εργατικής τάξης και της χώρας στη βάση της εθνότητας από την μια, και η σχετικά πρόσφατη μετατροπή της από χώρα εξαγωγής σε χώρα εισαγωγής εργατικής δύναμης από την άλλη, και μάλιστα με το μοντέλο του “φιλοξενούμενου εργάτη” και άρα απουσία σημαντικής μερίδας μεταναστών δεύτερης γενιάς, είχε ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση του κοινοτισμού ως πλαίσιο αντίληψης σε βάρος της έννοιας της εργατικής τάξης πέραν των θεσμικών διαιρέσεων. Για πολλούς συνδικαλιστές ακόμα και της αριστεράς τόσο στο βορρά όσο και στο νότο, όταν μιλούν για την εργατική τάξη ουσιαστικά μιλούν για την “κοινότητα των Κυπρίων εργαζομένων” και όχι για τους “εργαζόμενους που κατοικούν στην Κύπρο”. Το Κυπριακό πρόβλημα και η λογική της υπεράσπισης της ελληνοκυπριακής κοινότητας, είτε με την ρητορική του κυπριακού ελληνισμού για την δεξιά είτε με την ρητορική της Κυπριακής Δημοκρατίας από την αριστερά, θέτει σαφή όρια και πλαίσια στο συνδικαλιστικό κίνημα εμποδίζοντας σε κάποιο βαθμό και ιδεολογικά την υπέρβαση των εθνοτικών διαχωρισμών μεταξύ των εργαζομένων στην Κύπρο.

Επίλογος

Με αυτά τα δεδομένα, την εργοδοτική αντεπίθεση που αμφισβητεί ακόμα και την χρησιμότητα της συλλογικής διαπραγμάτευσης σήμερα από την μια και τους πολλαπλούς κατακερματισμούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτιστικούς της εργατικής τάξης από την άλλη, οι προοπτικές δεν είναι ευνοϊκές για το εργατικό κίνημα. Η αδυναμία των συνδικάτων τόσο να εντάξουν στους κόλπους τους μια σημαντική μερίδα εργαζομένων που συγκροτούν την περιφέρεια της εργατικής τάξης όσο και να αρθρώσουν ένα ταξικό λόγο στην βάση του οποίου να μπορέσουν να αναπτύξουν μια στρατηγική νέων καθολικών διεκδικήσεων είναι γεγονός και βασικό πολιτικό πρόβλημα. Μέσα στις συνθήκες της παγκόσμιας κρίσης και της ιδεολογικής ισοπέδωσης, η ανάπτυξη μιας νέας και εκ των πραγμάτων πολυσύνθετης και πλουραλιστικής αντίληψης της εργατικής συλλογικότητας καθίσταται επιτακτική ανάγκη για να δοθεί εκ νέου ώθηση και οργανωτική ισχύς στον ταξικό ανταγωνισμό. Το αν τα κυπριακά συνδικάτα μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτό τον ρόλο είναι βέβαια ένα πολιτικό ερώτημα και ένα ανοιχτό κοινωνικό ζήτημα.





1Piore Michael and Sabel Charles, The second industrial divide, Basic books, 1984.
2Harvey David, The condition of post modernity, Blackwell, 1989.
3Κουζής Γιάννης, Εργασιακές σχέσεις και Ευρωπαϊκή ενοποίηση, ΙΝΕ, 2001.
4Wilthagen Ton, Flexicurity: A new paradigm for labour market policy reform? 1998, και Wilthagen Ton and Tross Frank, The concept of ‘flexicurity’: a new approach to regulating employment and labour markets, Transfer 2/2004. EU Commission, Towards common principles of flexicurity: more and better jobs through flexibility and security, 2007.
5Σπαρσής Μίκης, Σύντομη ιστορία του κυπριακού εργατικού κινήματος και της ένωσης των Κυπρίων εργοδοτών, Λευκωσία, 1999.
6Slocum John, The development of industrial relations in Cyprus, Nicosia, 1974.
7Sparis Mikis, Tripartism and industrial relations, Nicosia, 1998.
8Panayiotopoulos Prodromos, “Cyprus: the developmental state in crisis”, Capital and class, n. 57, 1995
9Παναγιώτου Αντρέας, Ερμηνεύοντας τον πατριωτισμό της κυπριακής αριστεράς, στην έκδοση Ν. Τριμικλινιώτη, Το πορτοκαλι της Κύπρου, 2005.
10Το 2009 οι εγγεγραμμένοι κοινοτικοί ήταν 83 387 και οι από τρίτες χώρες 57460 όμως υπάρχει και ένας σημαντικός αριθμός αδήλωτων εργαζομένων πολλοί από τους οποίους είναι μετανάστες, τόσο κοινοτικοί όσο και από τρίτες χώρες, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται γύρω στις 30 000. Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 αύξησε σημαντικά και τον αριθμό των τ/κ εργαζομένων στον νότο, αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκε μείωση λόγω της κρίσης και της αύξησης της ανεργίας, 2323 εγγεγραμμένοι το 2009. Πηγή IOM, 2010
11Η τιμή του εργασιακού χρόνου εξισώνεται μέσα από τους σταθερούς μισθούς στην ξενοδοχειακή βιομηχανία και μέσα από την υπεργολαβία στις οικοδομές και αναιρείται η λογική της υπερωριακής μισθοδοσίας. Σε ξενοδοχεία όπου συνυπάρχουν εργαζόμενοι με συλλογικές συμβάσεις που πληρώνονται περισσότερο για εργασία τις Κυριακές και τις αργίες και εργαζόμενοι με προσωπικά συμβόλαια για τους οποίους όλες οι μέρες πληρώνονται το ίδιο, το πρόγραμμα εργασίας μπορεί να αποτελέσει αφορμή συγκρούσεων μεταξύ των εργαζομένων καθώς δεν γίνεται κανονική εναλλαγή των βαρδιών.
12Αυτό αποτυπώνεται και στην πρόσφατη έρευνα του Λουκά Αντωνίου (2010) με τίτλο “Διακρίσεις, μετανάστευση και εργασία” για λογαριασμό του ΙΝΕΚ-ΠΕΟ
13Βέβαια σε σχέση με τους Τουρκοκύπριους που εργάζονται στο νότο η κατάσταση δεν είναι η ίδια με τους μετανάστες. Το καθεστώς τους ως πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και η κάποια, έστω εν πολλοίς συμβολική, συνεργασία ε/κ και τ/κ συνδικάτων επέτρεψε την ένταξη αρκετών στην ΠΕΟ αλλά ακόμα και μερικών στην ΣΕΚ.
14Ioannou Christina, The eager Europeanisation of Cypriot social policy, unpublished doctoral dissertation, 2007.
15Αυτή η άποψη περί του τέλους του παραδοσιακού συνδικαλισμού ως αποτέλεσμα της αυξημένης νομοθετικής παρέμβασης στις εργασιακές σχέσεις εκφράζεται και από εργοδότες και από εργαζόμενους, που διερωτούνται ποια η χρησιμότητα των συνδικάτων σήμερα. Τα ίδια τα συνδικάτα λόγω και της γενικότερης τους αδυναμίας αναγκάζονται να στηρίζονται περισσότερο στο κράτος και μεγάλο μέρος της δράσης τους αναλώνεται στο να καταγγέλλουν στο Υπουργείο Εργασίας παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας και των συλλογικών συμβάσεων. Η ΣΕΚ μάλιστα σε αυτό το πλαίσιο από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και μέχρι πρόσφατα έθετε και αίτημα νομικής κατοχύρωσης των συλλογικών συμβάσεων. Η ΠΕΟ αντιτίθεται σε αυτό στην θεωρία καθότι δεν συνάδει με την δική της ιδεολογία της ταξικής σύγκρουσης όμως στην πράξη είναι εξίσου έτοιμη να αποταθεί στο κράτος για την προστασία των εργαζομένων καθότι πολλές φορές δεν έχει την δύναμη το πράξει η ίδια.

Ο ακροδεξιός λόγος στο διαδίκτυο – μια εξέταση των εθνικιστών στην κυπριακή μπλογκόσφαιρα την διετία 2009-2010 (Δεκέμβρης 2010)


Ο ακροδεξιός λόγος στο διαδίκτυο – μια εξέταση των εθνικιστών στην κυπριακή μπλογκόσφαιρα την διετία 2009-2010


Ημερίδα της Αντιφασιστικής Πρωτοβουλίας, 11/12/2010 με θέμα το Νεοφασισμό

Γρηγόρης Ιωάννου

Πλαίσιο

Η εισήγηση μου αυτή θα επικεντρωθεί στο διαδίκτυο και πιο συγκεκριμένα στην κυπριακή μπλογκόσφαιρα την τελευταία διετία καθώς θεωρώ ότι αυτό το νέο πεδίο της δημόσιας σφαίρας είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθότι αδιαμεσολάβητο, άμεσο και διαδραστικό, πρωτοπόρο και δυναμικό. Δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να εξιδανεικεύσω την μπλογκόσφαιρα ως κάποια όαση ελευθερίας, ούτε να της προσδώσω μια υπόσταση αντιπροσωπευτικότητας. Η μπλογκόσφαιρα είναι κομμάτι της κοινωνίας και αντανακλά και εκφράζει κοινωνικές τάσεις και δυναμικές. Δεν τίθεται θέμα μέτρησης ή αντιπροσώπευσης συσχετισμών δυνάμεων, αλλά θέμα ένδειξης προτεραιοτήτων, θεωρίας και στρατηγικής, ρητορικής και τακτικής των διαφόρων πολιτικών ιστοσελίδων που αποτελούν φορείς έκφρασης ομάδων και συσπειρώσεων. Η μπλογκόσφαιρα είναι μεν κομμάτι της δημόσιας σφαίρας – όμως εδώ ακούγονται και φωνές που δεν βγαίνουν συχνά στα ΜΜΕ – επειδή είναι είτε υπερβολικά ριζοσπαστικές και προχωρημένες, υπερβολικά ρατσιστικές και παρωχημένες, υπερβολικά προκλητικές, γελοίες, υβριστικές, προσωπικές ή απλά και γενικά ασήμαντες στην κρίση των πολλών ή τελοσπάντων στην κρίση κάποιων. Για τους σκοπούς αυτής της ημερίδας και αυτής της εισήγησης, θα ασχοληθούμε με τους ρατσιστές και τους φασίστες που βρίσκουν στην κυπριακή μπλογκόσφαιρα, πεδίο έκφρασης και δράσης. Βέβαια ο φασισμός και ο ρατσισμός δεν μπορούν να υπάρξουν από μόνοι τους - ούτε λογικά ούτε ιστορικά. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν ως ακραία έκφραση και πολιτική ολοκλήρωση μιας ευρύτερης κοσμοαντίληψης που ονομάζουμε εθνικιστική. Αυτή η εθνικιστική αντίληψη μπορεί σχηματικά να ιδωθεί ως η απόλυτη υποταγή στην ιδέα Έθνος ως υπέρτατη κοινωνική αξία που θα πρέπει να υπερέχει οποιασδήποτε άλλης και να καθορίζει αποκλειστικά την πολιτιστική και πολιτική ταυτότητα του πληθυσμού της χώρας (είτε ο πληθυσμός το θέλει είτε όχι). Η εθνικιστική αντίληψη βλέπει τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του ανταγωνισμού των εθνών και στηρίζει την στράτευση του λαού που αποτελεί το έθνος στους αγώνες που δίνει το κράτος. Ο εθνικισμός, ως η ιδεολογία νομιμοποίησης της κρατικής εξουσίας υπήρξε κυρίαρχο ρεύμα το δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην Ευρώπη. Και στην Κύπρο στις συνθήκες παγίωσης της εθνοτικής σύγκρουσης και της διχοτόμησης, παραμένει ισχυρός και ηγεμονικός ακόμα και σήμερα. Η αποτυχία της κυβέρνησης Χριστόφια να προβεί έστω σε μια ήπια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση νομίζω τα λέει όλα. Ο αυταρχισμός της εθνικιστικής οπτικής είναι διάχυτος στην κοινωνία, η οποία λόγω του κυπριακού είναι μια κοινωνία και στις δυο πλευρές φοβική και στρατικοποιημένη. Η εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, η εκκλησία, ο στρατός, μερίδα του πολιτικού συστήματος βαθιά εδραιωμένη στον κρατικό μηχανισμό, δημιουργούν όχι απλά τις συνθήκες αλλά και το υπόστρωμα πάνω στο οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πιο επιθετικές εθνικιστικές λογικές και συσπειρώσεις οι οποίες οδηγούν τον εθνικισμό στη λογική του κατάληξη, τον φασισμό-ρατσισμό τον οποίο βλέπουμε να σηκώνει κεφάλι σήμερα.

Μεθοδολογικά η εισήγηση μου αυτή θα βασιστεί στην ανάλυση περιεχομένου της εθνικιστικής ρητορικής ενώ το εμπειρικό δείγμα αποτελείται από 10 ιστοσελίδες. “Καλά τζιαι αντέχεις τζιαι θκιαβάζεις τες”, είσιεν μου πει ένας σύντροφος πέρσι. Έτο τελικά εφάνηκεν ότι εν επήεν εντελώς χαμένος ο κόπος μου. Λοιπόν θα κάμω μιαν ομαδοποίηση η οποία μπορεί να μας βοηθήσει να αναλύσουμε συγκριτικά τες πολλαπλές αλλά συγκλίνουσες φωνές που υπάρχουν στο αυταρχικό εθνικιστικό στρατόπεδο και να εξετάσουμε τις συνέπειες τους, πραγματικές και δυνητικές στο βαθμό που πετυχαίνουν κάποια αποτελεσματικότητα. Θα ξεχωρίσω τρεις τάσεις οι οποίες είναι αναλυτικά διακριτές και αναφέρονται σε ή εκφέρονται από διαφορετικές ομάδες και συσπειρώσεις. Πρόκειται για συγκλίνουσες μεν, κάπως διαφοροποιημένες δε λογικές τόσο ως προς τις προτεραιότητες και την εστίαση, όσο και στο ύφος και την ένταση του λόγου που εκφέρουν. Υπάρχουν βέβαια και διαφορές ιδεολογικές ως προς το τι πρεσβεύουν και τι θέλουν να πρεσβεύουν αλλά και πολιτικές ως προς την γραμμή που θα πρέπει να ακολουθεί η παράταξη που επιθυμούν να συγκροτήσουν και φυσιολογικά και αναμενόμενα ποιος, με ποιους και με ποια θέση θα ηγηθεί του μετώπου τους. Η ανάλυση που κάνω εδώ είναι βασισμένη στην Βεμπεριανή έννοια των ιδεατών τύπων. Οι ομάδες-τάσεις που περιγράφω είναι δηλαδή αναλυτικές κατασκευές και δεν αντιπροσωπεύουν ακριβώς την πραγματικότητα, αλλά μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε συγκριτικά κάποιες πτυχές της. Τονίζω ξανά ότι πρόκειται για σχηματικές κατηγορίες που πρέπει να προσεγγιστούν ως ανοιχτές και πορώδεις – υπάρχουν για παράδειγμα αλληλο-επιρροές και αλληλοεπικαλύψεις κάποτε σε βαθμό που οι 3 τάσεις μπορούν να ιδωθούν και ως συγκοινωνούντα δοχεία.

Τρεις τάσεις στην ακροδεξιά

Η πρώτη τάση μπορεί να χαρακτηριστεί ως “επιθετική σάτιρα” ή “λάιτ τραμπουκισμός”. Πρόκειται για μια δήθεν μη ιδεολογική στάση που είναι υποτίθεται ανοιχτή σε όλους τους πολιτικούς χώρους και χαρακτηρίζεται από μια προσπάθεια όχι πάντα επιτυχημένη, για μια “πολιτικά ορθή” στάση. Εδώ το κλασσικό παράδειγμα είναι το “Χριστόφιας Γουότς” που έχει σχετικά μεγάλη αναγνωσιμότητα αλλά και το “Ενδομήδεια Κύπρου” που είναι λιγότερο σοβαρό και με σαφώς λιγότερη αναγνωσιμότητα. Ένα τρίτο παράδειγμα στην ίδια λογική είναι το ιστολόγιο “Φουκού”. Η ρητορική της πρώτης αυτής ομάδας διαδικτυακού τραμπουκισμού χαρακτηρίζεται από κατά μέτωπον επιθέσεις σε άτομα, οργανώσεις και παρατάξεις τις οποίες αποκαλούν αντεθνικές ή/και προδοτικές, ότι πρακτορεύουν για λογαριασμό τούρκικων και αμερικανο-βρετανικών συμφερόντων κλπ. Δεν πρόκειται απλά για συνήθης συκοφάντηση και λασπολογία. Η συστηματική στοχοποίηση ατόμων και πολιτικών ομάδων με δημοσίευση φωτογραφιών, επιλεκτικών πληροφοριών, ψεμάτων και διαστρεβλώσεων και αυθαίρετων κατηγοριών δεν είναι απλά ο συνηθισμένος χαφιεδισμός αλλά συχνά κάλεσμα για δημόσια διαπόμπευση κάτι αντίστοιχο και ανάλογο με τα κουδούνια που χτυπούσαν οι συντηρητικοί μαγαζάτορες της δεκατίας του 1930 στην θέα κομμουνιστών. Οι απειλές κατά της ζωής και κατά της σωματικής ακεραιότητας από τις συντακτικές ομάδες των συγκεκριμένων ιστολογίων είναι συνήθως έμμεσες αλλά πολλές φορές εκφέρονται και άμεσες απειλές υπό την κάλυψη βέβαια άλλων ψευδωνύμων ή και από άλλους αναγνώστες και συνοδοιπόρους τους με στόχο την δημιουργία κλίματος ανησυχίας και εκφοβισμού. Ο λόγος που αρθρώνεται εδώ είναι συνήθως εμπρηστικός σκανδαλοθηρικός, μη σοβαρός (ενίοτε και γελοίος) και καθαρά προπαγανδιστικός. Γίνεται εκτεταμένη χρήση οπτικών μέσων συνήθως προσεχτικά επιλεγμένων και τροποποιημένων στατικών και κινούμενων εικόνων. Ο βασικός στόχος αυτής της στρατηγικής είναι η αρχική προσέλκυση του ενδιαφέροντος και της προσοχής του αναγνώστη ενώ η ταχτική που ακολουθείται είναι η υπερβολή και η συνεχής επανάληψη (στον δρόμο που χάραξε ο Γκαίμπελς) – η πρώτη για να προσδώσει βάρος και μέγεθος στο μήνυμα και η δεύτερη για να επιφέρει την εμπέδωση του. Παράλληλα για τους τακτικούς αναγνώστες υπάρχουν και οι εσωτερικοί κώδικες και εσωτερικά αστειάκια– που υποβάλλονται στον αναγνώστη έτσι ώστε να πλαισιωθεί η οπτική γενικά και να εστιαστεί πιο συγκεκριμένα η επίθεση αλλά και να δημιουργηθεί και η “γλώσσα” της παράταξης.

Μια πρώτη ματιά σε αυτά τα 3 μπλογκς που είναι ενδεικτικά της τάσης που περιγράφω (υπόψη εδώ ότι ενίοτε γίνεται και αναμετάδοση από εδώ σε άλλες σελίδες) ο αναγνώστης θα πει “δεν γίνεται, αυτοί οι τύποι παραείναι υπερβολικοί εώς γελοίοι για να τους πάρει κάποιος στα σοβαρά”. Αυτό ισχύει μεν, αλλά είναι βεβιασμένο και λανθασμένο συμπέρασμα. Επειδή απλούστατα η έλλειψη σοβαρότητας δεν σημαίνει ότι είναι αναποτελεσματική η προπαγάνδα που παράγουν. Δεν πρόκειται για ηλίθιους και είναι αφέλεια εκ μέρους μας να παρασυρθούμε στον πειρασμό να τους δούμε ως τέτοιους. Και αυτό επειδή λειτουργούν συστηματικά, συντονισμένα και απόλυτα στοχευμένα όσον αφορά την πολιτική των δημοσιεύσεων τους. Ας δούμε λίγο σε πιο πολλύ βάθος την αυτο-παρουσίαση τους. Το Χριστόφιας Γουότς ονομάζεται “επιτροπή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Κύπρο” σαφής δηλαδή η διεκδίκηση από μέρους τους της αντι-χουντικής αντίστασης και έμμεση αναφορά στην “επιτροπή για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα” μέσα από την οποία συγκροτήθηκε η ΕΔΕΚ στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Ο στόχος εδώ είναι διπλός – από την μια υποβολή της θέσης ότι σήμερα υπάρχει ΑΚΕΛική ενδοτική δικτατορία και από την άλλη άντληση πολιτικής υπεραξίας μέσα από την οικειοποίηση του ιστορικού αντιστασιακού χώρου και του Μακαριακού κέντρου με συνεχείς κολακευτικές αναφορές στους παλιούς και δήθεν μεγάλους ηγέτες, στον Σπύρο, τον Τάσσο και τον Γιατρό που τους αντιπαραβάλλουν με τους σημερινούς δήθεν πουλημένους και προσκυνημένους διαδόχους τους. Το Ενδομήδεια Κύπρου ψαρεύει ακόμα πιο αριστερά. Αυτο-προβάλλεται ως “αναρχο-αυτόνομο” και ως το κυπριακό τμήμα του παγκόσμιου ακτιβίστικου διχτύου εναλλακτικής ενημέρωσης ιντημήντια, επίσης σε μια προσπάθεια άντλησης πολιτικής υπεραξίας και επηρεασμού πολιτικά αφελούς και ανεπαρκώς ενημερωμένου κοινού. Το ιστολόγιο Φουκού από την άλλη ψαρεύει πιο λάιτ και πιο ποδοσφαιρικά. Αυτή η πρώτη ακροδεξιά τάση είναι ουσιαστικά μια μετάλλαξη του Γριβισμού που αφήνει εν μέρη στην άκρη τον Γρίβα και τον Μακάριο και προσαρμόζει τον λόγο της στα δεδομένα της σημερινής εποχής. Σε αυτή την προσπάθεια επιχειρείται να βαφτεί το μαύρο άσπρο. Ότι η ομοσπονδιακή επανένωση είναι ρατσιστική διχοτόμηση, ότι ο αντι-φασισμός είναι ερυθρός φασισμός, ότι το ΑΚΕΛ είναι το όργανο του ιμπεριαλισμού και του κεφαλαίου στην Κύπρο, ότι οι ε/κ είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας σε σχέση με τους τ/κ στην Κυπριακή Δημοκρατία, ότι οι πατριωτικές δυνάμεις δέχονται δήθεν την καταστολή από το προδοτικό καθεστώς Χριστόφια κλπ.

Η δεύτερη τάση μπορεί να χαρακτηριστεί ως “λογική πολιτικής πρωτοπορίας” ή “στρατευμένη εθνική ενημέρωση”. Εδώ ο ιδεολογικός προσανατολισμός είναι πιο προσδιορισμένος και η πολιτική τοποθέτηση κάπως πιο σοβαρή. Αυτοπροσδιορίζονται κάπως ως η αιχμή του δόρατος στον αγώνα του Έθνους, οι φρουροί της πατρίδας που πολεμούν τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς και οι αφυπνιστές του λαού που θα πρέπει να ξυπνήσει για να σώσει τον εαυτό του. Τα καθαρά διαδικτυακά παραδείγματα εδώ είναι ο Εμπροσθοφύλακας και η Αντι-παρακμή ενώ μη περιορισμένοι στο διαδίκτυο είναι η Πρώτη Γραμμή και το φοιτητικό σχήμα Μέτωπο Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτή η τάση είναι η πιο γνώριμη σε εμάς καθώς κτίζει πάνω στην ιστορία των παραδοσιακών ενωτικών οργανώσεων, του Δράσις Κες και της παραδοσιακής Γριβικής ακροδεξιάς, απλά εσχάτως και με άρωμα Λυσσαρίδη. Αυτή η τάση παίρνει πιο σοβαρά την παραδοσιακή στους εθνικιστές αντίληψη περί ενιαίου χώρου Κύπρου-Ελλάδας και εστιάζει και πλειοδοτεί στα εθνικά ζητήματα γενικά – την μεγαλόνησο Κύπρο, την Θράκη, και την Μακεδονία που απειλούνται ειδικά και τον ελληνισμό που κινδυνεύει συνολικά, από τον Νεο-Οθωμανισμό της Τουρκίας, τον φιλο-Τουρκισμό των Δυτικών και από την εσωτερική διάβρωση που επιφέρουν οι εθνομηδενιστές που αλώνουν την παιδεία και οι μετανάστες που κατακλύζουν την κοινωνία του έθνους.

Η τρίτη τάση μπορεί να χαρακτηριστεί ως “λογική ιδεολογικής και φυλετικής καθαρότητας” και πρόκειται για μια καθαρή φασιστική και ρατσιστική κατάσταση που εκφράζεται από οργανώσεις όπως το ΕΛΑΜ, το Εθνικιστικό Δημοκρατικό Κόμμα και το Κίνημα Ελληνικής Αντίστασης. Εδώ δεν υπάρχει η λογική της συσπείρωσης του λαού ή μιας συμμαχίας των πατριωτικών δυνάμεων από όλο το πολιτικό φάσμα γενικά και αόριστα. Εδώ υπάρχει συγκεκριμένη προσπάθεια συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου και ενός στρατοπέδου – που θα αποτελείται από τις καθαρές εθνικιστικές δυνάμεις – που βρίσκονται εκτός των πολιτικών κομμάτων και του κατεστημένου. Η Αδούλωτη Κερύνεια και το Δράσις Κες για παράδειγμα, θεωρούνται οργανώσεις υποταγμένες στο κομματικό κατεστημένο, ενώ το Λάος ή το Ευρωκό μη επαρκώς εθνικιστικά. Πρόκειται για εθνικο-σοσιαλιστική οπτική, με παραστρατιωτική λογική ενίοτε και δράση όπου δεν χωρά λογική συμμαχιών ή συνύπαρξης με τις φίλιες δυνάμεις αλλά υπαγωγή και ενσωμάτωση τους κάτω από την μια και μοναδική ηγεσία και όπου δεν χωρά λογική αντιπαράθεσης με τους αντιπάλους αλλά καταστροφή τους. Η βία εδώ δεν είναι εργαλειακή, ούτε βέβαια απλά λεκτική και συμβολική αλλά κεντρική και επουσιώδες στη μιλιταριστική και πατριαρχική τους κοσμοαντίληψη και πρακτική. Σε πολιτικό επίπεδο δεν αρκούνται στο κάλεσμα για τερματισμό των συνομιλιών όπως οι άλλοι αλλά απαιτούν και κλείσιμο των οδοφραγμάτων και περαιτέρω στρατικοποίηση και πολεμική ετοιμότητα. Δεν έχουν καμιά αναστολή να χρησιμοποιήσουν ανοιχτά ρατσιστικό λόγο με αναφορές στην ανωτερότητα της ελληνικής φυλής, εκδίωξη των ξένων από την χώρα, στους οποίους βέβαια περιλαμβάνονται και οι τ/κ οι οποίοι αποκαλούνται Κύπριοι σε εισαγωγικά ή μογγόλοι, ούτε βέβαια έχουν καμιά αναστολή στο να εξυμνήσουν ανοιχτά τον Γρίβα και την ΕΟΚΑ Β την οποία θεωρούν ούτως ή άλλως την ένδοξη συνέχεια και τη λογική μετεξέλιξη της ΕΟΚΑ, ούτε βέβαια έχουν αναστολές στο να δικαιολογήσουν τον Ιωαννίδη και το πραξικόπημα του 1974.

Οι πρώτες δυο τάσεις δεν είναι κάτι καινούργιο, ούτε κάτι αποκλειστικά διαδικτυακό. Ίσως το επιθετικό στυλάκι να είναι κάπως φρέσκο, η αυτοπεποίθηση και το θράσος να είναι νέα αποκτήματα αλλά επί της ουσίας οι δυο αυτές τάσεις αποτελούν μέρος, έκφραση και μετεξέλιξη του κοινωνικά διάχυτου εθνικισμού που ενυπάρχει και στα έντυπα και στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Η τάση του σατιρικού τραμπουκισμού στα έντυπα “Ποντίκι” και Ένωση” ενώ η τάση της “εθνικής πρωτοπορίας” στον Αντέννα, την Σημερινή και το Ράδιο Πρώτο, στην Μάχη και εν μέρη ακόμα και στον Φιλελεύθερο. Η τρίτη ακροδεξιά τάση αντίθετα, που είναι και η μόνη αυστηρά ομιλούντες νεοφασιστική (αυταρχική δηλαδή όχι μόνο στην μορφή αλλά και στο περιεχόμενο) είναι βασικά διαδικτυακό φαινόμενο καθώς δεν εκφράζεται ακόμα σε έντυπα μέσα πέραν από κάποια μεμονωμένα άρθρα. Η φασιστική τάση διεκδικεί όμως βήμα στα ΜΜΕ ως μια άλλη άποψη στα πλαίσια της δημοκρατίας και το εκπληκτικό είναι ότι βρίσκει σε κάποιον βαθμό κάλυψη και στήριξη όχι μόνο από τις άλλες δυο τάσεις της ακροδεξιάς αλλά και από διάφορες ευρύτερες δυνάμεις της συντηρητικής δεξιάς, ανάμεσα στη διανόηση, τα ΜΜΕ ακόμα και σε κάποια κοινοβουλευτικά κόμματα. Μάλιστα ακόμα και όταν ενίοτε οι άλλες εθνικιστικές τάσεις προσπαθούν να την αποκλείσουν πχ από “αντι-κατοχικές εκδηλώσεις” και “εθνικά μνημόσυνα” δεν το επιχειρούν στην βάση των διαφορών τους, ούτως ή άλλως το ξέρουν πολύ καλά ότι συμφωνούν και συμβαδίζουν στην θέση περί “αποκλειστικής ελληνικότητας της Κύπρου” και περί “αντικατοχικού αγώνα ενάντια στην ομοσπονδιακή λύση”, αλλά στην αγωνία μην τους χαλάσουν την πιάτσα και τους πάρουν την ηγεσία. Η συνηθισμένη κατηγορία των άλλων ακροδεξιών προς τους φασίστες είναι ότι παίζουν το παιχνίδι του ΑΚΕΛ και ότι προβοκάρουν με ακρότητες τον προοπτικά μαζικό τους αγώνα. Δεν θέλω να επεκταθώ στις κοκορομαχίες των μαγαζιών, ούτε και υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να μας απασχολήσουν στην συζήτηση.

Προεκτάσεις και προτάσεις

Κλείνω την εισήγηση μου συνοψίζοντας το βασικό επιχείρημα και διατυπώνοντας κάποιες σκέψεις προς την κατεύθυνση της αντιφασιστικής δράσης. Ο φασισμός ή ο νεο-φασισμός δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ευρύτερο εθνικιστικό κίνημα που τον περιβάλλει και αποτελεί την δεξαμενή του, ούτε και να αποσυνδεθεί από ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες και διαδικασίες που τον παράγουν και τον αναπαράγουν. Ο φασισμός δεν είναι απλά φανατική ή εγκληματική συμπεριφορά. Έχει πολιτικό περιεχόμενο, πρόταγμα και στοχοθεσία. Με αυτή την έννοια χρίζει ανάλυσης και πάνω σε αυτή την βάση πρέπει να οικοδομηθεί η πολιτική μας αντι-φασιστική δράση. Ο φασισμός τρέφεται από το κυπριακό και την διχοτόμηση και αντλεί από την διάχυτη ξενοφοβία της κοινωνίας, τον εθνοκεντρισμό της παιδείας, τον αυταρχισμό της πολιτικής ζωής, της οικονομίας, του εργασιακού χώρου. Για αυτό και η αντιφασιστική δράση πέραν από την εστίαση στο φαινόμενο, τον φασισμό και την ακροδεξιά, θα πρέπει να συνοδεύεται και από μια ευρύτερη κριτική και στις αιτίες που το παράγουν αλλά και στις δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα το υποθάλπουν και του προσφέρουν κάλυψη και στήριξη, είτε πολιτική, είτε οικονομική είτε ακόμα και διανοητική. Δεν μπορούμε να εστιάζουμε στις καθαρά φασιστικές ομάδες και να αφήνουμε τον ρατσιστικό λόγο και τις φασιστικές νοοτροπίες που τις συναντούμε σε ένα ευρύτερο κοινωνικό στρώμα στο απυρόβλητο. Ο φασισμός, πέραν από τις γενικόλογες βλακείες για τα καθαρά αίματα, τον στρατευμένο λαό, και το εθνικιστικοποιημένο προλεταριάτο που πουλά ως “επαναστατική” θεωρία έχει συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις. Συγκέντρωση και απέλαση των ξένων, κλείσιμο των οδοφραγμάτων, τερματισμός των συνομιλιών και εθνική εγρήγορση για καλύτερη απόδοση στον αντι-τουρκικό αγώνα διπλωματικό σήμερα δυνητικά στρατιωτικό αύριο. Τις προάλλες το σύνθημα “μην φέρετε τούρκους στα σχολεία” στην είσοδο του Λυκείου στο Φρέναρος εμπόδισε την προγραμματισμένη επίσκεψη της Σεβγκιούλ Ουλουντάγκ για να μιλήσει για το ζήτημα των αγνοουμένων. Δεν ήταν όμως η ίδια η ηγεσία της ΠΟΕΔ που εξέφρασε ακριβώς αυτή τη θέση το 2009 ως απάντηση στην πρόταση του Υπουργού Παιδείας για κοινές συναντήσεις ε/κ και τ/κ εκπαιδευτικών και μαθητών στα πλαίσια της προσπάθειας για καλλιέργεια κουλτούρας ειρηνικής συνύπαρξης; Τις προάλλες ο Κουλίας δεν μας είπε στην τηλεόραση σχολιάζοντας το σύνθημα της ακροδεξιάς, “κάτω τα χέρια ομοσπονδιακοί, η Κύπρος είναι ελληνική”, “μα τί έχει το σύνθημα;” και “φυσικά και είναι ελληνική η Κύπρος”; Η ο Σωτήρης Σαμψών πέρσι σε σχέση με καταγγελίες για εθνικιστικά συνθήματα στον στρατό ότι το “Ελλάς, Ελλάς σκέπασε και μας” “δεν είναι εθνικιστικό σύνθημα”; Μπορώ να απαριθμήσω πολλά τέτοια περιστατικά. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται.

Λοιπόν πίσω στο διαδίκτυο και την μπλογκόσφαιρα. Δεν είναι εύκολο να μετρηθεί ο αντίκτυπος ή η βαρύτητα του ακροδεξιού λόγου. Η σχετικά μαζική χρήση του διαδικτύου είναι μόλις 1 δεκαετίας στην Κύπρο και η μπλογκόσφαιρα λιγότερο από μια πενταετία και δεν υπάρχουν επιστημονικές έρευνες ακόμα για την γενικότερη επίδραση και την επιρροή της. Λίγος είναι ο κόσμος που ασχολείται συστηματικά με το διαδίκτυο και λίγοι παρακολουθούν την μπλογκόσφαιρα. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρόκειται για αμελητέο ή για ασήμαντο πεδίο παρέμβασης. Και αυτό για δυο λόγους. Πρώτον επειδή ο λόγος που αρθρώνεται ή / και αναδημοσιεύεται στην μπλογκόσφαιρα, αναμεταδίδεται συχνά μέσα από ηλεκτρονικά ταχυδρομεία, σελίδες κοινωνικής διχτύωσης, φυλλάδια και αφίσιες στους δρόμους, σπρέη στους τοίχους κλπ. Και δεύτερον επειδή πολλές φορές δημοσιογράφοι και αρθρογράφοι των ΜΜΕ βρίσκουν ειδήσεις και κυρίως σχολιασμό για γεγονότα της επικαιρότητας έτοιμο στα μπλογκς και τον χρησιμοποιούν στα κείμενα τους. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα ΜΜΕ και η μπλογκόσφαιρα βρίσκονται πλέον σε αμφίδρομη σχέση.

Οι τρεις διακριτές τάσεις του ακροδεξιού λόγου στη κυπριακή μπλογκόσφαιρα δεν είναι απλά τρεις εναλλακτικές ιδεολογικές θέσεις ή τρεις διαφορετικές πολιτικές τάσεις. Είναι και αυτό. Αλλά πιο ουσιαστικά επιτελούν διαφορετικές λειτουργίες μέσα σε ένα ευρύτερο κοινωνικό χώρο και ένα ευρύτερο πολιτικό στρατόπεδο. Οι τρεις λογικές λειτουργούν αν όχι όλες συντονισμένα, πάντως σίγουρα κάποιες παράλληλα και συμπληρώνοντας η μια την άλλη. Ο τραμπουκισμός και ο χαφιεδισμός είναι μέθοδοι που προϋποθέτουν όμως την ύπαρξη και ενός πολιτικού περιεχομένου, είτε φανερού είτε κρυφού. Και οι παραστρατιωτικές συμμορίες δεν είναι αυθύπαρκτες. Αναφέρονται σε μια πολιτική λογική, υπακούν σε μια πολιτική ηγεσία και φρουρούν μια πολιτική παράταξη. Που μπορεί να μην έχει εσωτερική συνοχή και ενιαία συγκρότηση, έχει όμως κοινό προσανατολισμό και στόχο, κοινό αντίπαλο και κοινό εχθρό και εν δυνάμει σε μια κατάσταση κρίσης, έξαρσης και υστερίας, συμπαράταξη. Δεν τίθεται θέμα διαλόγου με την ακροδεξιά. Μια έμμεση απάντηση σε κάποια αληθοφανή επιχειρήματα της στη δημόσια σφαίρα είναι συνήθως αναγκαία. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να παίξουμε το παιχνίδι των συντηρητικών που θέλουν να αντιπαραβάλουν δήθεν τα δυο άκρα – των φασιστών και των αντιφασιστών. Η ακροδεξιά είναι επικίνδυνη για την κοινωνία και αυτό πρέπει να γίνει σαφές σε όλους – και σε αυτούς που της παρέχουν πολιτική κάλυψη. Χρειάζεται να περιθωριοποιηθεί πολιτικά και να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά από ένα διευρυμένο πολιτικά και κοινωνικά αντιφασιστικό μέτωπο από την φιλελεύθερη δεξιά μέχρι και τον ριζοσπαστικό και εναλλαχτικό χώρο. Το κράτος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον φασισμό για πολλούς λόγους. Χρειάζεται αντιφασιστικό κίνημα. Ένα κίνημα μαζικό, δυναμικό και διαθετημένο να ανακόψει την ανοδική πορεία του φασισμού και να αντιμετωπίσει τις φασιστικές δυνάμεις και μέσα στην πολιτεία, και μέσα στην κοινωνία, και στο δημόσιο λόγο και στον δρόμο.