Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Η διχοτόμηση της Κύπρου ως απειλή και ως εδραιωμένη κατάσταση

 Παρουσίαση του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου, «O Ντενκτάς στον Νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά», Εκδόσεις Ψηφίδες, 2019*


https://commune.org.gr/blog-57/files/63db66dac7da15a5be44af61d44fd948-0.html?fbclid=IwAR0yEqkXo0v0dZXqvZVsIPo9HzHSJsjLU9Q4krM6eLPC0ztHcKv3tMNrubM

Event-in-Ammohostos-during-Erdogans-visit
του Τάκη Χατζηδημητρίου**

Ο τίτλος του βιβλίου του Γρηγόρη Ιωάννου «Ο Ντενκτάς στο Νότο» είναι προκλητικός. Σε κάνει να διερωτάσαι για το νόημά του. Σου παίρνει χρόνο, όπως συνέβη και με τον ίδιο τον συγγραφέα, να τον εννοήσεις και τελικά να τον συνειδητοποιήσεις. Κι αυτό είναι η πρώτη επιτυχία του βιβλίου. Σε υποχρεώνει να μετάσχεις στον προβληματισμό του συγγραφέα. Να διαβείς μαζί του τον πολύπλοκο μηχανισμό διαμόρφωσης καταστάσεων, που στην αντίληψή μας φθάνουν, συνήθως, ως νοοτροπίες και συνθήματα. Αναζητεί τη σπορά της διαίρεσης και διαπιστώνει ότι: «Η άνοδος του εθνικισμού (στη δεκαετία του 1940) συνέβαλε στον προοδευτικό διαχωρισμό των κοινοτήτων». Σίγουρα ο εθνικισμός συνέβαλε στον διαχωρισμό, όμως την καθοριστική και αγεφύρωτη ρήξη έφερε ο ένοπλος αγώνας. Η επιλογή του Γρίβα ως αρχηγού. ΟΠΛΑ η ΕΟΚΑ, ΟΠΛΑ οι Άγγλοι, ΟΠΛΑ οι Τούρκοι. Εμπλοκή της Ελλάδας με την ΕΟΚΑ και εμπλοκή της Τουρκίας με την ΤΜΤ, οι διακοινοτικές ταραχές, οι φόνοι των αριστερών. Απ’ εκεί και πέρα η τύχη της Κύπρου ήταν προδιαγεγραμμένη.

Σημειώνει ο συγγραφέας: «Ο συμβιβασμός της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η επικύρωσή του στο Λονδίνο από τους Βρετανούς, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και το Φαζίλ Κουτσιούκ εκ μέρους των κοινοτήτων διάνοιξε πραγματικά μια νέα εποχή».

Εδώ είναι που υστερήσαμε. Δεν καταλάβαμε ότι με όλες τις δυσκολίες και τα προβλήματα, μια νέα εποχή άρχιζε για την Κύπρο, που ζητούσε από μας να υπερβούμε το παρελθόν και να δούμε το μέλλον με διαφορετικό τρόπο. Όμως, στη δεκαετία του 1960 επαναλάβαμε εκείνα που ξέραμε από τη δεκαετία του 1950: διακοινοτικές συγκρούσεις, φόνους και αίμα. Ήταν τα όρια ενός κράτους που σύμφωνα με τη διαπίστωση του συγγραφέα «η στελέχωσή του […] έγινε νοητή περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με την αποικιακή περίοδο». Με την έκρηξη τη ένοπλης βίας η όση ανεξαρτησία εκχωρήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία αμφισβητήθηκε. Οι «μητέρες πατρίδες» και οι Αμερικανοί σε περίοδο Ψυχρού Πολέμου παρενέβαιναν διαλυτικά για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ρόλος της ελληνοκυπριακής ηγεσίας να αντιστέκεται στη διάλυση, αλλά και σταδιακά να διαβρώνεται.

Η χρονιότητα της εκκρεμότητας οδήγησε από κρίση σε κρίση, ιδιαίτερα μετά την επιβολή της χούντας, με τελική πια φάση το πραξικόπημα, την εισβολή και την ντε φάκτο διχοτόμηση.

Τον πόνο που πέρασαν οι Τουρκοκύπριοι την δεκαετία 1964-1974 διαδέχτηκε ο πόνος των Ελληνοκυπρίων μετά το 1974. Ό,τι ακολούθησε ήταν ο πλήρης πια διαχωρισμός στο έδαφος και στον πληθυσμό. Ο συγγραφέας σχολιάζει ότι «Οι επαφές ΕΚ και ΤΚ την περίοδο 1975 ως το 2003 μηδενίστηκαν» και προσθέτει «Ανήκω στη γενιά που γεννήθηκε μετά το 1974 και ενηλικιώθηκε σε συνθήκες πλήρους διαχωρισμού». Αναφέρεται ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας για να τονίσει ότι η λέξη Τουρκοκύπριος ήταν απαγορευμένη. Και συνεχίζει: «Είθισται να λέγεται ότι τα γεγονότα του 1974 με το πραξικόπημα και την εισβολή έθαψαν οριστικά την ιδέα της ένωσης περιθωριοποιώντας την. Αυτό ισχύει μόνο σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, και ακόμα κι εκεί χρειάζεται να διευκρινιστεί ότι αυτό που θάφτηκε το 1974 ήταν το πτώμα της ‘‘Ενώσεως’’ διότι πολιτικά νεκρή ήταν από το 1957, αν όχι και πιο πριν. Παρ’ όλα αυτά, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι το ελληνοκυπριακό σχολείο παρέμεινε και μετά το 1974 -και μέχρι σήμερα- ενωτικό ως προς τον γενικό του ιδεολογικό προσανατολισμό».

Η περίοδος 1974 -2003, φορτισμένη με επώδυνες αναμνήσεις, συνοδεύτηκε με νέες εντάσεις. Η μονομερής ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας από τον Ντενκτάς επέτεινε τον διαχωρισμό και έφερε σε νέα ύψη την αντιπαράθεση.
Ήταν όμως και περίοδος δραστηριοποίησης των Ηνωμένων Εθνών για επίλυση του προβλήματος, με πιο ουσιαστική την υποβολή προτάσεων του Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπούτρος – Μπούτρος Γκάλι το 1989 και μείζον γεγονός την αίτηση ένταξης στην ΕΕ το 1990.

Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως τη σημαντικότερη εξέλιξη, μετά το 1974, στις διακοινοτικές σχέσεις «Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων» τον Απρίλη του 2003 και τονίζει: «Είναι εκπληκτικό το πόσο εύκολα και αιφνίδια ανατράπηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο το ιδεολογικό εποικοδόμημα και η συνεπακόλουθη κουλτούρα του φόβου εκείνους τους πρώτους μήνες μετά το άνοιγμα, προκαλώντας απορία και στις δυο εξουσίες». Ό,τι συνέβη ήταν εκπληκτικό. Ένας λαός έβγαινε στο προσκήνιο της Ιστορίας. Κατακρήμνιζε διαχωρισμούς και αναζητούσε μια νέα πορεία, μια νέα αρχή. Ήταν ένα συμβάν μοναδικό, όχι μόνο για την Κύπρο αλλά και ευρύτερα για τόπους με εμφύλιους και εθνοτικές συγκρούσεις.

Το φαινόμενο αποδεικνύει τη δύναμη της συγκυρίας. Αν αξιοποιηθεί, αλλάζει το ρουν της Ιστορίας, αν χρονίσει, εκφυλίζεται και χάνεται. Γίνεται σκελετός της Ιστορίας. Σχετική και χαρακτηριστική είναι η ρήση του Λένιν για τη δική του επανάσταση: Χθες ήταν νωρίς, αύριο θα είναι αργά.

Στην περίπτωση όμως της Κύπρου υπάρχουν άλλα δεδομένα. Ακόμη και όταν υπάρχουν οι συγκυρίες, ακόμη και αν εκδηλωθεί η βούληση της κοινωνίας των πολιτών, αν η ηγεσία δεν συναινέσει, δεν πιστέψει στην αλλαγή, είναι σε θέση να την ματαιώσει. Το επιτρέπει το ατελές δημοκρατικό σύστημα και η ύπαρξη βαθέος κράτους. Το βιβλίο επικεντρώνει την προσοχή του σ’ εκείνη τη φοβερή νύκτα της 24ης Απρίλιου 2004, όταν στο δημοψήφισμα για το σχέδιο του Γενικού Γραμματέα Κόφι Ανάν οι Τουρκοκύπριοι ψήφιζαν υπέρ της λύσης και οι Ελληνοκύπριοι εναντίον. Έκπληξη το ΟΧΙ του ΑΚΕΛ. Συμφωνώ με το συγγραφέα όταν γράφει ότι «Το ΑΚΕΛ πέταξε την ιστορική ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει και περιθωριοποιήθηκε πλήρως καθώς ουσιαστικά έμεινε παθητικό στη μάχη που διεξήχθη τότε, την οντολογικού μεγέθους αντιπαράθεση μεταξύ του σκληρού πυρήνα του Ναι, με κυρίως αριστερό και φιλελεύθερο ιδεολογικό πρόσημο και ενός σκληρού πυρήνα του Όχι, με εθνικιστικό και συντηρητικό ιδεολογικό πρόσημο». Δεν θα επεκταθώ στο πώς καταλήξαμε στο 76% υπέρ του ΟΧΙ. Θα πω μόνο ότι για όλους εμάς που πήγαμε με το ΝΑΙ το αποτέλεσμα σήμαινε περαιτέρω εμβάθυνση αυτού που έγινε το 1974. Σε ό,τι αφορά τους Τουρκοκύπριους οπαδούς της λύσης, κυριάρχησε η αίσθηση απόρριψης και εγκατάλειψής τους από τους Ελληνοκύπριους. Ήταν αυτή ακριβώς η πίκρα που γέννησε, εκείνη τη νύκτα, το σύνθημα «Ο Ντενκτάς στον Νότο».

Ό, τι ακολούθησε ήταν η σταδιακή εμπέδωση των τετελεσμένων. Μας λέγει ο συγγραφέας: «η διχοτόμηση της Κύπρου κτίστηκε κομμάτι-κομμάτι, διαχρονικά μες από την ιστορία της διακοινοτικής σύγκρουσης, συντηρήθηκε και αναπαράχθηκε μέσα από τις πολιτικές ηγεσιών, τις δομές και τους θεσμούς και σε σημαντικό βαθμό κανονικοποιήθηκε ως καθημερινότητα παρά τα μύρια προβλήματα που ενέχει, τους κίνδυνους που κουβαλά και τον παραλογισμό που την συγκροτεί συνολικά». Διαπιστώνει ότι αυτά που προηγουμένως λέγονταν υπαινικτικά ως επιμέρους απόψεις «εμείς ποδά τζιαι τζείνοι ποτζιεί» άρχισαν να διαμορφώνονται σε νοοτροπία και κατεύθυνση.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία παραμένει η μόνη διέξοδος για την επανένωση του νησιού. Είναι μία συμβιβαστική λύση που απαιτεί ορθολογισμό. Μια συμφωνία που δε θα φέρει ενθουσιασμό, επειδή βασίζεται στη λογική και όχι στο συναίσθημα. Ο συγγραφέας, όμως, υποστηρίζει ότι σε περίπτωση που θα επιτευχθεί, θα γίνει ανεχτή ή καλύτερα αποδεκτή «με εξαίρεση ίσως μια μερίδα της ακροδεξιάς».

Όσοι δε συνειδητοποίησαν το «Ντενκτάς στον Νότο» το 2004, το κατάλαβαν αργότερα στο Μοντ Πελεράν και στο Γκραν Μοντανά. Τώρα σίγουρα βλέπουν τον Ντενκτάς να απολαμβάνει ευτυχισμένος τους καρπούς των κόπων του: Την Κύπρο με εμπέδωση της διχοτόμησης.

Πολύ σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας ότι το ΟΧΙ «Υπήρξε το τέλος της εικόνας των διαλλακτικών Ελληνοκυπρίων και των αδιάλλακτων Τουρκοκυπρίων». Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος σήμανε ουσιαστική στροφή του διεθνούς παράγοντος έναντι του Κυπριακού. Έκτοτε τα Ηνωμένα Έθνη αποστασιοποιούνται από τις θέσεις των Ελληνοκυπρίων, αν δεν τοποθετούνται κιόλας κριτικά ή και αρνητικά σε κάποιες περιπτώσεις. Η ΕΕ έκανε πια χωριστά ανοίγματα, τόσο έναντι των Τουρκοκυπρίων όσο και έναντι της Τουρκίας. Αναβάθμισε τις σχέσεις της με τη τουρκοκυπριακή πλευρά, εγκαθίδρυσε Γραφείο στην τουρκική συνοικία της Λευκωσίας, πρόσφερε οικονομική βοήθεια και ως ένα σημείο πολιτική αναγνώριση. Το Συμβούλιο της Ευρώπης αναγνωρίζει στην Κοινοβουλευτική του Συνέλευση δύο αντιπροσωπίες από την Κύπρο. Σε άλλους διεθνείς οργανισμούς, όπως στη Διακοινοβουλευτική Ένωση, είναι μέλος με αστερίσκο και με παράλληλη ανεπίσημη σχέση με την τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Η ελληνοκυπριακή ηγεσία για να στηρίξει το ΟΧΙ επικαλέστηκε οικονομικούς λόγους. Επιχείρημα συμφεροντολογικό, που μας στέρησε και κάθε ηθικό έρεισμα. Οι προεδρικές του 2008 έκαναν φανερή την αδιέξοδη πολιτική του Τάσσου Παπαδόπουλου και έδωσαν την ευκαιρία στο Χριστόφια να ανατρέψει το αρνητικό κλίμα. Ο ελπίδες για διευθέτηση και αποτροπή της διχοτόμησης αναπτερώθηκαν. Ως πιο σημαντική σύγκλιση στις συνομιλίες Χριστόφια – Ταλάτ ο Γρηγόρης θεωρεί, και σε αυτό μας βρίσκει σύμφωνους, τη φόρμουλα της εκ περιτροπής Προεδρίας (με αναλογία 5 προς 2) συνοδευόμενη από διασταυρούμενη και σταθμισμένη στο 20% ψήφο. Μια συμφωνία που για πρώτη φορά ενοποιούσε το εκλογικό σώμα και θεμελίωνε την έννοια του κοινού συμφέροντος και του κοινού μέλλοντος.

Έχει δίκαιο να θεωρεί λάθος την άρνηση της υπογραφής των συμφωνηθέντων όταν το ζήτησε όχι μόνο ο Ταλάτ αλλά και ο Μπα Κι Μουν κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο. Τούτο επέτρεψε στο ΔΗΣΥ και τα άλλα κόμματα να παρέμβουν διαβρωτικά σε ό,τι συμφωνήθηκε.

Ο Αναστασιάδης στις συνομιλίες του με τον Ακκιντσί σταδιακά επανέφερε συγκλίσεις του Χριστόφια – Ταλάτ και προχώρησε ακόμη πιο πέρα σε θέματα εκτελεστικής εξουσίας, μεταβατικών περιόδων και δικαιωμάτων και ασφάλειας. Στα τέλη του 2016 η λύση ήταν ορατή και διαπιστωμένη από τους ίδιους του ηγέτες. Στο Μοντ Πελεράν κατατέθηκε από τον Ακκιντσί και χάρτης που συναντούσε τις ελληνοκυπριακές απαιτήσεις. Με την εκ περιτροπής Προεδρία και την επιστροφή του Μόρφου η υπόθεση της λύσης ήταν περίπου δεδομένη. Σαφής κι αποφασιστική ήταν η στήριξη που το ΑΚΕΛ και ο Άντρος Κυπριανού πρόσφεραν στον Αναστασιάδη. Στήριξη που δεν της έλειπε η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης και του θάρρους. Ο επίλογος γράφτηκε στο Γκραν Μοντανά, όταν αντί να συζητούμε τις προτάσεις του Γκουτέρες διαπληκτιζόμαστε με τον Τζαβούσογλου. Όταν ήταν έτοιμοι οι πρωθυπουργοί να μετάσχουν και τους μηνύσαμε να μην έρθουν.

Έχω και κάποιες παρατηρήσεις:

Πρώτα για τα ΜΜΕ. Συμφωνώ με τον συγγραφέα ότι συνεργοί αν όχι θεμελιωτές της διχοτομικής πορείας είναι τα πλείστα ΜΜΕ, έντυπα και ηλεκτρονικά. Λίγα εκείνα της συναίνεσης και της λύσης. Κι αυτά χρειάζονται την προστασία και τη στήριξή μας. Μπορεί κάποτε να ξεστρατίζουν και δέχονται γι’ αυτό τη δίκαιη και αυστηρή κριτική μας. Όμως κρίνοντας τη συνολική πολιτική τού ΠΟΛΙΤΗ, θεωρώ άδικη τη διαπίστωση ότι βρέθηκε ύστερα από το Μαρί «σε πορεία παρακμής που έφτασε σε διάφορες περιπτώσεις στο επίπεδο του κίτρινου Τύπου». Και λίγα λόγια για το γλωσσάρι. Ναι υπάρχει η γλώσσα της σύγκρουσης και της διαίρεσης και η γλώσσα της συνεννόησης και της συμπόρευσης. Η γλώσσα της σύγκρουσης με τους υποτιμητικούς όρους που αρχίζουν από το ψευδο- κ.λπ. έχουν πια, σύμφωνα με τη διαπίστωση του συγγραφέα, γελοιοποιηθεί. Άλλοι όροι όπως ο χαρακτηρισμός του Ακιντσί σαν «κατοχικού ηγέτη» έπαυσαν να είναι αποδοτικοί, γιατί δεν είναι πειστικοί. Υπάρχει και το γλωσσάρι εκείνων που επικοινωνούν με τους Τουρκοκύπριους, συνεργάζονται ή διαβουλεύονται μαζί τους, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μέχρι τον απλό άνθρωπο που συναντά Τουρκοκύπριους φίλους του. Όλοι αυτοί χρησιμοποιούν τη γλώσσα της συνεννόησης. Και όμως, το γλωσσάρι της διαίρεσης επιμένει. Ενδεικτικό κι αυτό υποταγής στα κελεύσματα των πιο φανατικών της κοινωνίας μας.

Δεύτερο: Σωστή η επισήμανση του συγγραφέα για την αυτονομία «της Κύπρου και του Κυπριακού ως αυτοτελούς ζητήματος» και ορθά προσθέτει «Το (γεγονός) ότι δεν υπάρχει κάποια κυπριακή μοναδικότητα, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια κυπριακή ιδιαιτερότητα που καθιστά το Κυπριακό ένα σύνθετο ζήτημα». Αποδοχή της αυτοδυναμίας του Κυπριακού οδηγεί και στην αποδοχή της κυπριακής ανεξαρτησίας και της αυτοδύναμης κρατικής της οντότητας. Σημαίνει ακόμη την αναγνώριση της πραγματικότητας, που δεν είναι άλλη από την ύπαρξη ενός πολυπολιτισμικού κράτους, κάτι που ακόμη δεν εννοήσαμε, αλλά που αποτελεί την προϋπόθεση για μια νέα εποχή μέσα στην Ιστορία πέραν από τους εθνικισμούς και τις μητέρες πατρίδες.

Τρίτη και τελευταία παρατήρηση: Η διαπίστωση ύπαρξης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο έβαζε μπροστά μας το δίλημμα: Προέχει η λύση του Κυπριακού και στη συνέχεια εκμετάλλευση, ή μονομερής εκμετάλλευση και παραμερισμός του Κυπριακού; Γύρω από αυτό το ερώτημα τοποθετήθηκαν η κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις και ανάλογα με τις προτεραιότητες της κάθε πλευράς. Όσοι υποστήριζαν τη λύση, ήθελαν τους υδρογονάνθρακες μέσο για τη διευθέτηση του Κυπριακού. Υπήρχε ένας πλούτος που θα μπορούσε να ωφελήσει, μέσα σε πνεύμα συνεργασίας, όλες τις πλευρές εντός και εκτός Κύπρου. Ένα σχέδιο που θα μπορούσε ακόμη να συμπεριλάμβανε και την Τουρκία. Είναι πια σαφές ότι η προτεραιότητα στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων οδηγεί σε τακτική που μόνο ένταση και κρίση μπορεί να επιφέρει. Και για κάθε αντικειμενικό παρατηρητή είναι σαφές ότι μέσα σε κλίμα αντιπαράθεσης η αξιοποίηση είναι αν όχι αδύνατη, άκρως προβληματική. Η σύγκρουση συμφερόντων με την Τουρκία μας φέρνει αντιμέτωπους με νέα τετελεσμένα που ροκανίζουν την ήδη προβληματική δικαιοδοσία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Φυσικά έχουμε σύμμαχους που δεν θα ήθελαν την Τουρκία να ελέγχει πλήρως την Ανατολική Μεσόγειο. Όμως οι καταγγελίες και τα μέτρα που μας υπόσχονται είναι τέτοια που δεν αναιρούν τα τετελεσμένα. Το θέμα των υδρογονανθράκων όλο και πιο πολύ προβάλλει την προτεραιότητα της επίλυσης του πολιτικού μας προβλήματος.

Συμπερασματικά: Ο δρόμος που βρίσκεται μπροστά μας απαιτεί διευθέτηση του Κυπριακού. Παράκαμψη της λύσης μάς οδηγεί σε σταδιακή φθορά ή ακόμη σε μείζονα κρίση. Το παιγνίδι του «μικρομεγαλισμού» όπως εξελίχθηκε με την κυπριακή ΝΑΦΤΕΞ με πραγματικά πυρά, πριν λίγο καιρό και αργότερα με το διεθνές ένταλμα σύλληψης εμπλεκομένων στις διατρήσεις, αλλά και με τις αντιδράσεις που μεθοδεύσαμε στο διεθνή χώρο με τις διμερείς ή τριμερείς συνεργασίες με αποκορύφωμα τα μέτρα της ΕΕ, με τα οποία απειλούσαμε την Τουρκία, το μόνο που πέτυχαν είναι ν’ αποδείξουν ότι δεν είμαστε σε θέση ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση, που έχει κιόλας ξεφύγει από τον έλεγχό μας.

Και τελειώνω με το βιβλίο. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που μου δόθηκε η ευκαιρία να το μελετήσω και να το συστήσω ολόψυχα ως ένα πολύ σημαντικό και πυκνό σε νοήματα βιβλίο. Ήρθε για να μείνει και να μας συντροφεύει όταν θέλουμε να εμβαθύνουμε στα πράγματα. Και ένα ακόμη χαρακτηριστικό: Είναι αποκαλυπτικό και δεν επιτρέπει κανενός είδους άλλοθι μπροστά στη διχοτόμηση που μας απειλεί, αν δεν έχει κιόλας εδραιωθεί.


****

*Από την παρουσίαση της 1ης έκδοσης του βιβλίου που έγινε στο Πανεπιστήμιο Κύπρου το καλοκαίρι του 2019. Από τότε το βιβλίο έχει περάσει στη 2η έκδοσή του και έχει μεταφραστεί και εκδοθεί επίσης στα τουρκικά (Baranga Publications,2020)και στα αγγλικά από τον εκδοτικό οίκο Palagrave Macmillan το 2020 με τον τίτλο «The normalisation of Cyprus’ partition among Greek Cypriots: political economy and political culture in a divided society».

** Ο Τάκης Χατζηδημητρίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος ΕΔΕΚ, αντιπρόεδρος και βουλευτής του κόμματος. Είναι συγγραφέας πέντε βιβλίων πολιτικού προβληματισμού και επικεφαλής της ελληνοκυπριακής πλευράς από το 2008 στη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την διάσωση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Πενταμερής Διάσκεψη για το Κυπριακό ή the show must go on

άρθρο στο περιοδικό Commune.org.gr

https://commune.org.gr/blog-34/index.html?fbclid=IwAR0UMi2ZerTuKYrAJNg9Th8i3ixru1HAT4Wohng4gSAh46yrn2WdY0wvB_4


Γρηγόρης Ιωάννου*

4/2/2021

 

Σχεδόν τέσσερα χρόνια μετά την κατάρρευση των συνομιλίων το 2017, τον Μάρτιο του 2021 αναμένεται να έχουμε ξανά μια πενταμερή διάσκεψη για το Κυπριακό. Αυτή η διάσκεψη θα είναι «άτυπη», επειδή δεν αναμένεται να καταλήξει σε αποτέλεσμα, αλλά στο διερευνήσει αν υπάρχει έδαφος για μια άλλη, τυπική, πενταμερή που θα πραγματοποιηθεί αργότερα με σκοπό εκείνη να καταλήξει κάπου. Οι συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού έχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάρει τη μορφή μιας σαπουνόπερας που, ενώ τα δεδομένα και οι χαρακτήρες αλλάζουν, η κεντρική δομή του σεναρίου παραμένει η ίδια. Το Κυπριακό δεν λύνεται, διότι το κυρίαρχο τμήμα της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης έχει αποφασίσει ότι το ρίσκο που μπορεί να προκύψει για αυτήν από την επανένωση της χώρας είναι μεγαλύτερο από το όφελος που αυτή μπορεί να έχει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την πλειοψηφική απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από την ελληνοκυπριακή κοινότητα έγινε ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση από ελληνοκυπριακής πλευράς για έναν συμβιβασμό που θα επέτρεπε τον διαμοιρασμό εξουσίας και τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων εντός μιας ομόσπονδης κρατικής δομής. Οπόταν η διχοτόμηση της χώρας έγινε ουσιαστικά όχι απλώς μια αποδεκτή εξέλιξη, αλλά η πρώτη επιλογή της ελληνοκυπριακής ελίτ. Την ίδια στιγμή η διχοτόμηση με τη μορφή μιας επίσημης συμφωνίας αλληλο-αναγνώρισης δύο κυρίαρχων κρατών στην Κύπρο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ούτε διεθνώς, ούτε εσωτερικά, ενώ, ακόμα και αν μπορούσε να τύχει ικανοποιητικής ανοχής, η διαπράγματευσή της είναι μια υπόθεση δυσκολότερη από τη διαπραγμάτευση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη δεν φημίζεται για τη διορατικότητα ή για την ευφυία της. Ουσιαστικά η σύγχρονη ιστορία της Κύπρου είναι η ιστορία ενός κοντόφθαλμου μικρομεγαλισμού από πλευράς της ελληνοκυπριακής ηγεσίας τόσο απέναντι στους Τουρκοκυπρίους όσο και διεθνώς και σε σχέση με τη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ενός μικρομεγαλισμού που διαρκώς τιμωρείται, ηττάται και ξεφτιλίζεται και όμως επιβιώνει.

Παρά την κυρίαρχη αντίληψη στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και στην Ελλάδα για μια Τουρκία που είναι αδιάλλακτη, επεκτατική ή και «νευρική», η Τουρκία έχει αποδείξει στο ζήτημα των υδρογονανθράκων αλλά και γενικότερα στην πολιτική της για τα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου ότι είναι μια δύναμη που γνωρίζει καλά και τους συσχετισμούς ισχύος, τους οποίους αποτυπώνει σε όλα τα επίπεδα και όχι απλώς στο στρατιωτικό, αλλά και τα όρια της ως περιφερειακή δύναμη. Ξέρει να υποχωρεί προς όφελος ενός αμοιβαίου συμβιβασμού όπως απέδειξε και το 2004 για το ζήτημα της κυριαρχίας και το 2017 για το ζήτημα των εγγυήσεων, αλλά είναι επίσης σε θέση, όπως και η Βρετανία και οι μεγαλύτερες δυνάμεις ΗΠΑ και Ρωσία, να διασφαλίσει τα συμφέροντα της και σε συνθήκες μη επίλυσης του Κυπριακού. Το πόσο εύκολα μπλόκαρε το μονομερές ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ξεγύμνωσε το αφήγημα του East Med και των συμμαχιών της με Ελλάδα, Ισραήλ και Αιγύπτο είναι αποκαλυπτικό.

Ο Αναστασιάδης υπήρξε ο πρώτος Ελληνοκύπριος ηγέτης που εισηγήθηκε στην Τουρκία τη διχοτόμηση της Κύπρου. Δεν είμαι σίγουρος αν οι λόγοι που τον ώθησαν σε αυτό ήταν η μέθη από τα κέρδη του κόλπο γκρόσο της αρπαχτής με τα διαβατήρια ή μια γενικότερη ανεπάρκεια αντίληψης των γεωπολιτικών και πολιτικών δεδομένων. Όπως και να έχει, είτε ήταν προϊόν μιας απερίσκεπτης αφέλειας είτε ενός αψήφιστου τυχοδιωκτισμού, η κίνηση αυτή έχει αναμφίβολα επιτείνει την καταστροφική πορεία του Κυπριακού. Όχι επειδή υπάρχει άμεσος κίνδυνος επισημοποίησης της διχοτόμησης – αυτό χρειάζεται ακόμα μια γενιά για να γίνει αποδεκτό εσωτερικά –, αλλά επειδή διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις να κυλήσει άλλη μια δεκαετία χωρίς προοπτική με την Τουρκία απενοχοποιημένη και ελεύθερη να κάνει ό,τι θέλει και στο βόρειο μέρος και στη θάλασσα γύρω από την Κύπρο και επειδή μετέτρεψε το Κυπριακό από αυτόνομο ζήτημα και καταλύτη μιας μελλοντικής διευθέτησης στα ελληνο-τουρκικά σε υποσημείωση ενός ευρύτερου γεωπολιτικού ανταγωνισμού για την ΑΟΖ της Ανατολικής Μεσογείου, στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί καν αντικειμενικά να έχει λόγο.

Η καλλιέργεια της αντίληψης ότι η διχοτόμηση της Κύπρου είναι απλώς το χάρισμα της βόρειας Κύπρου στην Τουρκία με αντάλλαγμα η Τουρκία να αφήσει το νότιο μέρος και τη νότια θάλασσα ελεύθερο πεδίο για να κάνουν ό,τι θέλουν οι Ελληνοκύπριοι και η Ελλάδα είναι μυθική και εξόφθαλμα παιδαριώδης – και όμως φαίνεται ότι, σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον, η ελληνοκυπριακή ελίτ πίστεψε και η ίδια το παραμύθι που πούλησε στην κοινή γνώμη που ακόμα το πιστεύει. Η μονοπώληση του κράτους περιορισμένου στο νότιο μέρος του νησιού από τους Ελληνοκυπρίους για μισό αιώνα εδραίωσε την αντίληψη ότι αυτό είναι ένα κεκτημένο που κλείδωσε και που δεν απειλείται με τη διχοτόμηση. Η διχοτόμηση όμως δεν είναι πολλαπλασιασμός της κυριαρχίας, από μονή σε διπλή, είναι διαίρεση της. Η διαδικασία αναβάθμισης της βόρειας Κύπρου είναι ταυτόχρονα μια διαδικασία υποβάθμισης της νότιας Κύπρου καθώς αυτή αντλεί τη νομιμοποίηση της ως Κυπριακή Δημοκρατία μόνο στο βαθμό που είναι και φαίνεται έτοιμη να δεχτεί τους Τουρκοκύπριους επί ίσοις όροις. Καθώς αυτή η εικόνα διαβρώνεται, ή ακριβέστερα καθώς αυτό το ψέμα αποκαλύπτεται, η πορεία προς τα δυο κράτη σε βάθος χρόνου θα είναι ιδιαίτερα επίπονη για την ελληνοκυπριακή κοινότητα.

Στο Κρανς Μοντάνα το 2017 υπήρξε ένα ιστορικό ναυάγιο ανάλογο με αυτό του 2004 με καθαρή ευθύνη του Νίκου Αναστασιάδη, που κατάφερε όμως να χρησιμοποιήσει και να εργαλειοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς στην πορεία προς αυτό και τον Νίκο Κοτζιά, εκμεταλλεύομενος τον υπερφύαλο χαρακτήρα και τη ματαιοδοξία του, και φυσικά τις δυνάμεις που εκπροσωπούσε μέσα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και το ελληνικό βαθύ κράτος. Από τότε μόνο χειρότερα έχουν γίνει τα δεδομένα αφού ο Μουσταφά Ακιντζί έχασε τις εκλογές στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και ο Αναστασιάδης έχασε κάθε ψήγμα αξιοπιστίας καθώς έσπρωξε τη χώρα βαθιά σε ένα τέλμα διαφθοράς, ισοπέδωσης των θεσμών και γενικευμένης απαξιώσης. Τα ελληνο-τουρκικά έχουν τις δικές τους δυναμικές και τα δικά τους αδιέξοδα. Σε αυτή τη συγκυρία το να κρατηθεί το Κυπριακό ένα άλυτο και ανοιχτό ζήτημα φαίνεται να κέρδισε έδαφος και στους κόλπους της ελληνικής ελίτ. Από τη μια λειτουργεί ως ένα επιπλέον ανάχωμα και άλλοθι στην απροθυμία της να ξεκινήσει ένα συνολικό διάλογο εφ΄όλης της ύλης με τη Τουρκία και από την άλλη επιτρέπει μια προσπάθεια εκμετάλλευσης της επιδείνωσης της σχέσης με τις ΗΠΑ και τη Δύση για ενίσχυση της περιφερειακής θέσης της Ελλάδας. Η ελληνική εξωτερική πολιτική είναι επίσης κοντόφθαλμη και με στοιχεία τυχοδιωκτισμού, αλλά αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει καταστήσει σαφές ότι δεν αποδέχεται δύο κυπριακά κράτη εντός της, έχει τονίσει ότι ολόκληρη η Κύπρος είναι τμήμα της επικράτειάς της και ότι δεν προτίθεται να εγκαταλείψει τους Τουρκοκύπριους πολίτες της. Στην πραγματικότητα, όμως, η ΕΕ βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο που την καταδικάζει σε μια στάση αδράνειας καθώς δεν έχει επαρκείς μηχανισμούς να πιέσει την ελληνοκυπριακή πλευρά, χωρίς να περιπλέξει τη σημαντική σχέση της με την Τουρκία και να στενέψει τα όρια διαπραγμάτευσης της ειδικής τους σχέσης. Ο ΟΗΕ βρίσκεται σε παρόμοιο αδιέξοδο με την ΕΕ έχοντας ακόμα στενότερο περιθώριο δράσης. Ο ΟΗΕ αντιλαμβάνεται ότι το Κυπριακό έχει καταστεί σχεδόν ανεπίλυτο ζήτημα και έχει υπαινιχθεί ότι θα μπορούσε να αποστασιωπηθεί από αυτό. Την ίδια στιγμή ξέρει πολύ καλά, καλύτερα από πολλούς Κύπριους, ότι το στάτους κβο δεν είναι στατικό ούτε σταθερό ούτε ασφαλές, ιδιαίτερα μετά την αύξηση της έντασης σε σχέση με τα ζητήματα της ΑΟΖ. Έτσι υπάρχει ένα αντικειμενικό όριο στο πόσο στα αλήθεια μπορεί να αποστασιοποιηθεί, ή στο σε πόσο ρητά μπορεί να αποδώσει τις ευθύνες της μη επίλυσης του Κυπριακού. Αυτό εξηγεί και τη σύγκλιση αυτής της πενταμερούς, που μάλλον έχει σκοπό να συντηρήσει όσο είναι δυνατόν τα δεδομένα επί του εδάφους μέχρι πάρακατω.

Αλλά στο τέλος της μέρας, όσο και αν το Κυπριακό καθίσταται κατά καιρούς ως μικροενόχληση για τη διεθνή κοινότητα, αντλώντας περισσότερους πόρους από ό,τι δικαιολογεί το μέγεθος και η σημαντικότητα του νησιού, λέγεται κυπριακό πρόβλημα διότι είναι πρώτα από όλα πρόβλημα των Κυπρίων – αυτοί επηρεάζονται άμεσα από αυτό και μόνο αυτοί μπορούν να το λύσουν. Η τραγικότητα της κατάστασης είναι ότι η μερίδα που αντιλαμβάνεται το άλυτο Κυπριακό ως έναν αυξανόμενα επικίνδυνο παραλογισμό υποσκιάζεται από τη μερίδα που βολεύεται καθώς κερδίζει από αυτό. Μια άλλη μερίδα Κυπρίων, πιθανότατα μεγαλύτερη από τις δυο προαναφερόμενες, αρκείται στο να παρακολουθεί αδιάφορα, έστω από συνήθεια, τη συνέχιση της προβολής αυτού του σόου.    

 

* Πολιτικός κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και συγγραφέας του βιβλίου «Ο Ντενκτάς στον νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά», Εκδόσεις Ψηφίδες.