Απόσπασμα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου μου "Ο Ντενκτάς στο νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά" όπως δημοσιεύτηκε στο "Φάντασμα της Ιστορίας" της Εφημερίδας των Συντακτών, 30 Μαρτίου 2019.
Για τυπικούς λόγους να αναφέρω ότι στα πλαίσια της επιμέλειας και για να διευκολυνθεί η ανάγνωση αυτού του αποσπάσματος έχουν αφαιρεθεί διάφορες υποσημειώσεις και αναφορές από το κείμενο. Ο επιμελητής άφησε μόνο 3 υποσημειώσεις που είναι σημαντικές για την κατανόηση του κειμένου, ιδιαίτερα από μη εξοικειωμένο αναγνωστικό κοινό.
https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/189153_oi-aparhes-tis-dihotomisis?fbclid=IwAR1siP9vx_2O0gx88V6qbg7fD-c1kWfD-A6zq8WRQe7iAmqSCCspkkK_UWI
Για τυπικούς λόγους να αναφέρω ότι στα πλαίσια της επιμέλειας και για να διευκολυνθεί η ανάγνωση αυτού του αποσπάσματος έχουν αφαιρεθεί διάφορες υποσημειώσεις και αναφορές από το κείμενο. Ο επιμελητής άφησε μόνο 3 υποσημειώσεις που είναι σημαντικές για την κατανόηση του κειμένου, ιδιαίτερα από μη εξοικειωμένο αναγνωστικό κοινό.
https://www.efsyn.gr/themata/fantasma-tis-istorias/189153_oi-aparhes-tis-dihotomisis?fbclid=IwAR1siP9vx_2O0gx88V6qbg7fD-c1kWfD-A6zq8WRQe7iAmqSCCspkkK_UWI
Η διχοτόμηση της Κύπρου συντελέστηκε πολιτικά και επί του εδάφους την περίοδο 1950-1975, στα πλαίσια της σύγκρουσης για την εξουσία και τον έλεγχο του νησιού στη μεταβατική περίοδο της απο-αποικιοποίησης.
Ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός που εισήχθηκαν στην Κύπρο και ο ανταγωνισμός Ελλάδας-Τουρκίας όρισαν τη διαδικασία της κυπριακής ανεξαρτησίας και του τρόπου τερματισμού του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος.
«Εάν ήτο δυνατόν αυτή η απειλή να γίνη πραγματικότης, θα αφεώρα τον διαμελισμόν με όρους υπέρ της Τουρκίας αλλά και υπέρ της Ελλάδος»
Σπύρος Μαρκεζίνης, αγόρευση στη Βουλή (25/2/1959)
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες ισχύος δεν αντιστοιχούσαν στις τοπικές δυναμικές που αναπτύσσονταν και στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς εξουσίας και για να επιβληθούν χρησιμοποιήθηκε βία.
Οι εθνικισμοί, πέρα από ιδεολογίες εξουσίας, υπήρξαν και εργαλεία τρομοκρατίας που επέβαλαν στους Κύπριους, ενδοκοινοτικά και διακοινοτικά, τους όρους της διχοτόμησης που ολοκληρώθηκε με τις επεμβάσεις του ελληνικού και τουρκικού κράτους.
Η ανάπτυξη των εθνικισμών
Οι Βρετανοί αποικιοκράτες διατήρησαν την οθωμανική διοικητική διάκριση των Κυπρίων υπηκόων τους στη βάση της θρησκείας τους (Μουσουλμάνοι και μη Μουσουλμάνοι), την ίδια στιγμή που προχώρησαν σε μια σειρά εκμοντερνιστικών μεταρρυθμίσεων. Μέσα από το Νομοθετικό Συμβούλιο η εθνοτική καταγωγή πολιτικοποιήθηκε ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν οι κορπορατιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης που χαρακτήριζαν την προ-νεωτερική τάξη πραγμάτων, ολοκληρώνοντας μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Ετσι ήδη από τη δεκαετία του 1920, μέσα και από την ανάπτυξη της κοινοτικής παιδείας αλλά και των πελατειακών σχέσεων, οι Κύπριοι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν να υιοθετούν τις ταυτότητες του Ελληνα και του Τούρκου αντίστοιχα και να προσβλέπουν προς τα γειτονικά εθνο-κράτη τους.
Η αναδυόμενη κυπριακή αστική τάξη υπήρξε σε σημαντικό βαθμό χριστιανική, καθότι οι Χριστιανοί κυριαρχούσαν στο εμπόριο στον καταμερισμό εργασίας της οθωμανικής περιόδου. Υπήρχαν βέβαια και Μουσουλμάνοι επιχειρηματίες, που είχαν συνήθως και περισσότερες προσβάσεις στη δημόσια διοίκηση. Ο ελληνικός αλυτρωτικός εθνικισμός που εισαγόταν από το ελληνικό κράτος και τις ελληνικές παροικίες της περιοχής είχε καταφέρει μέσα από την παιδεία να ριζώσει στα μεσαία και ανώτερα στρώματα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Αυτό έγινε με την ανοχή και την έμμεση στήριξη των Βρετανών, που θεωρούσαν ότι έτσι μπορούσαν να εξισορροπήσουν την οθωμανική κυριαρχία του νησιού που ακόμα διατηρούνταν. Ομως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη αυτή των Βρετανών έπαψε να υφίσταται, ενώ ο ελληνικός εθνικισμός εξαπλώθηκε στις αγροτικές μάζες και μετατράπηκε πλέον σε εργαλείο της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης και της εκκλησίας. Παράλληλα οι παραδοσιακοί Μουσουλμάνοι προύχοντες που έμειναν προσκολλημένοι στην Οθωμανική τάξη πραγμάτων έχαναν έδαφος μπροστά στην ανάπτυξη της ιδεολογίας του Κεμαλικού Τουρκισμού που κυριάρχησε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Η διαδικασία της ανάπτυξης των εθνικισμών των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ολοκληρώθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα ήδη με την εξέγερση των Οκτωβριανών το 1931 ο ελληνικός εθνικισμός εδραιώθηκε και το σύνθημα της «Ενώσεως» άρχισε να αποκτά το στάτους της ορθοδοξίας και να βιώνεται ως μεταφυσική υπόσχεση για τους Ελληνοκυπρίους και ως υπαρξιακή απειλή για τους Τουρκοκυπρίους, όπως διαφάνηκε μέσα από τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1940.
Παρότι δεν υπήρξαν μεγάλα επεισόδια βίας και διασάλευση των γενικά ομαλών σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι διαδικασίες της αστικοποίησης, της μαζικής παιδείας και της πολιτικοποίησης των Κυπρίων υπηκόων της βρετανικής αυτοκρατορίας αύξησαν τη ροπή προς την αποστασιοποίηση και τον διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων. Αυτό εκφράστηκε και σε επίπεδο πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων αλλά ακόμα και εν μέρει σε επίπεδο οικονομικών σχέσεων, χωροταξικής διάρθρωσης και διαπροσωπικών σχέσεων.
Η άνοδος του εθνικισμού συνέβαλε στον προοδευτικό διαχωρισμό των κοινοτήτων, οδηγώντας σε μείωση του αριθμού των μεικτών χωριών/πληθυσμιακών κέντρων από 346 το 1891 σε 252 το 1931. Αυτό επιταχύνθηκε το επόμενο διάστημα και κορυφώθηκε την περίοδο της βίας (1955-1959), αφήνοντας μόνο 114 μεικτά πληθυσμιακά κέντρα το 1960.
Ηδη από τη δεκαετία του 1940 οι διαχωρισμένες οργανώσεις (συνεργατικές, αγροτικές, πολιτιστικές, πολιτικές, κοινωνικές) γίνονται ο κανόνας, ενώ ακόμα και το εργατικό κίνημα διασπάται πέραν από τον ενδοκοινοτικό άξονα δεξιάς-αριστεράς και σε διακοινοτική βάση με την ίδρυση των τουρκικών συντεχνιών. Το ότι πολλοί Τουρκοκύπριοι παραμένουν ενταγμένοι στην Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία (ΠΕΟ) μέχρι και το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 επ’ ουδενί δεν σημαίνει ότι αποδέχονταν την θέση της «Ενώσεως», την οποία το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ) σε αντίθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου είχε υιοθετήσει με την ίδρυσή του το 1941 ως μακροπρόθεσμο αντι-ιμπεριαλιστικό στόχο1. Οταν μάλιστα το ΑΚΕΛ αποδέχτηκε την «Ενωσιν» και ως άμεσο στόχο το 1949-1950, με τη συμμετοχή του στη συλλογή υπογραφών της Εκκλησίας, η δυνατότητα της ΠΕΟ να λειτουργήσει ως κοινή οργάνωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων υπονομεύτηκε περαιτέρω.
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε κομβική για την εξέλιξη των διακοινοτικών σχέσεων στην Κύπρο. Η ανάπτυξη των διακριτών «εθνικών συνειδήσεων», η πολιτικοποίηση δηλαδή της εθνοτικής καταγωγής και της πολιτισμικής ταυτότητας που συνέβαινε σχετικά αργά και σταδιακά στον ιστορικό χρόνο, επιταχύνθηκε καθώς ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αποχώρηση των Βρετανών ήταν ένα ορατό ενδεχόμενο.
Ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός που ακολούθησαν είχαν ήδη καταφέρει να ορίσουν το πεδίο της αποαποικιοποίησης και να καταστούν τα οχήματα με τα οποία οι ηγεσίες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων θα πολιτεύονταν έναντι των Βρετανών και θα κινητοποιούσαν τις μάζες των κοινοτήτων τους.
Η «Ενωσις», όπως και το «Ταξίμ» (δηλαδή, η διχοτόμηση της Κύπρου και ο διαμοιρασμός της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας) που κωδικοποιήθηκε ως η απάντηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, συγκρότησαν το πολιτικό πλαίσιο στην κάθε κοινότητα και τελικά έπνιξαν κάθε διαφορετική και κριτική φωνή πριν προλάβει να αναπτυχθεί.
Τα λαϊκά στρώματα και η εργατική τάξη που είχαν βγει στο πολιτικό προσκήνιο τη δεκαετία του 1940, με βασικό εκπρόσωπό τους το νεοϊδρυθέν ΑΚΕΛ, ουσιαστικά χάνουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις εξελίξεις, καθώς τη δεκαετία του 1950 συντελείται ενός είδους αντεπανάσταση σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Συνδικαλιστικά τα κεκτημένα της δεκαετίας του 1940 διατηρούνται και τόσο η ΠΕΟ όσο και το ΑΚΕΛ διατηρούν την οργανωτική τους δύναμη, η οποία μάλιστα ενισχύεται μέσα από μια διαδικασία συγκεντροποίησης και δημιουργίας επαγγελματικού μηχανισμού.
Η δε Συνομοσπονδία Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ) στο εργασιακό πεδίο τουλάχιστον κινείται προς την κατεύθυνση της ΠΕΟ. Αλλά η εκκλησία και τα δίκτυά της ισχυροποιούνται, ο αντικομμουνισμός και λόγω των παγκόσμιων εξελίξεων και του αποτελέσματος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου επιστρέφει με ορμή και η κυπριακή αριστερά ωθείται σε μια αμυντική θέση, από την οποία υποχρεώνεται να αποδεικνύει αδιάκοπα την προσήλωσή της στο έθνος για να διεκδικεί το δικαίωμα να μιλά.
Πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις
Η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και η ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı, Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), ως οι ένοπλες εκφράσεις της «Ενωσις» και του «Ταξίμ», δημιουργήθηκαν για να ασκήσουν πρωτίστως πίεση στους Βρετανούς και δευτερευόντως στην άλλη κοινότητα. Η ΕΟΚΑ σε αντίθεση με την ΤΜΤ έδρασε και στρατιωτικά εναντίον των Βρετανών. Αλλά εκ των πραγμάτων το μόνο πεδίο όπου είχαν επιτυχία τόσο η μια όσο και η άλλη ήταν το ενδοκοινοτικό.
Το 1958 με τις πολλαπλές πολιτικές δολοφονίες Ελληνοκυπρίων από την ΕΟΚΑ και Τουρκοκυπρίων από την ΤΜΤ, κυρίως αριστερών, και την απαρχή της διακοινοτικής βίας, υπήρξε αποκαλυπτικό και συνάμα τραγικό. Η ΕΟΚΑ και η ΤΜΤ απέτυχαν στους διακηρυγμένους στόχους τους, όμως ταυτόχρονα κέρδισαν το παιχνίδι της εξουσίας της μετάβασης στην Ανεξαρτησία.
Αφού κατάφεραν να καταστείλουν την όποια εναλλακτική πολιτική άποψη εντός των κοινοτήτων τους, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της καχυποψίας ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, στη δημιουργία του κλίματος φόβου, στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας πολιτικού αυταρχισμού, συντηρητισμού και ανορθολογισμού. Οι Βρετανοί, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την πολιτική ανυπακοή των Ελληνοκυπρίων και να αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ με την πρόσληψη Τουρκοκυπρίων επικουρικών αστυνομικών ήδη από το 1956, επιδείνωσαν περαιτέρω τις ήδη τεταμένες διακοινοτικές σχέσεις.
Το 1955 υπήρξε σημείο καμπής στις διακοινοτικές σχέσεις. Η έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ πυροδότησε ένα τεταμένο κλίμα και οδήγησε στις πρώτες μικρές μετακινήσεις πληθυσμών προληπτικά για λόγους ασφάλειας, ενισχύοντας έτσι την καχυποψία. Ανάλογα η ελληνοκυπριακή ηγεσία των ποδοσφαιρικών γηπέδων και της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, επικαλούμενη τις έκτακτες συνθήκες και «για να αποφευχθούν ταραχές», απέβαλε τις τουρκοκυπριακές ομάδες προσωρινά από το πρωτάθλημα και κάθε δραστηριότητα της Ομοσπονδίας2.
Στις συνθήκες έντασης όμως και καθώς η πολιτική σύγκρουση κλιμακώνεται η περαιτέρω αποξένωση των κοινοτήτων σε κοινωνικό επίπεδο με τη σειρά της επανατροφοδοτεί την πολιτική σύγκρουση. Η ένταση στις διακοινοτικές σχέσεις αυξάνεται και σημειώνονται κάποια επεισόδια βίας κατά ανθρώπων και περιουσιών και το 1956 και το 1957.
Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα η ίδρυση και λειτουργία της ΤΜΤ συστηματοποιεί και την αποστασιοποίηση των κοινοτήτων μέσα από την απαγόρευση των σχέσεων και των συναλλαγών με Ελληνοκυπρίους και εν τέλει και τη βία, ενδοκοινοτική και διακοινοτική. Ωστόσο οι πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις κατά τις οποίες πραγματοποιούνται περιστατικά γενικευμένης και τυφλής εθνοτικής βίας ουσιαστικά ξεκινούν το 1958, σε μια χρονική στιγμή που γίνεται πλήρως αντιληπτό ότι θα αποχωρήσουν οι Βρετανοί και το διακύβευμα είναι πλέον η διάδοχη κατάσταση.
Η διακοινοτική βία εξαπλώνεται σε διάφορες περιοχές με ποικίλες αφορμές, ενώ πλέον τίθενται και οι βάσεις για πράξεις αντεκδίκησης που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Το πιο συνταρακτικό γεγονός διακοινοτικής βίας είναι η δολοφονία των 8 Κοντεμενιωτών στον κάμπο του Κιόνελι, που μυεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα συνολικά στη διαλεκτική της βίας για τη διχοτόμηση και κυρίως την ανοχή της3.
Στις πόλεις διαχωρίζονται οι αγορές και τα σύνορα του «ελληνικού» και του «τουρκικού» τομέα σκληραίνουν, προκαλώντας μετακινήσεις ανθρώπων και μαγαζιών από γκρίζες και οριακές ζώνες. Μέσα στο κλίμα φόβου, καχυποψίας και απειλής πραγματοποιείται ντε φάκτο ο διαχωρισμός σε επίπεδο δήμων, η μορφή και η νομιμοποίηση του οποίου παραμένει ως εκκρεμότητα με την Ανεξαρτησία που ακολουθεί.
Συνολικά το «σκοτεινό 1958» σηματοδοτεί την πρώτη στιγμή της διχοτόμησης –από τη μια με την ιδρυτική βία που μετουσιώνει την πολιτική θέση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για αυτόνομη κυριαρχία σε κρατική πρακτική, και από την άλλη με το ξεκαθάρισμα από την ΕΟΚΑ ότι αυτή, ως εργαλείο του Μακαρίου, ήταν ο μηχανισμός εξουσίας στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Το πιο σημαντικό είναι πως η διακοινοτική βία του 1958 θέτει τις βάσεις για την πιο εκτεταμένη βία της περιόδου 1963-1967 καθώς διαμορφώνει το πλαίσιο, νομιμοποιεί τις πιο εθνικιστικές φωνές μέσα στις δύο κοινότητες και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την στρατολόγηση και κινητοποίηση δυνάμεων κρούσης, σε ανοιχτή γραμμή με τις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων αντίστοιχα.
Ηδη από τη δεκαετία του 1940 είχε διαφανεί ότι η κυπριακή αριστερά δεν μπορούσε να λειτουργήσει διεθνιστικά με ένα συνολικό τρόπο, να οραματιστεί πέραν του έθνους και πλήρως αποδεσμευμένα από τα εθνικιστικά αφηγήματα των δυο κοινοτήτων. Ετσι, η απουσία οργανωμένης αριστεράς στην τουρκοκυπριακή κοινότητα κατέστησε όσους Τουρκοκύπριους αριστερούς επέλεξαν να απέχουν από την ΤΜΤ και να παραβιάζουν τις εντολές της για πλήρη διακοπή των σχέσεών τους με την ελληνοκυπριακή κοινότητα ακόμα πιο ευάλωτους και παγιδευμένους.
Το ΑΚΕΛ κοντά στο οποίο βρισκόταν αυτή η μικρή ομάδα αριστερών Τουρκοκυπρίων δεν μπορούσε ούτε να τους καλύψει πολιτικά ούτε να τους προστατέψει φυσικά. Κάποιοι δολοφονήθηκαν, κάποιοι εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και άλλοι να απέχουν από την πολιτική δράση. Οντας πραγματικά υπέρμαχοι της κυπριακής ανεξαρτησίας, εξίσου αντίθετοι με την «Ενωσις» και το «Ταξίμ», ήταν πράγματι τραγική η μοίρα τους να αποδεκατιστούν τη στιγμή της μετάβασης στην Ανεξαρτησία.
Η δολοφονία των δύο Τουρκοκυπρίων δημοσιογράφων Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Γκιουρκάν το 1962 και του ίδιου του Ντερβίς Αλί Καβάζογλου το 1965 υπήρξε η ολοκλήρωση αυτής της τραγωδίας.
Ανεξαρτησία και παρακράτος
Η μετάβαση στην Ανεξαρτησία που ακολούθησε αμέσως μετά τη βία του 1958 δεν έφερε βασική διαφοροποίηση σε επίπεδο πολιτικών ιδεολογιών. Τόσο ο τρόπος που αποφασίστηκε η δημιουργία όσο και η στελέχωση του νέου κράτους έγινε νοητή περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με την αποικιακή περίοδο.
Η συμφωνία της Ζυρίχης στις αρχές του 1959 έγινε δεκτή με ανακούφιση από τους Κυπρίους καθότι ερμηνεύτηκε ως ο τερματισμός της βίας, αλλά σε επίπεδο διακοινοτικών σχέσεων η καχυποψία που είχε δημιουργηθεί δεν είχε κατευναστεί. Αντίθετα, οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων συνέχισαν απτόητες την πορεία μέσα από την οποία είχαν εδραιωθεί –την υπόθαλψη του εθνικισμού, την επιμονή στους στόχους της «Ενωσις» και του «Ταξίμ» που τώρα έπρεπε να προωθηθούν σε άλλες συνθήκες, και τη διεκδίκηση αυτόνομης κοινοτικής κρατικής εξουσίας μέσα από παρακρατικούς μηχανισμούς.
Βέβαια, με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τα ιδεολογήματα περί ένωσης και διπλής ένωσης, ανεδαφικά ούτως ή άλλως λόγω των γεωπολιτικών συσχετισμών, κατέρρευσαν πολιτικά ενώ η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ τα κατέστησε εξαρχής και έκνομα. Αυτό το ήξεραν καλά οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων και άρχισαν να το λαμβάνουν υπόψη στις κινήσεις τους το επόμενο διάστημα. Την ίδια στιγμή όμως η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» έφεραν τεράστιο συμβολικό βάρος, συναισθηματική φόρτιση και ιδεολογική ισχύ μέσα στον πληθυσμό.
Επιπλέον, ως συνθήματα, είχαν ήδη ποτιστεί με αίμα και είχαν νομιμοποιήσει τη χρήση βίας. Αποτελούσαν λοιπόν όχι μόνο ένα χρήσιμο ρητορικό εργαλείο για τους ηγέτες και ηγετίσκους των δύο κοινοτήτων, που τώρα έλεγχαν εξ αδιαιρέτου και έναν κρατικό μηχανισμό, αλλά και μια εύκολη πλαισίωση της διαμάχης για τον διαμοιρασμό της εξουσίας.
Η «Ενωσις» ως προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα υπήρξε ιδεολογία εξουσίας από τη στιγμή της άρθρωσής της ως πολιτική θέση στις αρχές του 20ού αιώνα. Ηταν το σύνθημα των τοκογλύφων, όπως το κωδικοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου από τη δεκαετία του 1920, η απάντηση της εκκλησίας και της αστικής τάξης στην υπονόμευση των προνομίων της τόσο από τα πάνω, με τις κινήσεις των Βρετανών, όσο και από τα κάτω, με την ανάπτυξη της Αριστεράς και τις διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών.
Αντίστοιχα και το «Ταξίμ», ως προσάρτηση ενός μέρους της Κύπρου στην Τουρκία, υπήρξε από την αρχή ιδεολογία εξουσίας, αμυντική απέναντι στη θέση της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας αλλά και εργαλειακή σε σχέση με τις πολιτικές δυναμικές εντός της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Τόσο η «Ενωσις» αρχικά όσο και το «Ταξίμ» αργότερα συσχετίζονταν με κύκλους του ελληνικού και του τουρκικού κράτους, μια συσχέτιση που στις συνθήκες του τέλους της δεκαετίας του 1950 έγινε καθοριστική.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ακόμα και στην κορύφωσή τους, όταν κυριάρχησαν και μέσα στις μάζες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, τα ιδεολογήματα της «Ενωσις» και του «Ταξίμ» είχαν έντονο ταξικό στίγμα. Πίσω από τη φαινομενική τους καθολικότητα και διαταξικότητα, ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός των Κυπρίων είχαν έντονα ένα αστικό ταξικό στίγμα.
Ο συμβιβασμός της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η επικύρωσή του στο Λονδίνο από τους Βρετανούς, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Φαζίλ Κουτσιούκ εκ μέρους των κοινοτήτων τους, διάνοιξε πραγματικά μια νέα εποχή. Αλλά τότε, τη στιγμή ακριβώς που η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» αποδείχτηκαν να έχουν εξαντλήσει την ισχύ τους και να έχουν ηττηθεί εκ των πραγμάτων ως πλαίσια πολιτικής πορείας, τότε ήταν που πήραν την καθαρή τους μορφή ως ιδεολογικά εργαλεία στη διαμάχη των ελίτ για την εξουσία.
Αν πριν το 1960 η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» ήταν, μεταξύ άλλων, κυρίως όργανα χειραγώγησης των μαζών, από τα οποία δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί ούτε η κυπριακή Αριστερά, την περίοδο 1960-1975 ήταν πρώτα από όλα εργαλεία παρακρατικής βίας. Ιδεολογίες εξουσίας στην καθαρή τους μορφή, εργαλεία πειθάρχησης του πληθυσμού και πηγές από τις οποίες αντλούσαν και στις οποίες αναφέρονταν οι ελίτ στους ανταγωνισμούς τους για τον έλεγχο του πλούτου, των πολιτικών δυνατοτήτων και της κρατικής κυριαρχίας.
Ηδη από το 1962, καθώς προηγούμενες εκκρεμότητες παρέμεναν ανοιχτές ενώ άνοιγαν καινούργιες, ήταν φανερό ότι η νέα τάξη πραγμάτων με τη δικοινοτική Δημοκρατία δεν εξελισσόταν ομαλά. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία επαναπροσδιόρισε τον στόχο της ως τη μετατροπή των Τουρκοκυπρίων από κοινότητα σε μειονότητα, ενώ η τουρκοκυπριακή κοινότητα επαναπροσδιόρισε τον δικό της στόχο ως αξιοποίηση των διατάξεων του Συντάγματος για την εμπέδωση χωριστής κοινοτικής κυριαρχίας.
Και οι δυο πλευρές εξόπλιζαν και εκπαίδευαν παραστρατιωτικές ομάδες προετοιμαζόμενες για την επερχόμενη σύγκρουση. Στην ελληνοκυπριακή πλευρά η στρατολόγηση γινόταν από τον ευρύτερο εθνικόφρονα χώρο που περιλάμβανε και τον Βάσο Λυσσαρίδη, ιδρυτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Ενωσης Κέντρου (ΕΔΕΚ). Στην τουρκοκυπριακή πλευρά, που δεν είχε τότε ισχυρή αριστερά, ουσιαστικά η στρατολόγηση ήταν σχεδόν καθολική.
Το ότι η βασική ελληνοκυπριακή παραστρατιωτική οργάνωση ήταν υπό τις εντολές του ίδιου του υπουργού Εσωτερικών, Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, με το Σχέδιο Ακρίτας, είναι ενδεικτική τού πόσο απόλυτα θολά ήταν τα όρια κράτους και παρακράτους. Αντίστοιχα και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τον Ραούφ Ντενκτάς να έχει ανάλογο ρόλο.
Ο δεύτερος γύρος
Η σύγκρουση επήλθε στα τέλη του 1963, όταν η ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Μακάριο αρνήθηκε να εφαρμόσει αυτά για τα οποία είχε δεσμευτεί στις συμφωνίες σε σχέση με τους χωριστούς δήμους αλλά και να ανατρέψει την ευρύτερη ισορροπία του Συντάγματος μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Μακάριο επιχείρησε βασικά να μεταβάλει τον συσχετισμό που κωδικοποιήθηκε στις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου και καταγράφηκε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με τα «13 Σημεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος» μετέτρεψε το πολιτικό αδιέξοδο, στο οποίο είχε οδηγήσει τη χώρα η διελκυστίνδα με την τ/κ ηγεσία, σε συνταγματικό αδιέξοδο και ενίσχυσε περαιτέρω το εμπρηστικό κλίμα στις διακοινοτικές σχέσεις που καλλιεργούνταν, οδηγώντας σε κλιμάκωση της έντασης. Με το πρώτο επεισόδιο βίας, ως έτοιμες από καιρό, οι παραστρατιωτικές δυνάμεις των δυο ηγεσιών μπήκαν ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας.
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι την περίοδο της έντασης της διακοινοτικής βίας, που κορυφώθηκε το 1964 αλλά συντηρήθηκε ως το 1967, οι περισσότεροι νεκροί προέκυψαν από εν ψυχρώ δολοφονίες και όχι από μάχες ένοπλων ομάδων. Παρότι υπήρχαν διαφορές ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τη χρονική στιγμή της βίας, είναι εφικτές κάποιες γενικεύσεις και άντληση συμπερασμάτων από τις λιγοστές αξιόπιστες καταγραμμένες αναφορές, αλλά και την πληθώρα των άγραφων μαρτυριών που υπάρχουν (αλλά όχι για πολύ ακόμα καθώς φεύγει η γενιά που τα έζησε) για αυτά τα γεγονότα.
Αναμφισβήτητα χρειάζεται να γίνει σοβαρή και συστηματική έρευνα των συγκεκριμένων γεγονότων και για τους σκοπούς των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας, αλλά και για μια διαδικασία απόκτησης δημόσιας γνώσης και υπέρβασης αυτών των σκοτεινών στιγμών του πρόσφατου παρελθόντος με κριτική και αναστοχαστική διάθεση.
*πολιτικός κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης
🔺 Το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου «Ο Ντενκτάς στον Νότο. Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά» θα κυκλοφορήσει μέσα στην άνοιξη από τις εκδόσεις Ψηφίδες.