Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εργατική τάξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα εργατική τάξη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2012

Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο 1960-2010 (Μάης, 2010)


Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο 1960-2010 (Χρονικό του Πολίτη 113, Μάης 2010)


το προηγούμενο μέρος για την περίοδο 1920-1960 εδώ
http://gregorisioannou.blogspot.com/2012/11/1920-1960-2008.html

Η μετα-αποικιακή εμπειρία

Η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 πραγματοποιήθηκε όταν η εργατική τάξη βρισκόταν σε ένα σχετικά αναπτυγμένο στάδιο. Ο συνδικαλισμός ήταν ήδη εδραιωμένος και σε διαδικασία επέκτασης στο δημόσιο και τραπεζικό τομέα, ενώ υπήρχε η στοιχειώδης εργατική νομοθεσία και ένα υπό δημιουργία σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων. Η πιο σημαντική κληρονομιά όμως της αποικιοκρατίας ήταν η αντίληψη του τριμερούς συστήματος που καθόρισε και καθορίζει ακόμα τις παραμέτρους των εργασιακών σχέσεων στην περίοδο της ανεξαρτησίας. Τα σπάργανα του τριμερούς συστήματος τοποθετούνται στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα που δημιουργήθηκε το 1948 με στόχο την ανάπτυξη του κοινωνικού διαλόγου και της τριμερούς συνεργασίας.

Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα είχαν βέβαια ήδη διαιρεθεί τόσο σε ιδεολογική όσο και σε εθνοτική βάση, διαδικασίες που ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του 1940 και ολοκληρώθηκαν στο τέλος της δεκαετίας του 1950 με τη μαζική μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων εργατών από την ΠΕΟ στην Κυπριακή Ομοσπονδία Τουρκικών Συντεχνιών. Ο ένοπλος αντι-αποικιακός αγώνας της ΕΟΚΑ και η μετεξέλιξη του σε διακοινοτική διένεξη με τη δημιουργία της ΤΜΤ σημάδεψαν την οριστική διάσπαση του εργατικού κινήματος και κατ' επέκταση ολόκληρης της κυπριακής κοινωνίας που πέρασε σε μια εύθραστη ανεξαρτησία κάτω από την πολιτική ηγεμονία δυο αντιμαχόμενων εθνικισμών.

Η ανάπτυξη του κυπριακού συστήματος βιομηχανικών σχέσεων

Το νέο κυπριακό κράτος που προέκυψε το 1960 αποτέλεσε ουσιαστικά μια μετεξέλιξη των υφιστάμενων αποικιακών διοικητικών δομών. Τα διάφορα τμήματα της αποικιακής διοίκησης διεύρυναν τις αρμοδιότητές τους και το πεδίο δράσης τους και μετονομάστηκαν σε υπουργεία. Το σύνταγμα του κυπριακού κράτους στα άρθρα 21, 26 και 27 κατοχύρωσε τις προηγούμενες κατακτήσεις της εργατικής τάξης αναγνωρίζοντας επίσημα το δικαίωμα ειρηνικής συνάθροισης, συνεταιρισμού με άλλους περιλαμβανομένου του δικαιώματος δημιουργίας συντεχνιών και το δικαίωμα της απεργίας. Το νεοσύστατο Υπουργείο Εργασίας ανάλαβε την εποπτεία των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Παράλληλα ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες οργάνωσης των εργοδοτών μέσα από πρωτοβουλία του Τμήματος Εργασίας και το 1959 ιδρύθηκε ο “Συμβουλευτικός Σύνδεσμος Εργοδοτών Κύπρου”.

Το κυπριακό σύστημα βιομηχανικών σχέσεων κατασκευάστηκε στα βρετανικά πρότυπα με κυρίαρχη έννοια τον εθελοντισμό και την ελεύθερη συλλογική διαπραγμάτευση – την εθελούσια δηλαδή συνεργασία των αντιπροσώπων του κεφαλαίου και της εργασίας μέσα από την κρατική μεσολάβηση και όχι μέσα από τη νομική ρύθμιση και την κρατική παρέμβαση. Αυτό το μοντέλο εργασιακών σχέσεων κωδικοποιήθηκε το 1962 με την Βασική Συμφωνία έπειτα από μια ενδελεχή μελέτη των εργασιακών συνθηκών της εποχής και με τη στήριξη τόσο των συντεχνιών όσο και των εργοδοτών. Η Βασική Συμφωνία θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία για το νεοσύστατο Υπουργείο Εργασίας καθώς αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο κράτος μέσα από τη δημιουργία ενός πολιτικού πλαισίου που θα διοχέτευε τις εργατικές διεκδίκησεις μέσα σε συγκεκριμένες διαδικασίες “επίλυσης συγκρούσεων”. Παρά το ότι η Βασική Συμφωνία που υπογράφηκε από τα συνδικάτα (ΠΕΟ, ΣΕΚ, ΠΟΑΣ και τις Τουρκικές Συντεχνίες) και τους εργοδότες δεν είχε νομική ισχύ ούτε δεσμευτικό χαρακτήρα, περιοριζόμενη ουσιαστικά σε μια ηθική δέσμευση και πολιτική υπόσχεση δράσης, αποτελεί σημαντικό σταθμό που μπορεί να μας πληροφορήσει για το συσχετισμό δυνάμεων εργασίας και κεφαλαίου στις απαρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η εργατική τάξη αποτελούσε υπολογίσιμη πολιτική δύναμη στο νεοσύστατο κράτος και αυτό φάνηκε και από τις απεργιακές κινητοποιήσεις του 1960 με συμμετοχή 25 000 εργατών και την απώλεια 27 000 εργατικών ημερών. Οπόταν το ζήτημα της διοχέτευσης των εργατικών διεκδικήσεων μέσα σε “αποδεκτά” κανάλια περιορίζοντας τυχόν ριζοσπαστικές εκφάνσεις του εργατικού αγώνα αποτελούσε προτεραιότητα για το κράτος. Παρά την αυτοσυγκράτηση των συνδικάτων, οι εργατικές κινητοποιήσεις και η συνεπακόλουθη απώλεια εργατικών ημερών συνεχίστηκαν και τη διετία 1961-1962. Και παρά την σύναψη της Βασικής Συμφωνίας το 1962, και το 1963 ήταν μια χρονιά που χαρακτηρίστηκε από διαρκείς απεργιακές κινητοποιήσεις με αποτέλεσμα την απώλεια 36 000 εργατικών ημερών. Οι διακοινοτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν ήταν αυτές που προκάλεσαν δραματική πτώση των εργατικών διαφορών, καθώς η λογική της εθνικής ενότητας και η κατάσταση της πολιτικής κρίσης επισκίασε τον ταξικό αγώνα. Είναι ενδεικτικό ότι κατά την τριετία 1964-1966 απωλέστηκαν μόνο 6 000 εργατικές ημέρες. Την δεκαετία του 1960 καθιερώθηκε όμως σχεδόν σε όλους τους κλάδους η 44ωρη εβδομαδιαία εργασία.

Το 1962 η κυβέρνηση εισήγαγε το πρώτο Πενταετές Σχέδιο με στόχο την επίτευξη της πλήρους απασχόλησης, την αύξηση της παραγωγικότητας, την επέκταση των κοινωνικών ωφελημάτων και τη διατήρηση της εργατικής ειρήνης. Σε αυτά τα πλαίσια το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων επεκτάθηκε για να καλύψει όλους τους υπαλλήλους και τους αυτο-εργοδοτούμενους και αυξήθηκαν τα ωφελήματα, ενώ το 1965 εκσυγχρονίστηκε και φιλελευθεροποιήθηκε ο περί συντεχνιών νόμος διευκολύνοντας περαιτέρω τη συνδικαλιστική οργάνωση. Οι διάφορες συμβάσεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας επικυρώθηκαν από την Βουλή και τέθηκαν σε εφαρμογή, ενώ με το δεύτερο Πενταετές Σχέδιο το 1968 η κυβέρνηση συνέχισε στην ίδια λογική δίνοντας έμφαση στην εκπαίδευση των εργαζομένων μέσα από τη δημιουργία Τμήματος Βιομηχανικής Κατάρτισης.

Οι αυξημένες απεργιακές κινητοποιήσεις του 1968 με την απώλεια 43 000 εργατικών ημερών έδωσαν ώθηση στις διεργασίες για την ενίσχυση της τριμερούς συνεργασίας μέσα από τροποποιήσεις στην Βασική Συμφωνία του 1962. Το 1969 προτάθηκε από τους εργοδότες να αποκτήσουν νομική ισχύ οι συμφωνίες και να ψηφιστεί νομοθεσία για τη διαπραγμάτευση σε βασικές υπηρεσίες. Αυτό δεν έγινε αποδεκτό ούτε από το κράτος ούτε από τα συνδικάτα. Παρόλ' αυτά έγινε μια απόπειρα δημιουργίας ενός Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων από πλευράς Υπουργείου, που συζητήθηκε το 1970 στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα. Αυτός ο προτεινόμενος Κώδικας προσπάθησε να περιορίσει το δικαίωμα στην απεργία, καταργώντας το σε περιπτώσεις ερμηνείας της σύμβασης και καλώντας τα μέρη να πάρουν τα “αναγκαία μέτρα” για να εμποδίσουν τις αυθόρμητες απεργίες και ανταπεργίες. Προσπάθησε επίσης να επιβάλει τη δεσμευτική διαιτησία σε περιπτώσεις συναίνεσης και των δυο πλευρών. Τελικά η έκρυθμη πολιτική κατάσταση που οδήγησε στο πραξικόπημα και την εισβολή το 1974 καθυστέρησαν τη δημιουργία του Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων που πραγματοποιήθηκε σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες το 1977.

Ο πόλεμος του 1974 πέραν από την εδαφικοποίηση της διχοτόμησης προκάλεσε τον βίαιο διαχωρισμό δεκάδων χιλιάδων αγροτών από τη γη τους (κυρίως Ε/κ) και την ένταξή τους στους κόλπους της εργατικής τάξης. Η προλεταριοποίηση που επέφερε ο πόλεμος δημιούργησε μιαν έκρυθμη κοινωνικό-οικονομική κατάσταση με την ανεργία να ανεβαίνει στο 39% το 1975, παρέχοντας μια στρατιά διαθέσιμης εργατικής δύναμης για τις ανάγκες της εκ νέου πρώιμης κεφαλαιακής συσσώρευσης. Ο μεταπολεμικός ιστορικός συμβιβασμός κεφαλαίου και εργασίας εκφράστηκε με τη “θυσία” της εργατικής τάξης προς την πατρίδα με αποδοχές μειώσεων στους μισθούς, στις συντάξεις, αναστολή της ΑΤΑ και των ανεργιακών επιδομάτων, που σύμφωνα με τον Παναγιωτόπουλο “επέφεραν πτώση του μεριδίου των μισθών ως ποσοστού επί των συνολικών εισόδων από το προπολεμικό 49.1% στο 28% του 1978. Ενώ οι πραγματικοί μισθοί έμεναν στάσιμοι η παραγωγικότητας της εργασίας αυξήθηκε με βάση το προπολεμικό 100, σε 130.4 το 1976...Το μερίδιο των εισφορών των εργαζομένων αυξήθηκε από το προπολεμικό 31.5% σε 68% το 1978. Αντίθετα οι εργοδοτικές εισφορές μειώθηκαν από 49.8% σε 22.5% με το υπόλοιπο να αναλογεί στους αυτοεργαζόμενους.” Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ΠΕΟ, συνεχίζει ο Παναγιωτόπουλος που δημοσιεύτηκαν το 1979 επήλθε πτώση 25% στο βιωτικό επίπεδο, όμως, τουλάχιστον σύμφωνα με την ΠΕΟ, η “οπισθοχώρηση της εργατικής τάξης έγινε με οργανωμένο τρόπο και κάτω από τον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος”. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος εν τω μεταξύ των δυνάμεων της εργασίας στην ανοικοδόμηση/ανάπτυξη για το “εθνικό συμφέρον” κωδικοποιήθηκε θεσμικά με την ολοκλήρωση της ένταξης των “αντιπροσώπων” της εργατικής τάξης στο ε/κ κράτος στα πλαίσια του τριμερούς συστήματος.

Ο Κώδικας Βιομηχανικών Σχέσεων του 1977 αποτέλεσε και αποτελεί ουσιαστικά το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου στην Κύπρο. Παρότι ο Κώδικας δεν έχει νομική ισχύ και αποτελεί ουσιαστικά μια “συμφωνία κυρίων”, τα δυο μέρη επιδεικνύουν σεβασμό στις πρόνοιες του και εφαρμόζουν τις διαδικασίες του. Ο Κώδικας προνοεί χρονοδιαγράμματα μέσα στα οποία διεξάγεται η μεσολάβηση και η δεσμευτική διαιτησία και καλύπτει ζητήματα, όπως επίλυση διαφορών συμφερόντων και δικαιωμάτων καθώς και απολύσεων λόγω πλεονασμού. Το γεγονός ότι συνεχίζει να βρίσκεται σε ισχύ μέχρι σήμερα αντικατοπτρίζει την πολιτική του σημασία – πέραν από μια αποκρυστάλλωση του ισοζυγίου δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας όπως αυτό σχηματίστηκε μετά τον πόλεμο, αποτελεί και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγονται εφ' εξής οι εργατικοί αγώνες στην Κύπρο. Δεν είναι τυχαίο που, αφού τέθηκε το πολιτικό πλαίσιο, ακολούθησαν το 1979 ο θεσμός της πενθήμερης και 40ωρης εβδομάδας και το 1980 ο εκσυγχρονισμός του συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων με αναλογικό σύστημα εισφορών και αύξηση των ωφελημάτων.

Υπηρεσιοποίηση της οικονομίας και αλλαγές στην τεχνική σύνθεση της εργατικής τάξης

Η διαδικασία της τριτογενοποίησης της οικονομίας της Κύπρου άρχισε πριν τον πόλεμο του 1974, όταν πραγματοποιήθηκε ραγδαία ανάπτυξη στον τομέα του τουρισμού στις περιοχές της Κερύνειας και του Βαρωσιού. Όμως η πραγματική μεταμόρφωση της κυπριακής κοινωνίας συντελέστηκε στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 μέσα από τη ραγδαία αστικοποίηση και την υπηρεσιοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας. Η ύπαιθρος και η γεωργοκτηνοτροφία συρρικνώθηκαν πραγματικά διαλύοντας την αγροτιά ως κοινωνική τάξη. Η υπηρεσιοποίηση της οικονομίας είχε σημαντικές επιπτώσεις τόσο στην σύνθεση της εργατικής τάξης όσο και στον πολιτικό της προσανατολισμό.

Σύνολο επικερδώς απασχολούμενου πληθυσμού ανά τομέα 1973
(252 700)
1986
(220 100)
1999
(295 300)
Πρωτογενής 97 200 (38.4%) 36 400 (16.5%) 26 200 (8.9%)
Δευτερογενής 65 100 (25.8%) 67 000 (30.5%) 65 700 (22.2%)
Τριτογενής 90 400 (35.8%) 116 700 (53.0%) 203 400 (68.9%)
Πηγή: Στατιστική Υπηρεσία, Κυπριακή Δημοκρατία, Εργατικές στατιστικές, 2004
Απασχόληση κατά οικονομική δραστηριότητα και φύλο (μέσος όρος έτους 2006)
Σύνολο
357 281
Άντρες
200 359
Γυναίκες
156 922
Γεωργία, θήρα, δασοκομία και αλιεία
15 222
10 631
4 592
Ορυχεία και λατομεία
683
664
19
Μεταποιητικές βιομηχανίες
37 261
25 076
12 185
Ηλεκτρισμός, υγραέριο, υδατοπρομήθεια
2 916
2 507
410
Κατασκευές
40 046
36 621
3 425
Χοντρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευές
63 236
37 422
25 814
Ξενοδοχεία και εστιατόρια
23 851
10 986
12 865
Μεταφορές, αποθήκευση και επικοινωνίες
20 217
13 226
6 991
Ενδιάμεσοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί
18 924
9 284
9 640
Διαχείριση ακίνητης περιουσίας και επιχειρηματικές δραστηριότητες
26 673
11 860
14 813
Δημόσια διοίκηση
29 935
20 123
9 812
Εκπαίδευση
24 783
6 070
18 713
Υγεία και κοινωνική μέριμνα
14 211
3 965
10 246
Άλλες (κοινοτικές, κοινωνικές και προσωπικές) υπηρεσίες
21 571
9 587
11 984
Ιδιωτικά νοικοκυριά
14 803
380
14 423
Ετερόδικοι οργανισμοί
2 947
1 956
991
Πηγή: Έρευνα εργατικού δυναμικού 2006, σ.73

Η τουριστική ανάπτυξη συνοδεύτηκε από την παρακμή της γεωργίας καθώς οι νέοι εγκατέλειπαν την ύπαιθρο ψάχνοντας εργασία στις πόλεις. Οι νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνταν ήταν κυρίως στον τριτογενή τομέα, που αποτελούσε πλέον τον πυρήνα της οικονομικής ανάπτυξης. Οι ξενοδοχειακές μονάδες κατέλαβαν τις νότιες παραλίες, ενώ οι παράλιες πόλεις επεκτάθηκαν σημαντικά ακολουθώντας την Λευκωσία. Ο κατασκευαστικός τομέας αναπτύχθηκε παράλληλα και σε συνάρτηση με τον τουριστικό επίσης σε βάρος της υπαίθρου και της γεωργίας. Παρά την σχετική παρακμή της βιομηχανίας, το συνδικαλιστικό κίνημα σημείωσε σημαντική άνοδο καθώς η επέκταση της εργατικής τάξης συνοδεύτηκε και από την επέκταση των συνδικάτων που κατάφεραν να αυξήσουν την συνδικαλιστική πυκνότητα.

Χρονολογία 1971 1981 1991 2001
2007
Μέλη συνδικάτων
80 469
124 299
154 049
174 577
208 206
Μέλη συνδικάτων / σύνολο μισθωτών (συνδικαλιστική πυκνότητα)
60.00%
80.77%
77.09%
63.39%
53.96%
Πηγή: Αρχείο Εφόρου Συντεχνιών

Πιο σημαντικά, το δεύτερο κύμα της προλεταριοποίησης των δεκαετιών του 1970 και του 1980 έφερε και την αποφασιστική ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας. Στις μεταβαλλόμενες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες της ανάπτυξης με τις αυξημένες απαιτήσεις, το αντρικό μεροκάματο δεν ήταν πλέον αρκετό για να συντηρηθεί η οικογένεια. Η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας υπήρξε αποφασιστικής σημασίας στιγμή στον αγώνα για την ισότητα των φύλων. Όμως η οικονομική ανεξαρτησία που κέρδισαν οι γυναίκες με την ένταξή τους στη μισθωτή εργασία δεν επεκτάθηκε και στο σπίτι καθώς ο κύριος φόρτος της οικιακής και αναπαραγωγικής εργασίας παρέμεινε στους ώμους τους. Και ακόμα και αυτή η οικονομική εργασία ήταν σχετική καθώς για πολλές εργαζόμενες γυναίκες η απασχόληση παραμένει μερική και χαμηλόμισθη. Τα πιο “γυναικεία” επαγγέλματα, καθαρίστριες, γραφείς, πωλήτριες, νοσοκόμες, νηπιαγωγοί παραμένουν μέχρι και σήμερα στο πάτο της μισθοδοτικής ιεραρχίας.

Η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, που κάποιοι την ονόμασαν και “οικονομικό θαυμα”, χαρακτηρίστηκε και από την είσοδο του παράκτιου και χρηματιστικού κεφαλαίου που δημιούργησε και συντηρεί μια σειρά από επαγγελματικές θέσεις εργασίας: οικονομολόγους, λογιστές, νομικούς, διοικητικούς λειτουργούς τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για άλλη μια διάσταση της δομικής μεταβολής που είχε ως συνεπακόλουθο, όχι τόσο την επέκταση της μεσαίας τάξης μέσα από την αύξηση των ελευθέρων επαγγελματιών, αλλά κυρίως τη γραφειοποίηση της εργασίας και την ανάπτυξη μιας εργατικής αριστοκρατίας δημοσίων και τραπεζικών υπαλλήλων με δυο ισχυρά συνδικάτα, την ΠΑΣΥΔΗ και την ΕΤΥΚ. Τα συνδικάτα αυτά λόγω μεγέθους και στρατηγικής δύναμης στην εργασιακή διαδικασία έχουν εξασφαλίσει πέραν από τα σημαντικά ωφελήματα για τα μέλη τους και λόγο σε διοικητικά θέματα, όπως οι προσλήψεις και οι απολύσεις, οι προαγωγές κλπ.

Σε γεωπολιτικό επίπεδο η τριπλή πολιτικο-οικονομική δομή των διεθνών σχέσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη Δύση, τη Σοβιετική Ένωση και τον Αραβικό κόσμο επέτρεψαν στην μετατροπή της Κύπρου από μια περιφερειακή οικονομική περιοχή σ' ένα εύπορο εμπορικό κέντρο. Η μετακίνηση της Κύπρου από την περιφέρεια στον πυρήνα του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος ολοκληρώθηκε αυτή τη δεκαετία με την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Κύπρος ωφελήθηκε από τις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης καθώς μετατράπηκε σε συνδετικό σταθμό της ροής της αξίας στα οικονομικά δίχτυα Ανατολής και Δύσης, Βορρά και Νότου. Παρά την έκρυθμη πολιτική κατάσταση στο νησί, η Κύπρος αποτέλεσε συγκριτικά με τη Μέση Ανατολή, περιοχή σταθερότητας για τις χρηματο-οικονομικές επενδύσεις που ενθαρρύνθηκαν με χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές.

Η οικονομική ανάπτυξη συνοδεύτηκε και από την εντυπωσιακή αύξηση του μορφωτικού επιπέδου των Κυπρίων, τόσο νότια όσο και βόρεια της πράσινης γραμμής. Η πλειοψηφία των απόφοιτων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης προχωρά στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και αυτή τη δεκαετία και σε μεταπτυχιακές σπουδές με αποτέλεσμα τη συγκρότηση ενός υπερ-προσοντούχου τμήματος του εργατικού δυναμικού που στελεχώνει τις θέσεις εργασίας σε μια εν πολλοίς οικονομία της γνώσης. Η δημιουργία του πανεπιστημίου Κύπρου καθώς και μιας σειράς ιδιωτικών κολεγίων, τόσο στον βορρά όσο και στον νότο είναι ενδεικτική αυτής της μεταβολής. Σήμερα η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Κύπρο αποτελεί σημαντική βιομηχανία αριθμώντας πέραν από τα διάφορα κολέγια, 13 αναγνωρισμένα πανεπιστήμια, 6 στον νότο και 7 στον βορρά και άλλα 3 βρίσκονται υπό δημιουργία (2 στο βορρά και 1 στο νότο).

Μετανάστευση και πολυεθνοποίηση της εργατικής τάξης

Έτσι από την μια η επέκταση του τουρισμού και του κατασκευαστικού τομέα, από την άλλη η μετατροπή της Κύπρου σε διεθνές κέντρο χρηματο-οικονομικών υπηρεσιών, επέτρεψαν την ανάπτυξη του βιοτικού και μορφωτικού επιπέδου των Κυπρίων, δημιουργώντας ελλείψεις εργατικού δυναμικού στις χειροναχτικές και στις ανειδίκευτες εργασίες. Στο βόρειο (κατεχόμενο) μέρος, το καθεστώς της μη αναγνώρισης του τ/κ κράτους και η αδυναμία του να αναπτύξει εμπορικές σχέσεις και να προσελκύσει τουρισμό το κατέστησε εξαρτώμενη περιοχή της Τουρκίας όχι μόνο σε πολιτικο-στρατιωτικό αλλά και σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Αναπτύχθηκε ένας τεράστιος δημόσιος τομέας με δυναμικά συνδικάτα (που πρωτοστάτησαν στην εξέγερση του 2002-2003 που ανέτρεψε το καθεστώς Ντενκτάς), ενώ ο ιδιωτικός τομέας κατέστη ένα πεδίο άγριας εκμετάλλευσης ανοργάνωτων και συχνά αδήλωτων Τουρκοκυπρίων αλλά κυρίως Τούρκων μεταναστών.

Τη δεκαετία του 1990 η Κύπρος μετατράπηκε από χώρα εξαγωγής σε χώρας εισαγωγής εργατικής δύναμης. Ανατολικο-Ευρωπαίοι, Μεσανατολίτες και Νοτιοασιάτες άρχισαν να καταφτάνουν στην Κύπρο για να εργαστούν στη γεωργία, στις οικοδομές, και σε πάσης φύσεως εργασίες χαμηλής εξειδίκευσης και ιδιαίτερα χαμηλής μισθοδοσίας. Η ανάπτυξη της κυπριακής εργατικής αριστοκρατίας και του μεσοαστικού καταναλωτισμού ως κυρίαρχο μοντέλο ζωής μπορεί να εξηγήσει και το φαινόμενο της οικιακής εργασίας, όπου χιλιάδες γυναίκες από την Ασία εργάζονται ως υπηρέτριες σε σπίτια Κυπρίων. Πολλοί Πόντιοι με ελληνικά διαβατήρια εγκαταστάθηκαν επίσης στην Κύπρο μετά από συνεννόηση της κυπριακής με την ελληνική κυβέρνηση δημιουργώντας σχετικά μεγάλες κοινότητες στην παλιά Λευκωσία και στην Πάφο. Οι Πόντιοι λόγω της γλώσσας και της πολιτικής ρητορικής της “ομογένειας” και ιδίως λόγω της μακροχρόνιας παραμονής τους στην Κύπρο κατάφεραν να ενσωματωθούν σε σημαντικό βαθμό στην κυπριακή κοινωνία καθώς οι πλείστοι εντάχθηκαν σε συντεχνίες, ενώ κάποιοι δημιούργησαν και μικρές επιχειρήσεις.

Ξένοι εργάτες ανά οικονομική δραστηριότητα
2000
(26 398)
2005
(55 827)
Γεωργία
2 069
3 952
Μεταποιητικές βιομηχανίες
2 220
4 696
Κατασκευές
1 516
5 613
Χοντρικό/λιανικό εμπόριο/επισκευές
3 345
6 071
Ξενοδοχεία και εστιατόρια
4 395
11 502
Μεταφορές, αποθήκευση, επικοινωνίες
1 204
1 631
Ιδιωτικά νοικοκυριά
7 737
15 749
Άλλη
3 522
10 565
Εργατικές στατιστικές 2005, σ. 60

Εθνικότητα των εργαζομένων
Σύνολο
Άντρες
Γυναίκες
Κύπριοι
322 924
186 598
136 327
Ευρωπαίοι
22 273
12 737
9 537
Τρίτες Χώρες
29 087
9 068
20 019
Σύνολο
374 285
208 403
165 882
Έρευνα εργατικού δυναμικού 2006 σ.38

Το κυπριακό μοντέλο μετανάστευσης όπως διαμορφώθηκε από τη δεκαετία του 1990 βασίζεται στη λογική του φιλοξενούμενου εργατικού δυναμικού, όπου ο εργαζόμενος διασυνδέεται με συγκεκριμένο εργοδότη εκ των προτέρων και λαμβάνει άδεια παραμονής και εργασίας για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Τα συνδικάτα είχαν εκφράσει τις επιφυλάξεις τους για την εισαγωγή ξένου εργατικού δυναμικού, διαμαρτυρόμενα ότι οι ξένοι εργάτες θα ασκούσαν πίεση προς τα κάτω στους μισθούς των Κυπρίων εργάτων. Σταδιακά όμως αντιλήφθηκαν ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποτρέψουν πτώση των μισθών των Κυπρίων από την υπερπροσφορά εργασίας είναι η ένταξη των ξένων εργατών στα συνδικάτα και η διεκδίκηση της ισομισθίας. Ο βαθμός βέβαια στον οποίο αυτό επιτυγχάνεται είναι περιορισμένος. Και αυτό λόγω απροθυμίας πολλών ξένων εργατών να ενταχθούν στις συντεχνίες από τον φόβο τυχόν αντίδρασης του εργοδότη τους που συχνά είναι ταυτόχρονα και ο παροχέας της στέγης τους.

Το άνοιγμα των οδοφραγμάτων το 2003 προκάλεσε σημαντική αύξηση των Τουρκοκυπρίων που εργάζονται στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία ενώ διαμένουν στο βόρειο (κατεχόμενο) μέρος. Αυτοί αριθμούν μερικές χιλιάδες και απασχολούνται κυρίως στην οικοδομική βιομηχανία και κάποιοι από αυτούς εντάχτηκαν στα ε/κ συνδικάτα, μερικοί στη ΣΕΚ και περισσότεροι στην ΠΕΟ. Πολλοί εργαζομένοι, Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι και ξένοι εργάζονται παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία χωρίς να καταβάλλουν κοινωνικές ασφαλίσεις και χωρίς να απολαμβάνουν στοιχειώδη δικαιώματα. Η αδήλωτη εργασία είναι βέβαια διαχρονικό φαινόμενο, όμως τις τελευταίες δεκαετίες έχει σημειώσει αύξηση ανά το παγκόσμιο σε συνάρτηση με την αύξηση της κινητικότητας της εργασίας μέσα από τα μεταναστευτικά ρεύματα.

Η πολυεθνοποίηση της εργατικής δύναμης στην Κύπρο, μια διαδικασία που συντελείται εδώ και δυο δεκαετίες τώρα μεταμορφώνει την εργατική τάξη και αυτή η μεταμόρφωση θα πρέπει να βρει έκφραση και στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι εφημερίδες της ΠΕΟ και της ΣΕΚ, “Εργατικό Βήμα” και “Εργατική Φωνή” έχουν πλέον σελίδες στα Ρώσικα για τους Πόντιους μέλη τους, ενώ το “Εργατικό Βήμα” έχει και σελίδες στα Τούρκικα. Η ΠΕΟ διατηρεί επίσης και ιστοσελίδα στα τούρκικα, έμμισθο Τουρκοκύπριο συνδικαλιστή, ενώ διατηρεί επίσης πολύ καλές σχέσεις με την τουρκοκυπριακή συντεχνία Ντεβίς. Όσον αφορά όμως τους Ανατολικο-Ευρωπαίους και τους Ασιάτες εργάτες τα ε/κ συνδικάτα συναντούν πολλές δυσκολίες. Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το κύμα εργατών από τις πρώην ανατολικές χώρες που ακολούθησε έχει βρει το συνδικαλιστικό κίνημα απροετοίμαστο. Εδώ υπάρχει και το πρόβλημα της γλωσσικής επικοινωνίας που γίνεται συνήθως στα αγγλικά, παρότι πολλοί εργαζομένοι και αρκετοί συνδικαλιστές δεν τα κατέχουν σε ικανοποιητικό βαθμό για να μπορέσουν να εκφράσουν σύνθετες έννοιες δικαιωμάτων, διαδικασιών και προνοιών των συμβάσεων και της εργατικής νομοθεσίας.

Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η μάχη του 1999

Το εργατικό κίνημα σε παγκόσμιο αλλά ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο εξαναγκάστηκε σε υποχώρηση τη δεκαετία του 1990, καθώς ο νεοφιλελευθερισμός κατέστη η κυρίαρχη ιδεολογία με τις βασικές του θέσεις να γίνονται αποδεκτές και από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας. Η επίτευξη ευελιξίας στην αγορά εργασίας, η κινητικότητα των εργαζομένων και η προώθηση της έννοιας της “απασχολισιμότητας” αντί “του δικαιώματος στην εργασία” έγιναν κρατικοί στόχοι που καθοδήγησαν την εργατική πολιτική τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η παρακμή του συνδικαλισμού με τη συνεπακόλουθη πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας και την ενίσχυση των τάσεων εξατομίκευσης των εργαζομένων επέτρεψε στο κεφάλαιο να περάσει στην αντεπίθεση αμφισβητώντας εργατικά κεκτημένα και ζητώντας καινούργιες ρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων.

Στην Κύπρο η απόπειρα “εκσυγχρονισμού” των εργασιακών σχέσεων τη δεκαετία του 1990 πήρε τη μορφή επίθεσης προς την ΑΤΑ, προς το χάσμα ιδιωτικών και δημοσίων υπαλλήλων και προς το δικαίωμα της απεργίας. Τελικά με εξαίρεση την τροποποίηση στον υπολογισμό της ΑΤΑ, η αντίσταση του εργατικού κινήματος παρεμπόδισε την απώλεια κεκτημένων. Η ένταση του ταξικού ανταγωνισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είναι ορατή μέσα από τις αυξημένες απεργιακές κινητοποιήσεις που το 1992 αφορούσαν 50 000 εργαζομένους οδηγώντας στην απώλεια 60 000 εργάσιμων ημερών ενώ αντίστοιχα το 1995 αφορούσαν 64 000 εργαζομένους οδηγώντας στην απώλεια 98 000 εργάσιμων ημερών. Όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει αυτά τα κεκτημένα και για το σύνολο των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας. Το φαινόμενο των άτυπων εργασιακών σχέσεων μέσα από την επέκταση των υπεργολαβιών, της προσωρινής και της μερικής απασχόλησης, των προσωπικών συμβολαίων και της εργασίας με το κομμάτι τέθηκε στο πολιτικό προσκήνιο.

Η όποια πρωτοβουλία όμως από πλευράς κεφαλαίου ενάντια στη συνθήκη της σταθερής, κανονικής και ρυθμισμένης εργασίας προϋπέθετε και την απόφαση σύγκρουσης με τα συνδικάτα. Μια τέτοια στιγμή σύγκρουσης υπήρξε η απεργία στα ξενοδοχεία της εταιρείας Lordos Holdings Ltd στη Λάρνακα το 1999. Εκεί η εργοδοσία αποχώρησε από τον εργοδοτικό σύνδεσμο, έτσι ώστε να μην δεσμεύεται από την κλαδική συλλογική σύμβαση και αφού προηγουμένως ζήτησε από μέρος του προσωπικού να υπογράψει προσωπικά συμβόλαια, ανακοίνωσε την απόφασή της να αναθέσει την καθαριότητα του ξενοδοχείου, το γυμναστήριο και το τμήμα ζαχαροπλαστικής σε εξωτερικούς υπεργολάβους απολύοντας 56 εργαζόμενους. ΠΕΟ και ΣΕΚ κινητοποιήθηκαν αστραπιαία, και στις 30/01/1999 158 ξενοδοχοϋπαλλήλοι κατήλθαν σε επ' αόριστον απεργία. Κάποιοι συναδέλφοι τους έμειναν βέβαια μέσα στηρίζοντας την εργοδοσία που προχώρησε και σε έκτακτες προσλήψεις κυρίως από την Ελλάδα με σκοπό να σπάσει την απεργία.

Η απεργία του 1999 υπήρξε σημαντική για τη διασαφήνιση του ισοζυγίου δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Το γεγονός ότι πρόκειται για τη μακρύτερη σε διάρκεια απεργία στην ιστορία του εργατικού κινήματος κρατώντας 168 μέρες δεν ήταν τυχαίο. Και οι δυο πλευρές επέμειναν στις θέσεις τους μέχρι τέλους, ακριβώς επειδή επρόκειτο για ένα βαθύτατα πολιτικό ζήτημα με προεκτάσεις όχι απλά σε ολόκληρη την ξενοδοχειακή βιομηχανία αλλά και σε πολλούς άλλους κλάδους. Δεν ήταν απλά μια σύγκρουση συμφερόντων σε μια εταιρεία, ήταν πάνω από όλα μια σύγκρουση πολιτικής για τον έλεγχο των εργασιακών σχέσεων. Την οποία τοπικά κέρδισε τελικά η εργοδοσία αφού ως αποτέλεσμα της απεργίας έδιωξε οριστικά τα συνδικάτα από την εταιρεία και από τότε εργοδοτεί ολόκληρο το προσωπικό της με προσωπικά συμβόλαια. Βέβαια αναγκάστηκε να αποζημιώσει τους απολυθέντες, αλλά αυτό ήταν ένα πολύ μικρό τίμημα μπροστά στα τεράστια κέρδη που πραγματοποίησε τα επόμενα χρόνια.

Η εργοδοσία προσπάθησε αρχικά να ποινικοποιήσει την απεργία και ζήτησε την παρέμβαση της αστυνομίας για να αποτρέψει την είσοδο των απεργών στα προαύλια των ξενοδοχείων. Τελικά το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η απεργία ήταν νόμιμη και έτσι η εργοδοσία τοποθέτησε αλυσίδες και ιδιωτικούς φρουρούς στις εισόδους των ξενοδοχείων. Το ΑΚΕΛ και οι οργανώσεις του συνεισέφεραν στο απεργιακό ταμείο και στελέχη του μίλησαν για αγώνα ολόκληρης της εργατικής τάξης ενάντια “στο πείραμα του Λόρδου που αν πετύχει θα εφαρμοστεί σε όλα τα ξενοδοχεία”. Η ΠΑΣΥΔΥ εξέφρασε τη στήριξη της στον απεργιακό αγώνα συνεισφέροντας το ποσό των 1000 λιρών στο απεργιακό ταμείο, ενώ ακολούθησαν η ΠΟΕΔ και η ΟΕΛΜΕΚ. Οι εργαζόμενοι στα συνεργεία αποκομιδής σκυβάλων αποφάσισαν να απόσχουν από την περισυλλογή σκυβάλων ενόσω συνεχιζόταν η απεργία. Στις 19/2/1999 πραγματοποιήθηκε δίωρη στάση εργασίας σε άλλα ξενοδοχεία της Λάρνακας, ενώ στις 3/3/1999 πραγματοποιήθηκε δίωρη στάση εργασίας σε όλα τα ξενοδοχεία της Λευκωσίας, της Πάφου, της Λεμεσού και της Αμμοχώστου. Οι εργαζόμενοι στην Αρχή Ηλεκτρισμού και η ΔΕΟΚ εξέφρασαν και αυτοί τη στήριξη τους στους απεργούς. Στις 18/3/1999 πραγματοποιήθηκε αυτοκινητοπομπή διαμαρτυρίας από τη Λάρνακα στη Λευκωσία. Οι εργαζόμενοι στα Διυλιστήρια, οικοδόμοι, ξυλουργοί, εργαζόμενοι στο Δήμο Πάφου συνεισφέρουν στο απεργιακό ταμείο, ενώ ΠΕΟ και ΣΕΚ ζητούν την αλληλεγγύη του ευρωπαϊκού και του διεθνούς συνδικαλιστικού κινήματος. Τον Μάη πραγματοποιείται στάση εργασίας στο αεροδρόμιο και οι εργαζόμενοι αποφασίζουν να μην εξυπηρετούν τις πτήσεις των οργανωτών ταξιδιών που προμηθεύουν με πελάτες τα υπό απεργία ξενοδοχεία, ενώ πραγματοποιείται εξάωρη παναπεργία των ξενοδοχοϋπαλλήλων με συμμετοχή 15 000 εργαζομένων. Το ΚΕΒΕ και η ΟΕΒ επικρίνουν τις κινητοποιήσεις και μαζί με τον ΠΑΣΥΞΕ και τον ΣΤΕΚ στηρίζουν την εταιρεία. Η αστυνομία μεταφέρει με υπηρεσιακά οχήματα απεργοσπάστες και στα μικρο-επεισόδια που σημειώνονται κρατά αντι-απεργιακή στάση. Ο αγώνας υπήρξε σκληρός και η κοινωνική σύγκρουση μεταξύ απεργών και απεργοσπαστών έντονη. Οι απεργοί “με ήσυχη τη συνείδηση ότι έπραξαν το χρέος τους προς τους εαυτούς τους και την εργατική τάξη και τη κοινωνία γενικότερα καταθέτουν τα όπλα” τον Ιούλη του 1999, αφού τελικά διορίζεται ερευνητική επιτροπή από το Υπουργικό Συμβούλιο για να διεξάγει δημόσια έρευνα, το τελευταίο στάδιο επίλυσης των εργατικών διαφορών σύμφωνα με τον Κώδικα Βιομηχανικών Σχέσεων. Η έρευνα ολοκληρώθηκε τον Γενάρη του 2000, αλλά δεν υπήρξε ούτε ομόφωνη τοποθέτηση από πλευράς των μελών της επιτροπής και ούτε ξεκάθαρα συμπεράσματα επιτρέποντας στις δυο πλευρές να επικαλούνται νίκη.

Τα συνδικάτα θεωρούν ότι κέρδισαν για τα απολυθέντα μέλη τους αποζημιώσεις, ενώ με τη μακράς διάρκειας απεργία τους έστειλαν το μήνυμα σε άλλους εργοδότες να μην επιχειρήσουν παρόμοιο εγχείρημα. Και όντως δεν είχαμε αυτή τη δεκαετία παρόμοιο εγχείρημα τέτοιας έκτασης μετωπικής σύγκρουσης με τα συνδικάτα για την επιβολή της υπεργολαβίας. Όμως τα προσωπικά συμβόλαια, στη βάση των οποίων εργοδοτείται από τότε ολόκληρο το προσωπικό της Λόρδος Χόλντιγκς, αργά αλλά σταθερά εξαπλώθηκαν ως θεσμός σε πολλές ξενοδοχειακές μονάδες μέσα από τις νέες προσλήψεις. Η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και η κάθοδος των κοινοτικών εργαζομένων στην Κύπρο υπήρξε καταλύτης σε αυτή τη διαδικασία με αποτέλεσμα σήμερα οι πλείστες νέες προσλήψεις στην ξενοδοχειακή βιομηχανία είτε αφορούν Κύπριους είτε κοινοτικούς να γίνονται έξω από το πλαίσιο των συλλογικών συμβάσεων και με άτυπη συνεννόηση μεταξύ εργοδοσίας και νεο-προσληφθέντων ότι θα απέχουν από συνδικαλιστική δραστηριότητα.

Η πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι βέβαια διεθνές φαινόμενο και όχι τόσο έντονο στην Κύπρο, που συγκαταλέγεται στις χώρες με σχετικά ψηλή συνδικαλιστική πυκνότητα (γύρω στο 55%). Παρόλ' αυτά οι προϋποθέσεις για την περαιτέρω πτώση της συνδικαλιστικής πυκνότητας είναι εδώ – η αύξηση των ξένων εργατών, η αυξημένη ροή εργασίας, οι νέες μορφές εργασιακών σχέσεων, η δυσπιστία των εργαζομένων προς τα συνδικάτα με κατηγορίες για ξεπούλημα στους εργοδότες – ενυπάρχουν ως τάσεις μέσα στο εργατικό δυναμικό της Κύπρου και δυνητικά τα κυπριακά συνδικάτα αναμένεται να αδυνατίσουν περαιτέρω. Αυτό αποτελεί δηλωμένο στόχο για μερίδα εργοδοτών που ενστερνίζονται τη νεοφιλελεύθερη κοσμοαντίληψη και θεωρούν τα συνδικάτα “αναχρονισμό” ή “γάγκραινα” για τις επιχειρήσεις. Η προοπτική της περαιτέρω αποδυνάμωσης των συνδικάτων προκαλεί σε πολλούς εργαζόμενους φόβο και ανησυχία, καθώς βλέπουν τους νεαρότερους ανοργάνωτους συναδέλφους τους να εργάζονται με πολύ χειρότερους όρους εργασίας που καθιστούν τις ζωές τους επισφαλείς.

Η επισφαλειοποίηση της εργασίας δεν είναι μόνο ποσοτικό ζήτημα για να αναλωθούμε σε συζητήσεις υπολογισμού του αριθμού των επισφαλώς εργαζομένων. Η επισφαλειοποίηση είναι τάση και ακόμα και αν σήμερα αφορά άμεσα μόνο μια μειοψηφία των εργαζομένων, οι ενδείξεις είναι ότι ως φαινόμενο πιθανότατα θα γενικευτεί, εκτός και αν υπάρξει εντατικοποίηση της ταξικής σύγκρουσης που θα επιφέρει ανατροπές στο ισυζύγιο δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Πάντως αν κρίνουμε από τις τοποθετήσεις των εργοδοτών αυτή τη δεκαετία, η επίτευξη της ευέλικτης εργασίας αποτελεί ύψιστη προτεραιότητα. Ο ΠΑΣΥΔΙΞΕ με ανακοίνωση του (“Πολίτης”, 27/10/2009) εξηγεί μάλιστα ότι «η μορφή ευέλικτης απασχόλησης θα πρέπει να περιλαμβάνει συνδυασμό τριών μορφών απασχόλησης, δηλαδή εκ περιτροπής εργασία, εργοδότηση με μειωμένο ωράριο ή μειωμένης διάρκειας και εργοδότηση λεγόμενη on Call»

Η εργασιακή ευελιξία και η συνθήκη της επισφάλειας

Η ευέλικτη εργασία παίρνει διάφορες μορφές σε διαφορετικούς κλάδους και επαγγέλματα. Η αριθμητική και η χρονική ευελιξία αναφέρεται στη δυνατότητα της εργοδοσίας να αυξομειώνει το προσωπικό της ανάλογα με τις διακυμάνσεις στην αγορά και να κατανέμει τον χρόνο εργασίας του υφιστάμενου προσωπικού σύμφωνα με τις ανάγκες της εταιρείας. Αυτές είναι οι δυο μορφές της εργασιακής ευελιξίας που αναπτύχθηκαν και στην Κύπρο αυτή τη δεκαετία. Οι άλλες μορφές της λειτουργικής και της μισθολογικής ευελιξίας δεν σημειώνουν παρόμοια ανάπτυξη στην Κύπρο και περιορίζονται σε κλάδους και επαγγέλματα όπου παραδοσιακά χαρακτηρίζονταν από συστήματα εναλλαγής σε θέσεις εργασίας και προμήθειας στο μισθό, όπως ο χρηματο-οικονομικός τομέας και το λιανικό εμπόριο.

Στον κλάδο των ξενοδοχοϋπαλλήλων, ένα κλάδο με παραδοσιακές ευελιξίες (λόγω εποχικότητας του τουριστικού προϊόντος και λόγω της χρέωσης υπηρεσίας και του διαμοιρασμού της στο προσωπικό μέσω ενός συστήματος μονάδων) η ευελικτοποίηση που συντελείται σήμερα παίρνει την μορφή της καθημερινοποίησης (casualisation) της εργασίας και της εξατομίκευσης των εργασιακών σχέσεων μέσα από τα προσωπικά συμβόλαια και τους fixed μισθούς. Με τα συμβόλαια ορισμένου χρόνου που ανανεώνονται δημιουργούνται οι “μόνιμα προσωρινοί” εργαζόμενοι που είναι εκτός ωφελημάτων (π.χ. Ταμείο Προνοίας), ενώ με τους fixed μισθούς εξισώνεται ο εργασιακός χρόνος και εξαφανίζεται η έννοια της υπερωρίας και της αργίας. Το ότι για μια σημαντική μερίδα των εργαζομένων, όλες οι εργατοώρες πληρώνονται το ίδιο, εξανεμίζοντας πλήρως τον διαχωρισμό μεταξύ καθημερινής και αργίας έχει βαρύνουσα σημασία για τη μείωση του εργατικού κόστους (για τους εργοδότες) και του εργατικού εισοδήματος.

Στον κλάδο των κατασκευών, η ευελικτοποίηση που συντελείται σήμερα παίρνει τη μορφή της επιστροφής σε ιστορικά προηγούμενες εργασιακές μορφές, όπως την υπεργολαβία και τη δουλειά με το κομμάτι. Βέβαια στην πραγματικότητα αυτές δεν εξαφανίστηκαν ποτέ, αλλά τις τελευταίες δεκαετίες σημειώνουν αύξηση τόσο διεθνώς όσο και στην Κύπρο. Η τελευταία συλλογική σύμβαση στις οικοδομές καθυστέρησε σημαντικά να ανανεωθεί, καθώς μαινόταν η σύγκρουση συνδικάτων και εργοδοτών για το ζήτημα των υπεργολαβιών. Το θέμα αυτό δεν βρίσκεται τυχαία στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται και διοικείται η εργασία και αμείβονται οι εργαζόμενοι. Οι εργοδότες ζητούν την επέκταση του θεσμού της υπεργολαβίας και επικαλούνται την αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού της παραγωγής μέσα από την παροχή οικονομικών κινήτρων στους εργαζομένους, τη μείωση του διοικητικού και εργατικού κόστους και την αποδοτικότερη αξιοποίηση της εργασίας. Τα συνδικάτα αντιτίθενται στην επέκταση των υπεργολαβιών, καθώς θεωρούν ότι έτσι η εργασία θα εντατικοποιηθεί, οι εργαζόμενοι θα απωλέσουν δικαιώματα και ωφελήματα, καθώς θα υπονομευτεί η συλλογική σύμβαση και επομένως θα αποδυναμωθεί και ο ρόλος του συνδικαλιστικού κινήματος. Η υπεργολαβία είναι βέβαια συχνό φαινόμενο στην εργασία των σιδεράδων, καλουπσιήδων, ηλεκτρολόγων, υδραυλικών και μπογιατζιήδων. Εκεί που δεν προχωρά είναι στην καθ' εαυτή οικοδομική εργασία. Είναι ενδιαφέρουσα η κυπριακή γλωσσική εκδοχή της υπεργολαβίας στις οικοδομές ως “καπάλιν”, καθώς αυτή αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο το ζήτημα της εντατικοποίησης της εργασίας που έχει και μια σειρά από αρνητικές συνέπειες για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.

Στο δημόσιο και τραπεζικό τομέα η ευελικτοποίηση της εργασίας συντελείται με πιο αργούς ρυθμούς, καθώς οι εργαζόμενοι εκεί έχουν αντίληψη και της δύναμης τους λόγω της κεντρικότητας της θέσης τους στο σύστημα παραγωγής και ισχυρά συνδικάτα που καταφέρνουν να διατηρούν τα κεκτημένα των μελών τους. Παρόλ' αυτά η τάση για περαιτέρω ευελιξία τόσο στην εργασία (λειτουργική, μισθολογική) όσο και στην εργοδότηση (αριθμητική, χρονική) είναι υπαρκτή. Η αύξηση της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών (outsourcing) και της μερικής και έκτακτης απασχόλησης τόσο στο δημόσιο όσο και στον τραπεζικό τομέα αποτελούν ενδείξεις για την κατεύθυνση στην οποία κινείται η εργοδοσία. Ήδη από το 2005, η έννοια της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών στις τράπεζες εισήχθηκε στη συλλογική σύμβαση για εργασίες αλληλογραφίας, καθαρισμού και ασφάλειας, ενώ στην τελευταία συλλογική σύμβαση (2008) επεκτάθηκε και στις εργασίες μπλε κολάρου, σκαναρίσματος, έρευνας, αρχειοθέτησης και νέων τεχνολογιών.

Η ευελικτοποίηση της εργασίας δεν είναι απλά οργανωτικό και οικονομικό ζήτημα. Έχει συγκεκριμένες κοινωνικές επιπτώσεις. Αφορά κυρίως τους νεαρούς εργαζόμενους, Κύπριους και ξένους που αποκλείονται ή καθυστερούν να μπουν στον κόσμο των δικαιωμάτων και των ωφελημάτων που προκύπτουν από τις προηγούμενες κατακτήσεις της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος. Αυτή η κοινωνική ομάδα που βρίσκεται στον πάτο της εργασιακής ιεραρχίας τόσο από μισθολογική όσο και από επαγγελματική πλευρά είναι πολύ μεγαλύτερη από όσο φαίνεται. Αντιμετωπίζει πιο έντονα το φόβο της ανεργίας, αναγκάζεται να αποδεχτεί συχνά την άτυπη και ανασφάλιστη εργασία και στην περίπτωση των μεταναστών χωρίς χαρτιά να δεχτεί τους πιο εξευτελιστικούς όρους εκμετάλλευσης (π.χ. απλήρωτη εργασία, δουλεία, σεξουαλική παρενόχληση κ.λ.π.). Η επισφάλεια αποτελεί κοινωνική συνθήκη και αναφέρεται στην έλλειψη εργασιακής σταθερότητας μέσα από τη διαρκή εναλλαγή εργοδότη και εργασιακού χώρου. Δημιουργεί μια αίσθηση διαρκούς προσωρινότητας και εμποδίζει πιο μακρόπνοους σχεδιασμούς της ζωής, βυθίζοντας τα υποκείμενα σε μια καθημερινότητα της επιβίωσης. Σε μακρο-κοινωνιολογικό επίπεδο ενισχύει το θεσμό της οικογένειας, που αναλαμβάνει να παρέχει ένα δίχτυ ασφάλειας συμπληρώνοντας τις ελλείψεις ενός ανεπαρκούς συστήματος πρόνοιας. Οι μετανάστες εργαζόμενοι, που αποστέλλουν κιόλας μέρος του ισχνού μισθού στους δικούς τους στο εξωτερικό, βυθίζονται στη στέρηση και την εξαθλίωση, στοιβαγμένοι σε διαμερίσματα τρώγλες σε υποβαθμισμένες περιοχές των κυπριακών πόλεων βόρεια και νότια της πράσινης γραμμής.

Όμως η συνθήκη της επισφάλειας δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται μόνο ως κοινωνικο-οικονομική κατάσταση και να αναλύεται με όρους φτώχειας και αποκλεισμού. Εμπεριέχει και συγκεκριμένο πολιτικό πλαίσιο, ένα πλαίσιο ριζοσπαστικής ελευθερίας από τα συστημικά δεσμά, στο οποίο οι εργαζόμενοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε πέραν από την κακοπληρωμένη τους εργασία. Βέβαια αυτό δεν συνεπάγεται αυτόματα με αμφισβήτηση της εργοδοτικής εξουσίας, πόσον μάλλον με ένα ριζοσπαστικό πολιτικό πρόγραμμα. Όμως ο αποκλεισμός τους από βασικά ωφελήματα, όπως 13ος μισθός, πληρωμένη άδεια, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και πιο συχνά από δευτερεύοντα όπως ευκολίες δανειοδότησης, επαγγελματική κατοχύρωση και άλλα επιδόματα, δημιουργεί ένα αίσθημα αδικίας που μπορεί να τροφοδοτήσει δυναμικές κινητοποιήσεις και να αναγκάσει τα συνδικάτα να εμπλακούν για να ηγηθούν του αγώνα, όπως είδαμε πρόσφατα στην απεργία στο Jumbo το 2008 και στο Cafe La Mode το 2009.

Η εργατική αντίσταση στους εργασιακούς χώρους σήμερα μπορεί να μην βγαίνει συχνά στο πολιτικό προσκήνιο, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, αλλά δεν παύει να είναι αδιάκοπη και πολύμορφη. Από την άτυπη παράκαμψη της ιεραρχίας και την ανυπακοή στις οδηγίες του προϊστάμενου, την εγκατάλειψη της εργασίας, την κωλυσιεργία και το σαμποτάζ, στη διεκδίκηση συγκεκριμένων αιτημάτων, είτε μισθολογικών είτε σε σχέση με τις εργασιακές συνθήκες, οι εργατικοί αγώνες είναι συνεχείς και διεξάγονται πολλές φορές έξω από τα συνδικαλιστικά πλαίσια. Και αυτό γιατί η απόσταση που αναπτύσσεται μεταξύ των έμμισθων συνδικαλιστών και των εργαζομένων λόγω της υπολειτουργίας πολλών τοπικών επιτροπών δεν επιτρέπει στα συνδικάτα να αφουγκραστούν και να εκφράσουν πολιτικά τα εργατικά αιτήματα. Το γεγονός όμως ότι οι ταξικές συγκρούσεις απουσιάζουν συνήθως από τη δημόσια σφαίρα, εκτός όταν αφορούν την εργατική αριστοκρατία, είναι ενδειχτικό μιας ευρύτερης αδυναμίας του εργατικού κινήματος – της πολυδιάσπασης της εργατικής τάξης στη βάση των δεξιοτήτων και του εκπαιδευτικού επιπέδου, της ηλικίας και της προϋπηρεσίας, του φύλου και της εθνότητας. Αυτή η πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης είναι ο βασικός λόγος της διατήρησης της ηγεμονίας του κεφαλαίου.

Το μέλλον του εργατικού κινήματος

Μέσα στις συνθήκες της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, της ευελιξίας και της επισφάλειας, όπως περιγράφηκαν πιο πάνω, και με δεδομένη τη μετανάστευση τόσο από ευρωπαϊκές όσο και από τρίτες χώρες, οι οιωνοί δεν είναι είναι ευνοϊκοί για το εργατικό κίνημα. Ο συνδικαλισμός βρίσκεται σε διαδικασία παρακμής και αδυνατεί να εντάξει στους κόλπους του μια σημαντική μερίδα εργαζομένων που συγκροτούν την περιφέρεια της εργατικής τάξης. Η πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης στις συνθήκες της οικονομίας των υπηρεσιών δεν συνιστά απλώς οργανωτικό αλλά κυρίως πολιτικό ζήτημα. Είναι διαθετημένα τα συνδικάτα να προχωρήσουν σε μια προσπάθεια ενοποίησης της εργατικής τάξης μέσα από συγκεκριμένες επιθετικές πολιτικές διεκδίκησης ή θα μείνουν απλώς ουραγοί των εξελίξεων σε άμυνα για τη διατήρηση κεκτημένων που διαβρώνονται από τις συνθήκες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης;

Μπορούν σήμερα τα συνδικάτα βόρεια και νότια της πράσινης γραμμής να συνεργαστούν με ουσιαστικό και όχι απλώς τυπικό τρόπο (όπως το υφιστάμενο Πανσυνδικαλιστικό Φόρουμ) για να εκφράσουν τα συμφέροντα της κοινωνικής τάξης που εκπροσωπούν; Μπορούν να αναπτύξουν σήμερα στις συνθήκες της ιδεολογικής ισοπέδωσης ένα νέο ορισμό της εργατικής ταυτότητας που θα περιλαμβάνει Ε/κ και Τ/κ, Κυπρίους και ξένους, δίνοντας καινούργια ώθηση στον ταξικό ανταγωνισμό; Αυτά τα ερωτήματα δεν μπορούν να απαντηθούν σε θεωρητικό επίπεδο. Είναι ζητήματα συνείδησης και πράξης. Αν μπορούμε όμως να αντλήσουμε ένα συμπέρασμα από την ιστορία είναι ότι τα πολιτικά σχήματα εκφράζουν κοινωνικο-οικονομικές και πολιτιστικές-ιδεολογικές τάσεις και καταστάσεις. Και αν τα κυπριακά συνδικάτα συνεχίσουν να αγνοούν τις νέες πραγματικότητες, όπως π.χ. τη ροή εργασίας, τις συνέπειες της μετανάστευσης, την επισφάλεια, είναι αναμενόμενο ότι θα εμφανιστούν νέες μορφές οργάνωσης της εργατικής αντίστασης, ψήγματα των οποίων είδαμε ήδη στο εξωτερικό π.χ. άτυπα δίχτυα αλληλεγγύης, αυτόνομες ενώσεις, εργατικές συλλογικότητες και πρωτοβουλίες, συμμαχίες με καταναλωτές κ.λ.π. Τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά.

Πηγές

Έρευνα πεδίου του συγγραφέα (7 case studies: παρατήρηση εργασιακών χώρων, συνεντεύξεις, έγγραφα) στα πλαίσια εκπόνησης διδακτορικής διατριβής στην Κοινωνιολογία με θέμα τις εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο.

Christodoulou Demetrios, Inside the Cyprus miracle: the labours of an embattled mini economy, University of Minnesota, 1992
Ιωάννου Μιχαλάκης, Οι εργατικοί αγώνες της ΣΕΚ, Λευκωσία, 2002

Ioannou Christina, The eager Europeanisation of Cypriot social policy, unpublished doctoral dissertation, 2007

Kattos Sotiris, State, capital and labour in Cyprus, unpublished doctoral dissertation, 1999

Kurtulush Hatice, Purkis Semra, Αθέατες τάξεις και φύλα – Μεταναστευτικά κύματα από την Τουρκία στη βόρεια Κύπρο: οι απομονωμένοι μετανάστες – αδήλωτοι εργάτες της Λευκωσίας, Κοινωνία και Επιστήμη 112, 2008 (τούρκικη έκδοση)

Παλαιολόγος Νίκος, Εργασία και συνδικάτα στον 21ο αιώνα, ΙΝΕ, Αθήνα, 2006

Panayiotopoulos Prodromos, Cyprus: the developmental state in crisis, Capital and class, n.57, 1995

Παναγιώτου Αντρέας, Ερμηνεύοντας τον πατριωτισμό της Κυπριακής Αριστεράς, στην έκδοση Ν. Τριμικλινιώτη, Το πορτοκαλί της Κύπρου, 2005

ΠΕΟ, 1956-1986 – 30 χρόνια κοινωνικές ασφαλίσεις, 1987

ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, Λευκωσία, 1991

Slocum John, The development of labour relations in Cyprus, Nicosia, 1974

Sparsis Mikis, Tripartism and industrial relations, Nicosia, 1998

Σπαρσής Μίκης, Το Κυπριακό σύστημα εργατικών σχέσεων, Λευκωσία, 1995

Στατιστική υπηρεσία, Εργατικές στατιστικές 2004, 2005

Στατιστική υπηρεσία, Έρευνα εργατικού δυναμικού 2006

Τριμικλινιώτης Νίκος, Ρατσισμός, μετανάστες και εργασία σε μια μετα-Ευρωπαϊκή χώρα – Κύπρος (υπό έκδοση)

Trimikliniotis Nicos and Pantelides Panayiotis, Mapping discriminatory landscapes in Cyprus: ethnic discrimination in the labour market, The Cyprus Review, Vol. 15 n.1, spring 2003

Υπουργείο Εργασίας, Ετήσιες εκθέσεις 1989, 2008 και Πίνακας μισθωτών-οργανωμένων από Αρχείο Εφόρου Συντεχνιών

Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο 1920-1960 (Νοέμβρης 2008)

Η εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα στην Κύπρο 1920-1960 (Χρονικό του Πολίτη, 37, Νοέμβρης 2008)



Αστικοποίηση, εκβιομηχάνιση και προλεταριοποίηση: η δημιουργία των πρώτων συντεχνιών και του ΚΚΚ

Η διαδικασία της εκβιομηχάνισης στην Κύπρο και του εκμοντερνισμού της κοινωνίας και της οικονομίας της είχε ως βασικό αποτέλεσμα την ανάπτυξη της εργατικής τάξης. Οι συνθήκες εργασίας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήταν άθλιες και υπήρχε υπερ-εκμετάλλευση των εργατών από τους “μαστόρους” τους, που προσπαθούσαν να συσσωρεύσουν κεφάλαιο για να επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους. Ο ιστορικός Ρολάνδος Κατσιαούνης αναφέρει σχετικά: “Οι ώρες απασχόλησης ήταν γενικά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου, ενώ σε επαγγέλματα όπως τα ραφεία και τα υποδηματοποιεία η εργασία συνεχιζόταν το βράδυ με το φως της λάμπας. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις τα ημερομίσθια δεν αρκούσαν για να ζει μια οικογένεια πάνω από το όριο της φτώχειας. Ακόμα πιο καταπιεστική ήταν η εκδήλωση αυτής της ανισότητας στον τρόπο μεταχείρισης των εργαζομένων, ώστε να υπογραμμίζεται η ανωτερότητα της εργοδοσίας, μπροστά στην οποία κάθε σκέψη αντίστασης ήταν αφύσικη και αδιανόητη.” 

Οι βασικές εταιρείες τότε ήταν μικρές βιοτεχνίες που εργοδοτούσαν ολιγάριθμο προσωπικό στις πόλεις. Η πλειοψηφία του πληθυσμού κατοικούσε στην ύπαιθρο. Όμως και εκεί βρισκόταν σε εξέλιξη η διαδικασία της προλεταριοποίησης, αφού πολλοί μικρο-ιδιοκτήτες και ακτήμονες αγρότες αναγκάζονταν να δουλέψουν για μεροκάματο. Από τότε χρονολογείται το μεταναστευτικό ρεύμα προς τις πόλεις ως αποτέλεσμα του ξεκληρίσματος των αγροτών από τους τοκογλύφους και γενικότερα της αδυναμίας της γεωργίας να εξασφαλίσει την επιβίωση για μια σημαντική μερίδα των κατοίκων της υπαίθρου. Παράλληλα άρχισαν να λειτουργούν και τα μεταλλεία, εταιρείες ξένων (συνήθως αμερικανικών και πολυεθνικών) συμφερόντων, τα οποία αποτελούσαν τον άλλο βασικό προορισμό των ξεκληρισμένων αγροτών της Κύπρου. Τα μεταλλεία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για την ανάπτυξη της εργατικής τάξης, γιατί εκεί εργοδοτούνταν πολλοί εργάτες μαζί και γιατί εκεί οι εργάτες εργοδοτούνταν ή απολύονταν ανάλογα με τις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς. Έτσι τα μεταλλεία εφέραν στην κυπριακή κοινωνία και τη μαζική εργασία (συγκέντρωση εργατών) και τη στενότερη σύνδεση με την παγκόσμια οικονομία. 

Πέρα από κοινωνικο-οικονομική ομάδα, η εργατική τάξη, οριζόμενη ως το σύνολο των μισθωτών εργαζομένων ήταν (και είναι) δυνητικά και πολιτική δύναμη, όπως γνωρίζουμε από την εξέλιξη που συντελέστηκε τον 19ο αιώνα στην υπόλοιπη Ευρώπη, πρώτα στη δυτική και μετέπειτα στην ανατολική. Αυτό έγινε αντιληπτό από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν η εκλογική δύναμη των εργαζομένων αποτέλεσε πόλο έλξης για διάφορους πολιτευτές, που οργάνωσαν συντεχνίες, εργατικές λέσχες και πανεργατικούς συνδέσμους με σκοπό να εξυπηρετήσουν τις πολιτικές τους φιλοδοξίες. Αυτές οι οργανώσεις δεν είχαν όμως συνδικαλιστικό πρόγραμμα και δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις ποικίλες ανάγκες των εργαζομένων ούτε να παρέχουν ουσιαστική στήριξη και προστασία πέρα από λεκτικές φιλεργατικές διακηρύξεις. Συνήθως μετά τις εκλογές, αφού οι διάφοροι πολιτευτές αποχωρούσαν έχοντας εκμεταλλευτεί τους εργαζόμενους, αυτές οι οργανώσεις διαλύονταν.

Πέρα όμως από τους πολιτικάντηδες και ενάντιά τους, τη δεκαετία του 1920 εμφανίστηκαν και οι διανοούμενοι κομμουνιστές, που λόγω της μαρξιστικής τους κοσμοαντίληψης θεωρούσαν ως πρωταρχικό τους πολιτικό στόχο την αφύπνιση και την οργάνωση της εργατικής τάξης ενάντια στο κεφάλαιο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Το 1922 ιδρύθηκε το Εργατικό Κόμμα που σύντομα μετεξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (1926). Η κίνηση ξεκίνησε από τη Λεμεσό, γιατί η πόλη ήταν τότε, λόγω του λιμανιού της, το ανθηρό οικονομικό κέντρο της Κύπρου, συγκεντρώνοντας όλες σχεδόν τις βιομηχανικές μονάδες, σε αντίθεση με τη Λευκωσία. Η σοσιαλιστική ομάδα ξεκίνησε από μερικούς δημοτικιστές που αγωνίζονταν για την προαγωγή της δημοτικής γλωσσικής εκδοχής, υπό την επίδραση της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία. Ο πυρήνας αυτός δημιούργησε εργατικές μικροομάδες στον Αμίαντο, τη Σκουριώτισσα, το Πισσούρι, το Κοιλάνι, τη Γερμασόγεια, το Βαρώσι και τη Λευκωσία και έδρασε ουσιαστικά ως ο πρόδρομος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου. Μέχρι το τέλος του 1924 συγκροτήθηκαν οι εργατικές συντεχνίες πάνω σε ενιαία βάση και ενιαίο καταστατικό και με την κοινή ονομασία “σωματείο”. Πρόνοια των καταστατικών τους ήταν πρώτον η υλική βελτίωση της ζωής των μελών του και δεύτερον η πνευματική τους καλλιέργεια με τη μείωση των ωρών δουλειάς πάνω σε οκτάωρη βάση, αύξηση των μεροκαμάτων και ψήφιση εργατικής νομοθεσίας. Αυτό θα γινόταν εφικτό, όπως αναφέρεται, με την πάλη των τάξεων.

Η απόπειρα των εργατών να οργανωθούν σε συντεχνίες με ταξικό χαραχτήρα και να διαπραγματευτούν συλλογικά τους όρους της χρησιμοποίησης της εργατικής τους δύναμης προκάλεσε την οργή της εργοδοτικής τάξης. Ειδικότερα αφού οι συντεχνίες βρισκόντουσαν και κάτω από την ιδεολογική και πολιτική επιρροή των κομμουνιστών, που είχαν ως απώτερο σκοπό την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και άρα της αστικής κοινωνικο-οικονομικής εξουσίας. Έτσι κατά τη διάρκεια εργατικών κινητοποιήσεων η εργοδοσία σε συνεργασία με τις Αρχές προχωρούσαν στην καταστολή και στη σύλληψη των πρωτεργατών. Ακόμα και σε περιόδους ομαλών εργασιακών σχέσεων η δηλωμένη πρόθεση των εργαζομένων όχι μόνο να βελτιώσουν τους όρους εργοδότησης, αλλά και να αποκτήσουν υπόσταση και αξιοπρέπεια απέναντι στην εργοδοσία συναντούσε ισχυρές αντιστάσεις. Η πολεμική ενάντια στο νεαρό συνδικαλιστικό και κομμουνιστικό κίνημα της εποχής υπήρξε λυσσαλέα και πολλές φορές βίαιη.

Τα γενικότερα μέτρα καταστολής που ακολουθήσαν την εξέγερση του 1931 χτύπησαν φυσικά και τις εργατικές οργανώσεις. Όμως οι εργατικές οργανώσεις λόγω απουσίας εργατικής νομοθεσίας δεν ήταν ούτως ή άλλως επίσημα αναγνωρισμένες. Δρούσαν δηλαδή τη δεκαετία του 1920 άτυπα και εκτός νομικού πλαισίου. Η πρώτη εργατική προστατευτική νομοθεσία θεσπίστηκε το 1932 με τον περί Συντεχνιών Νόμο που ήταν βασισμένος στον αντίστοιχο Αγγλικό Περί Συντεχνιών Νόμο του 1871. Έτσι τη δεκαετία του 1930, κατά τη διάρκεια της Παλμεροκρατίας, οι συντεχνίες απέκτησαν για πρώτη φορά νομική υπόσταση. Με αυτό τον τρόπο η αποικιακή κυβέρνηση στόχευε στο να αντικρούσει ένα βασικό επιχείρημα των κομμουνιστών ότι η κυβέρνηση δεν λαμβάνει υπόψιν της τα συμφέροντα των εργατών. Ο Αποικιακός Γραμματέας ορίστηκε ως ο πρώτος Έφορος Συντεχνιών με δικαίωμα άρνησης εγγραφής συντεχνιών χωρίς αιτιολόγηση, αποκλεισμού εργατών λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων, απογόρευσης οργανωτικών συνελεύσεων εργαζομένων εκτός εάν αυτές περιορίζονταν αυστηρά στο μοναδικό θέμα έγκρισης του καταστατικού της συντεχνίας και παρουσίας της αστυνομίας σε συνελεύσεις, αν το θεωρούσε αναγκαίο.

Έτσι από το 1932 ως το 1938 μόνο πέντε συντεχνίες εγγράφηκαν λόγω κωλυσιεργίας και προσκομμάτων από πλευράς των Αρχών. Η έλλειψη εμπειρίας και οργανωτικής ικανότητας από πλευράς των πρωταγωνιστών και η έλλειψη οικονομικών πόρων ήταν οι άλλοι παράγοντες της αργής ανάπτυξης του κινήματος. Πάντως οι αποικιακές Αρχές για παν ενδεχόμενο φρόντισαν να κάνουν τη γενική απεργία παράνομη με την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα το 1933. Στην εγγραφή των πρώτων συντεχνιών είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο οι εθνικόφρονες δικηγόροι Χριστόδουλος και Μιχάλης Μιχαηλίδης, για τους οποίους οι απόψεις της ΠΕΟ και της ΣΕΚ είναι αντιφατικές. Για την ΠΕΟ οι δυο αυτοί δικηγόροι υπήρξαν πολιτικάντηδες με αντεργατικές θέσεις, ενώ για την ΣΕΚ αποτελούν τους πατέρες του κυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος. Αργότερα ο Χριστόδουλος Μιχαηλίδης ανέλαβε ως εκδότης της εφημερίδας της ΣΕΚ “Εργατική Φωνή” και ο Μιχάλης Μιχαηλίδης ως Πρόεδρος του Επαρχιακού Δικαστηρίου και Στρατοδικείου. 

Η πολιτική κουλτούρα και οι κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης

Οι εργάτες της Κύπρου προχώρησαν το 1925 στη δημιουργία Εργατικού Κέντρου στη Λεμεσό. Ο στόχος ήταν η συστέγαση των συντεχνιών για να δημιουργηθούν στενότερες σχέσεις μεταξύ των σωματείων, ώστε να συντονίζεται η δράση τους για γενικότερα ζητήματα και να αναπτυχθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των εργατών και η συνείδηση της τάξης τους. Επηρεασμένοι μάλλον από το διεθνές εργατικό επαναστατικό κίνημα υιοθέτησαν και το σφυρί ως το σύμβολό τους. Εκεί γίνονταν διαλέξεις τις Κυριακές (μια φορά ήρθε ως ομιλητής και ο Νίκος Καζαντζάκης), αθλητικές δραστηριότητες, πεζοπορίες, θέατρο, ενώ παράλληλα λειτουργούσε και σχολείο με μαθήματα ανάγνωσης, γραφής, αριθμητικής και Αγγλικών. Από τότε ξεκινά να γιορτάζεται και η Πρωτομαγιά στην Κύπρο.

...Οι πιέσεις των αφεντικών μας, η εκμετάλλευση από τους πλουτοκράτες πρέπει να μας ενώσουνε, Τούρκους και Χριστιανούς. Δε μας χωρίζουνε πια φυλετικά μίση και θρησκευτικοί φανατισμοί. Αφτά ανήκουνε στο παρελθόν. Σήμερα πρέπει όλοι αδερφωμένοι να διεκδικήσουμε τα δικαιώματα που έχουμε στη ζωή...Κανένας Οθωμανός και κανένας Χριστιανός εργάτης δεν πρέπει να λείψει από την αβριανή συγκέντρωση της Πρωτομαγιάς. Ζήτω η αδερφοσύνη των Ελλήνων και Τούρκων εργατών. Ζήτω οι εργάτες όλου του κόσμου.
Πρωτομάγιατικη προκήρυξη 1926, (Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, 1991) 

Σε ψήφισμα της συγκέντρωσης προς την αποικιακή κυβέρνηση μεταξύ άλλων οι εργάτες απαίτησαν εργατικούς νόμους για αναγνώριση των συντεχνιών, θέσπιση του οχταώρου, αποζημίωση των εργατικών ατυχημάτων, αποζημίωση για αδικαιολόγητες απολύσεις, προστασία των γυναικών και των ανήλικων εργαζομένων, κατάργηση της φορολογίας στα είδη πρώτης ανάγκης, φορολόγηση του κεφαλαίου και τερματισμό της αστυνομικής καταδίωξης εργατών και αγροτών στις πόλεις και στα χωριά. Η αποικιακή κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα. Απέλασε τον Έλληνα κομμουνιστή γιατρό Νίκο Γιαβόπουλο, που ήταν που τους οργανωτικούς πυρήνες του “ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος” και συστηματοποίησε την παρακολούθηση των κομμουνιστών εργατών, τις απειλές και γενικότερα την προσπάθεια τρομοκράτησής τους. Η κυπριακή (ελληνική) αστική τάξη επικρότησε την απέλαση του Γιαβόπουλου και τη σκλήρυνση της αποικιακής πολιτικής. Παράλληλα μέσα στο αντικομμουνιστικό κλίμα της εποχής εμφανίστηκαν και φαινόμενα τραμπουκισμού (ξυλοδαρμών) με την ανοχή της αποικιακής αστυνομίας. 

Η πρώτη απεργία στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε το 1895, από εργάτες που άνοιγαν αυλάκια στον Ποταμό Γερμασόγειας. Σταμάτησαν τη δουλειά, επειδή η κυβέρνηση τούς αφαίρεσε ένα γρόσι από το μεροκάματο. Ως τη δεκαετία του 1930 το φαινόμενο της αυθόρμητης απεργίας κατέστη η βασική μορφή αγώνα των εργατών. Σημαντικές απεργίες σημειώθηκαν το 1923 και το 1925 στα μεταλλεία της ΚΜΕ (Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία αμερικανικών συμφερόντων) για τις συνθήκες εργασίας και ενάντια στην υπεργολαβία, ενώ στον Αμίαντο το 1927 οι εργάτες αξίωσαν και πέτυχαν τη μείωση στις ώρες εργασίας από δέκα σε εννιά τη μέρα. Η μεγαλύτερη απεργία έγινε στον Αμίαντο το 1929 με τη συμμετοχή 5000-6000 εργατών, που πραγματοποίησαν διαδήλωση στα γραφεία της εταιρείας με αίτημα την αύξηση των μεροκαμάτων και την ελευθερία τους να αγοράζουν το ψωμί τους από όπου ήθελαν και όχι από τους φούρνους της εταιρείας όπου ήταν ακριβό. Η απεργία, αν και ουσιαστικά αυθόρμητη, ήταν τουλάχιστον εν μέρει υποκινούμενη από τους κομμουνιστές που λειτουργούσαν γενικότερα ως πυρήνες της συνδικαλιστικής δράσης. Ο βετεράνος συνδικαλιστής Παντελής Βαρνάβας θυμάται που έγραφαν με κιμωλία τη λέξη απεργία πάνω στα βαγόνια και έτσι διαδιδόταν μέσα στο μεταλλείο η πρόταση. Στην απεργία του Αμίαντου το 1929, που εξελίχθηκε σε εξέγερση και καταστάληκε από την αποικιακή αστυνομία, πολλοί φυλακίστηκαν, άλλοι πλήρωσαν πρόστιμα και 24 εξορίστηκαν από την περιοχή του μεταλλείου και του χωριού που θεωρούνταν ιδιωτική περιοχή της εταιρείας.

Το 1933 οι οικοδόμοι και οι εργάτες οικοδομών απέργησαν ζητώντας ελάττωση των ωρών δουλειάς και αύξηση του μεροκαμάτου. Συγκρούστηκαν με την αποικιακή αστυνομία και υπήρξαν τραυματισμοί και συλλήψεις. Το 1935 οι οργανωμένοι σε αναγνωρισμένη συντεχνία υποδηματοποιοί (Έλληνες, Τούρκοι και Αρμένιοι) απέργησαν με αιτήματα 30% αύξηση, δεκάωρη μέρα και αναγνώριση από τους εργοδότες. Ήταν η πρώτη φορά που νομικά αναγνωρισμένη συντεχνία κινητοποιούσε εργάτες. Η απεργία αυτή κατέληξε σε συμβιβασμό. Ακολούθησαν οι μεταλλωρύχοι σε δυο μεταλλεία της ΚΜΕ το 1936. Η απεργία αυτή διήρκεσε μόνο δυο μέρες, αλλά ήταν δικοινοτική στην περιοχή Λεύκας – Μαυροβουνιού και χρειάστηκε να έρθει στρατός για να την σπάσει. Το 1937 απέργησαν οι χτίστες του Βαρωσιού με αιτήματα αύξησης μεροκαμάτου, εννιάωρη δουλειά και αναγνώριση της συντεχνίας. Οι απεργοί συγκρούστηκαν με την αστυνομία και τους συνεργάτες της. Το 1938 σημειώθηκαν τέσσερις απεργίες, τρεις μάλιστες από γυναίκες εργάτριες. Η σημαντικότερη και η μοναδική που ηττήθηκε ήταν αυτή στο Νηματουργείο του Π. Ιωάννου στο Βαρώσι. Κράτησε τρεις μήνες και οι απεργοί ήταν όλοι γυναίκες. Οι άντρες του εργοστασίου ήταν απεργοσπάστες. Η απεργία των εργατριών του Βαρωσιού βρήκε ανταπόκριση και στις νεοϊδρυθείσες συντεχνίες της Λεμεσού. Οι υπο αναγνώριση συντεχνίες των βαρελοποιών, ραπτεργατών και υπαλλήλων κουρείων πρόσφεραν χρηματική στήριξη στις απεργούσες γυναίκες στο Βαρώσι και κάλεσαν τους εργάτες της Κύπρου να ενισχύσουν το δίκαιο αγώνα τους.

Οι κατακτήσεις της εργατικής τάξης και η οργάνωση σε παγκύπρια βάση

Το 1939 υπήρξε σημαντική χρονιά για το συνδικαλιστικό κίνημα. Ήταν η χρονιά που εγγράφηκαν 32 καινούργιες συντεχνίες. Πέρα από άλλη μια μεγάλη απεργία των μεταλλωρύχων της ΚΜΕ και μια μικρότερη των εργατών γης στην περιοχή Κίτι-Μενεού στο τσιφλίκι του Αράπη (ενός Σύρου) που κερδίθηκαν, ήταν η τετραήμερη απεργία των χτιστών της Λευκωσίας την Πρωτομαγιά που κατέκτησε το οχτάωρο. Το Μάη του 1939 συμφωνήθηκε και η πρώτη συλλογική σύμβαση που κατοχύρωσε πραγματικά και το θεσμό της συντεχνίας και το οχτάωρο στις οικοδομές. Ακολούθησαν οι πελεκάνοι και ως το 1941 το οχτάωρο εφαρμόστηκε σε καθολική και παγκύπρια βάση. 

Τον Αύγουστο του 1939, μέσα στο κλίμα της σημαντικής κατάκτησης του οχταώρου πραγματοποιήθηκε και η πρώτη απόπειρα για τη δημιουργία κεντρικού συντεχνιακού οργάνου. Η Πρώτη Παγκύπρια Συνδιάσκεψη έγινε στο Βαρώσι με τη συμμετοχή 101 αντιπροσώπων από 57 διαφορετικές συντεχνίες, που είχαν τότε γύρω στα 3400 ταχτικά συντεχνιακά μέλη. Εκλέγηκε πενταμελής επιτροπή για να επεξεργαστεί το ψήφισμα της συνδιάσκεψης και να του δώσει την τελική διατύπωση για υποβολή προς την κυβέρνηση. Η προσπάθεια αυτή όμως απέτυχε· σύμφωνα με την ΠΕΟ λόγω αδυναμίας της επιτροπής, αρνητικής στάσης μερικών δεξιών αντιπροσώπων και λόγω της έναρξης του παγκοσμίου πολέμου. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, η αποτυχία ήταν λόγω ιδεολογικών διαφορών και της προσπάθειας των κομμουνιστών να ελέγξουν το κίνημα.

Η ραγδαία ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος οδήγησε τη βρετανική αποικιακή κυβέρνηση να ενδιαφερθεί γενικότερα για τις συνθήκες εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις στην Κύπρο. Η ρύθμιση και η καθοδήγηση της ανάπτυξης και των δραστηριοτήτων των συντεχνιών στα “σωστά” κανάλια ήταν και αίτημα τμήματος της τοπικής αστικής τάξης, όπως φαίνεται γενικά μέσα από το δεξιό Τύπο αλλά και ειδικότερα μέσα από το κείμενο του Ν. Κ Λανίτη “Ο συνδικαλισμός και η παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στην Κύπρο”, αγγλική έκδοση 1940. Το πιο προοδευτικό τμήμα της αστικής τάξης θεωρούσε ότι οι συντεχνίες ήρθαν για να μείνουν και ότι θα έπρεπε να δημιουργηθεί νομικό πλαίσιο που θα διέπει τη δραστηριότητα τους. Τον ίδιο χρόνο ήρθε στην Κύπρο ο W. J. Hull ως εργατικός σύμβουλος της κυβέρνησης, για να ετοιμάσει μια έκθεση με θέμα τα εργατικά προβλήματα στο νησί. Στη βάση αυτής της έκθεσης ακολούθησε η ίδρυση του Τμήματος Εργασίας (που εξελίχτηκε μετά την Ανεξαρτησία στο Υπουργείο Εργασίας), η τροποποίηση του Περί Συντεχνιών Νόμου και η θέσπιση άλλων δυο νόμων το 1941: του Περί Κατώτατων Ημερομισθίων και του Περί Εργατικών Διαφορών (συμφιλίωση, διαιτησία και έρευνα). Διορίστηκε ένας Διοικητής Εργασίας, δυο γραφείς, δυο Επιθεωρητές Εργασίας, ένας Έφορος Συντεχνιών, ένας κλητήρας και ένας Σύνδεσμος με το Στρατό για την απασχόληση των πολιτών.

Το 1941 πραγματοποιείται και η δεύτερη απόπειρα δημιουργίας κεντρικού συνδικαλιστικού οργάνου στη Λευκωσία. Συμμετείχαν 194 αντιπρόσωποι από 66 συντεχνίες. Όμως αυτή τη δεύτερη συνδιάσκεψη δεν τη συγκάλεσε η επιτροπή της πρώτης συνδιάσκεψης, αλλά μια άλλη πενταμελής επιτροπή που εκλέγηκε από παγκύπρια σύσκεψη των συντεχνιών στη Λεμεσό. Και τα πέντε μέλη της επιτροπής αυτής ήταν στελέχη της Αριστεράς και του καινούργιου της μαζικού πολιτικού σχήματος, του ΑΚΕΛ, που είχε ιδρυθεί μερικούς μήνες πριν. Η δεύτερη παγκύπρια συνδιάσκεψη, πέρα από τα θέματα των νέων εργατικών νομοσχεδίων και της κυβερνητικής πολιτικής και τις επιπτώσεις του πολέμου πάνω στους εργαζόμενους, ασχολήθηκε και με οργανωτικά θέματα εκλέγοντας 17μελή Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή (ΠΣΕ). Ασκήθηκε κριτική στα κυβερνητικά νομοσχέδια και αναλήφθηκε η πρωτοβουλία για τη μεταρρύθμισή τους. Αποφασίστηκε η συνέχιση του αγώνα για την πάταξη της μαύρης αγοράς και η ενεργή συμμετοχή της εργατικής τάξης στον αντιφασιστικό αγώνα. Από οργανωτικής πλευράς αποφασίστηκε η οργάνωση των εργατών κατά επιχείρηση και η εντατικοποίηση της προσπάθειας για την οργάνωση των γυναικών, των αγροτικών εργατών και των Τουρκοκυπρίων. 

Το ξέσπασμα του πολέμου το 1939 προκάλεσε τεράστιο κύμα ανεργίας στην Κύπρο. Σε συνδυασμό με την αύξηση των τιμών, που προκάλεσε την χρεωκοπία πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το κλείσιμο των περισσοτέρων μεταλλείων της Κύπρου οδήγησε πολλούς εργαζόμενους στην πείνα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, το εργατικό κίνημα απαίτησε από την κυβέρνηση “ψουμίν τζιαι δουλειά”, μέσα από ανακουφιστικά κυβερνητικά έργα. Οι μαχητικές διαδηλώσεις οδήγησαν σε αστυνομική βία και συλλήψεις, απεργίες αλληλεγγύης και άλλες διαδηλώσεις που εξανάγκασαν την κυβέρνηση να αναλάβει κάποια προσωρινά ανακουφιστικά έργα. Συνολικά την περίοδο 1940-41 πραγματοποιήθηκαν 47 απεργίες με συμμετοχή 3000 εργατών. Το 1940 ξεκίνησε απεργία στα Δημόσια Έργα που είχαν αυξηθεί σημαντικά εξαιτίας των στρατιωτικών αναγκών που προέκυψαν λόγω του πολέμου. Το 1941 οι οικοδόμοι του Στρατιωτικού Νοσοκομείου 57, απέργησαν, συγκρούστηκαν με τους απεργοσπάστες και κέρδισαν το οχτάωρο και για τους κυβερνητικούς. Τον ίδιο χρόνο οι υποδηματεργάτες της Λευκωσίας πέτυχαν την οριστική κατάργηση της κατ' αποκοπή εργασίας (δουλειάς με το κομμάτι) και την εφαρμογή του οχταώρου. 

Η ραγδαία αύξηση των στρατιωτικών και δημοσίων έργων κατά τη διάρκεια του πολέμου έδωσε καινούργια πνοή στην κυπριακή εργατική τάξη δίνοντάς της την ευκαιρία να διεξάγει νέους σημαντικούς αγώνες τόσο για μισθολογικές αυξήσεις, όσο και για εργασιακά δικαιώματα. Το 1946 υπήρχαν σχεδόν 100 000 υπάλληλοι (58% των εισοδηματιών). Από αυτούς 80% εργαζόταν εκτός γεωργίας και 25% στη βιομηχανία και τις επιδιορθώσεις. Το ανεκτικότερο κλίμα μέσα από την ευρύτερη φιλελευθεροποίηση του αποικιακού καθεστώτος επέτρεψε στη συντεχνιοποίηση να εξελιχθεί ραγδαία με το συνολικό αριθμό των συντεχνιών να τριπλασιάζεται και τον αριθμό των μελών τους να εξαπλασιάζεται από το 1939 στο 1945. Το Δεκέμβρη του 1942 πραγματοποιήθηκε παγκύπρια απεργία στα στρατιωτικά έργα με συμμετοχή 8000-10 000 εργατών. Η απεργία πέτυχε κάποιες άμεσες μισθολογικές αυξήσεις, αλλά πιο ουσιαστικά αποτέλεσε επίδειξη δύναμης προς την αποικιακή κυβέρνηση που προχώρησε σε επιχορηγήσεις στις τιμές βασικών προϊόντων και στο διορισμό επιτροπής τιμαρίθμου για να ετοιμάσει αναλυτικές εισηγήσεις στην κυβέρνηση. Το Μάη του 1943 η ΠΣΕ κατέθεσε αναλυτική έκθεση στην επιτροπή τιμαρίθμου της κυβέρνησης με συγκεκριμένες προτάσεις και τον Οκτώβρη του 1943 προχώρησε σε παναπεργία για να ασκήσει πίεση πάνω στην κυβέρνηση. Η απεργία επηρέασε περισσότερους από 20 000 εργάτες.

Το Φεβράρη του 1944 η ΠΣΕ καταθέτει αιτήματα αυξήσεων στη βάση του τιμάριθμου, τα οποία απορρίπτονται από την κυβέρνηση. Με προκήρυξή της στις 8/2/1944 καλεί την εργατική τάξη και το λαό σε συστράτευση. “Εμπρός λοιπόν για την τρίτη φάση του αγώνα που θα μας δώσει την πλήρη προσαρμογή των μεροκαμάτων στον τιμάριθμο και την άμεση εφαρμογή των εισηγήσεων μας για την λύση του επισιτιστικού προβλήματος...Σύνθημα μας λοιπόν ας είναι αυτές τις μέρες ένα και μόνον. Εμπρός για την εξασφάλιση του ψωμιού μας, των παιδιών μας, του ψωμιού των παιδιών και της γυναίκας του στρατιώτη. Ζήτω ο αγώνας του λαού.” Η απεργία της 1ης Μαρτίου 1944 κράτησε 24 μέρες και υπήρξε η πιο σημαντική μάχη του κυπριακού εργατικού κινήματος. Ξεκίνησε από τους εργάτες στα δημόσια έργα, αλλά σύντομα δημιουργήθηκε κίνημα αλληλεγγύης σε παγκύπρια βάση, οργανώθηκαν έρανοι για τους απεργούς και κλιμακώθηκε με παναπεργία και μαζικές συγκεντρώσεις. Έτσι κατακτήθηκε το 1944 η Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή (ΑΤΑ), που συνδέει ακόμα τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων με αυξήσεις στους μισθούς.

Η διάσπαση του εργατικού κινήματος σε ιδεολογική και εθνοτική βάση

Οι ιδεολογικές και οι εθνοτικές διαφορές υπήρχαν από το ξεκίνημα του εργατικού κινήματος. Όμως ως τα μέσα της δεκαετίας του 1940 δεν ήταν αρκετά έντονες ώστε να προκαλέσουν διάσπαση. Η ενότητα της εργατικής τάξης έμπαινε ως επιτακτική προτεραιότητα και εμπόδιζε την εσωτερική σύγκρουση. Για παράδειγμα μια συντεχνία εθνικοφρόνων, που συστάθηκε από απεργοσπάστες το 1926, διαλύθηκε λίγα χρόνια αργότερα. Τη δεκαετία του 1930 το αντικομμουνιστικό κλίμα που επικρατούσε στην κυπριακή κοινωνία δεν φαίνεται να πέρασε στην εργατική τάξη. Οι κομμουνιστές εξελίχτηκαν σε άτυπους ηγέτες του εργατικού κινήματος και καθοδηγούσαν πολιτικά τη δράση του. Όμως η δεκαετία του 1940 ήταν η εποχή των μεγάλων πολιτικών συγκρούσεων ανά το παγκόσμιο. Πέρα από τον ταξικό αγώνα, ο αντιφασιστικός και ο αντιαποικιακός αγώνας δημιούργησαν καινούργια πλαίσια πολιτικής αντίληψης και δράσης. Στην Ελλάδα ξεκίνησε υπόγεια ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των ανταρτών του ΕΑΜ / ΕΛΑΣ από τη μια και της φιλοδυτικής εθνικόφρονος δεξιάς από την άλλη. Η Ευρώπη ολόκληρη αποτέλεσε πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής σύγκρουσης μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, αγγλοαμερικανικού και σοβιετικού στρατού παραμονές της ήττας της ναζιστικής Γερμανίας. Στη Μέση Ανατολή οι αντιαποικιακές κινητοποιήσεις έγιναν εντονότερες. Στην Κύπρο το καινούργιο μαζικό σχήμα της κομμουνιστικής Αριστεράς, το ΑΚΕΛ, μέσα από την πολιτική του Λαϊκού Μετώπου κέρδισε δυο από τους πέντε δήμους στις εκλογές του 1943 και εξελίχθηκε σε εν δυνάμει κυρίαρχη πολιτική δύναμη. Ταυτόχρονα η έκκλησή του στην κυπριακή εργατική τάξη να συστρατευτεί στον αντιφασιστικό αγώνα οδήγησε πολλούς Κύπριους (Ε/κ και Τ/κ) να ενταχτούν στο βρετανικό στρατό1.

Η ίδρυση του ΑΚΕΛ ως μετωπικού και νόμιμου πολιτικού σχήματος του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου με γραμμή την εθνική αυτοδιάθεση, που στις συνθήκες της Κύπρου ερμηνευόταν ως ένωση με την Ελλάδα, σηματοδοτεί την ολοκληρωτική επικράτηση του εθνικισμού στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Όμως ο ελληνοκυπριακός εθνικισμός της δεκαετίας του 1940 ήταν ακόμα ήπιος σε σχέση με αυτόν των επόμενων δεκαετιών. Διαλεκτικά η κυριαρχία του εθνικιστικού πολιτικού πλαισίου δράσης στην ελληνοκυπριακή κοινότητα προκάλεσε και την εμφάνιση του τουρκοκυπριακού εθνικισμού με βασικό σύνθημα την αποτροπή της Ένωσης και μέσο το διαχωρισμό των κοινοτήτων στην Κύπρο και στο κοινωνικο-οικονομικό πεδίο. 

Οι πρώτες τουρκικές συντεχνίες εμφανίζονται το 1942 και η εμφάνισή τους συμπίπτει με την οργάνωση του ΑΚΕΛ και με την άνοδο του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Ήταν όμως πολύ αδύναμες τόσο αριθμητικά όσο και οργανωτικά. Οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι εργάτες συνέχισαν να είναι μέλη της ΠΣΕ-ΠΕΟ. Παρόλ' αυτά η ΠΣΕ-ΠΕΟ δεν κατάφερε να εξελιχθεί σε δικοινοτική συνδικαλιστική οργάνωση, καθώς σύμφωνα με τον ηγέτη του αριστερού συνδικαλιστικού κινήματος Αντρέα Ζιαρτίδη: “Υποτιμούσαμε την ανάγκη ισότιμης μεταχείρισης των Τ/κ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα...τα περισσότερα από τα καταστατικά των συντεχνιών μας δεν είχαν μεταφραστεί ποτέ στα τούρκικα για την εξυπηρέτηση των Τούρκων μελών τους...τα φυλλάδια επίσης, σπανιότατα μιλούσε Τούρκος ομιλητής (σε συνέδρια και) σπανιότατα γινόταν μετάφραση των εισηγήσεων ή των αποφάσεων στα τούρκικα.”

Τη δεκαετία του 1940 όμως ήταν η ιδεολογική σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς που κυριαρχούσε και ήταν αυτή που προκάλεσε τη βασική διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος. Η ΠΣΕ, που δημιουργήθηκε με τη δεύτερη συνδιάσκεψη των συντεχνιών, τάχθηκε ανοιχτά με το ΑΚΕΛ στις δημοτικές εκλογές του 1943 και αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια κάποιων εργατών που προχώρησαν στη δημιουργία των Νέων Συντεχνιών το 1944. Η δημιουργία των Νέων Συντεχνιών ενθαρρύνθηκε και προωθήθηκε από το Κυπριακό Εθνικό Κόμμα (ΚΕΚ). Το ενδιαφέρον στοιχείο ήταν ότι παρά την ελληνοχριστιανική τους πολιτική γραμμή, οι Νέες Συντεχνίες είχαν στα πρώτα τους συνέδρια και συμμετοχή Τουρκοκυπρίων αντιπροσώπων από τις νεοϊδρυθείσες τουρκικές συντεχνίες. Βέβαια αυτό δεν κράτησε και πολύ διότι σταδιακά η εθνοτική πολιτική σύγκρουση άρχισε να περιορίζει τα περιθώρια συνεργασίας των εργατών από τις δυο βασικές κοινότητες της Κύπρου. Όμως οι Παλιές Συντεχνίες (ΠΣΕ-ΠΕΟ) διατήρησαν καλές σχέσεις με τις τούρκικες συντεχνίες και προχώρησαν στην ίδρυση τουρκικού γραφείου για τους Τουρκοκύπριους εργάτες μέλη της ΠΕΟ. Το 1954 η ΠΕΟ είχε 2500 Τουρκοκύπριους εργάτες και το 1955 3000, σε σύγκριση με 740 και 2214 που ήταν τα μέλη των τουρκικών συντεχνιών αντίστοιχα. Οι Τουρκοκύπριοι εργάτες δεν έδειξαν ενθουσιασμό για το ξεχωριστό κίνημα πριν το 1956, παρόλο που η Ένωση ήταν ένας από τους στόχους που προωθούσαν τόσο οι Παλιές όσο και οι Νέες Συντεχνίες.

Ενώ οι Παλιές Συντεχνίες αυτοπροσδιορίζονταν ως ταξικές οργανώσεις, οι Νέες Συντεχνίες αυτοπροσδιορίζονταν ως εθνικές οργανώσεις. Αυτή ήταν η βασική ιδεολογική διαίρεση του συνδικαλιστικού κινήματος τη δεκαετία του 1940, που ήταν η δεκαετία της μεγαλύτερης του δύναμης. Και αυτή η ιδεολογική διαίρεση ήταν εμφανής στις συζητήσεις και στις εκδηλώσεις που οργανώνονταν – διαλογικές συζητήσεις και μαθήματα στην Αριστερά, άρθρα και διαλέξεις στην Δεξιά. Ενώ η Αριστερά έδινε έμφαση στην ταξική και υλιστική διαπαιδαγώγηση των εργατών, η Δεξιά έδινε έμφαση στην εθνική και αντικομμουνιστική διαπαιδαγώγηση των εργατών.

Η σύγκρουση Στάλιν – Τρότσκυ για την πολιτική που θα ακολουθούσε η Σοβιετική κυβέρνηση στη Ρωσία τη δεκαετία του 1930 είχε αντίκτυπο και προεκτάσεις στα κομμουνιστικά εργατικά κινήματα ανά το παγκόσμιο. Έτσι και στην Κύπρο ιδρύθηκε ένα μικρό Τροτσιστικό Κόμμα, που δρούσε παράλληλα με το ΚΚΚ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Οι Τροτσκιστές έπαιρναν συχνά πιο ριζοσπαστικές θέσεις στη μελέτη των αιτημάτων και κατηγορούνταν συχνά για εξτρεμισμό. Πέρα όμως από τις ιδεολογικές διαφορές υπήρχαν και κοινωνικο-πολιτικές διαφορές, όπως φαίνεται από το ζήτημα της συστέγασης των συντεχνιών. Διαιρέσεις δηλαδή στο εσωτερικό της εργατικής τάξης της Κύπρου όσον αφορούσε το στάτους του κάθε κλάδου και της συνδικαλιστικής του ηγεσίας. Οι επίτροποι παραδείγματος χάριν της συντεχνίας των εμποροϋπαλλήλων δεν αποδέχονταν τη συστέγαση με τους εργάτες της οικοδομικής βιομηχανίας ή με τους υποδηματεργάτες, ενώ η συντεχνία των τυπογράφων ήθελε να έχει δικό της ξεχωριστό οίκημα. Αυτό ήταν θέμα της συγκεκριμένης συνδικαλιστικής ηγεσίας που υπολόγιζε ότι με τη συστέγαση ίσως να έχανε ορισμένα προνόμια.

Βέβαια τελικά η συστέγαση των συντεχνιών προχώρησε και οι γενικές συντεχνίες ΠΕΟ και ΣΕΚ καταφέραν να συγκροτηθούν ως παγκύπριες και πολυκλαδικές οργανώσεις. Όμως οι κοινωνικο-πολιτικές διαφορές παρέμειναν, όπως φάνηκε αργότερα με τη δημιουργία ξεχωριστών κλαδικών συντεχνιών των δημοσίων υπαλλήλων, των δασκάλων και των καθηγητών, των τραπεζικών, των καταστηματαρχών κτλ. Ποια ήταν όμως η λογική πίσω από τη δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων; Ο Ζιαρτίδης λόγου χάριν αναφέρει ότι διδάχτηκε από τον Πλουτή Σέρβα, ηγέτη του ΑΚΕΛ και δήμαρχο Λεμεσού, πώς διεξάγονται οι εργατικοί αγώνες μέσα από την οργάνωση της συντονιστικής επιτροπής, την υποβολή των αιτημάτων γραπτώς προς τους εργοδότες και τη διεξαγωγή διαλόγου (συλλογικών διαπραγματεύσεων) μαζί τους, ανεξάρτητα από το αν θα γίνει απεργία ή όχι. Ότι το βασικό είναι να κερδιθεί η κοινή γνώμη με το μέρος των απεργών και ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση να υποστηριχτεί η απεργία μέσα από τη δημιουργία ειδικού απεργιακού ταμείου.

Με το τέλος του παγκοσμίου πολέμου το 1945, κατά τη διάρκεια του οποίου το συνδικαλιστικό κίνημα είχε σημαντικές επιτυχίες, οι Αρχές είχαν την ευχέρεια να προχωρήσουν στην καταστολή του εργατικού κινήματος με στόχο την πολιτική του εξουδετέρωση. Με βάση διάφορα άρθρα του Ποινικού Κώδικα προσήψαν συνολικά 15 κατηγορίες ενάντια στους 18 συντεχνιακούς ηγέτες, που συνέκλιναν όλες σε ένα κοινό σημείο: ότι οι κατηγορούμενοι με διάφορες πράξεις τους σκόπευαν “προς προαγωγή στασιαστικής προθέσεως να διεγείρουν το μίσος και να αποπειραθούν να προκαλέσουν την αλλαγή δια μη νομίμων μέσων της καθεστηκυίας τάξεως στην Κύπρο”. Παρά τις αντιδράσεις του συνδικαλιστικού κινήματος το αποικιακό δικαστήριο βρήκε τους εργατικούς ηγέτες ένοχους “ότι προσπαθούν να οδηγήσουν τες μάζες στον δρόμο της συνωμοσίας και της επανάστασης” (για να) “ανατρέψουν το υφιστάμενο καθεστώς και να εγκαθιδρύσουν σοσιαλιστικό κράτος με βάση την Μαρξιστική θεωρία” και διέταξε τη φυλάκισή τους. Η υπεράσπιση μάταια επιχειρηματολόγησε ότι “η λέξη επανάσταση δεν σημαίνει πάντα την ένοπλη εξέγερση” και ότι “την χρήση βίας η εργατική τάξη την χρησιμοποιεί μόνο όταν κερδίσει την λαϊκή ετυμηγορία και η αστική τάξη αρνηθεί να παραδώσει την εξουσία”. Μάταια επίσης επιχειρηματολόγησε ότι η παρούσα ιμπεριαλιστική κυβέρνηση δεν ήταν δημοκρατική και άρα είχαν δικαίωμα οι κατηγορούμενοι να την πολεμούν, ότι “οι κατηγορούμενοι αποδοκιμάζουν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα που επιτρέπει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και το οποίο κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ εκατομύρια άνθρωποι έχυναν το αίμα τους υπέρ της Δημοκρατίας επέτρεψε σε ορισμένους ανθρώπους να συσσωρεύουν περιουσίες εκμεταλλευόμενοι τις οικογένειες των πολεμιστών και των εργατών των μετόπισθεν...ουδέποτε συνωμότησαν, ουδέποτε απέκρυψαν τους σκοπούς και τις αρχές τους τουναντίον εφρόντιζαν να δίδουν σε αυτές τη μεγαλύτερη δημοσιότητα”. Ο Ζιαρτίδης στην απολογία του αναφέρθηκε στη Διακήρυξη του Ατλαντικού, με την οποία οι Συμμαχικές Δυνάμεις όρισαν ως σκοπούς του πολέμου την ελευθερία των λαών και τη δημοκρατία. “Δεν πταίομεν εμείς αν επιστεύσαμεν σε αυτές τις αρχές. Πταίουν εκείνοι που υποκρινόμενοι τις έδωσαν ως σκοπούς του πολέμου...Δεν πρέπει να μας επιβληθεί καμιά ποινή. Αλλά αν το δικαστήριο βρει ότι είναι υποχρεωμένο να μας τιμωρήσει τότε δεν είναι εμάς που τιμωρεί αλλά πλήττει τις αρχές εκείνες τις οποίες έχουμε προηγουμένως αναφέρει”. Τελικά, λόγω μαζικών κινητοποιήσεων της εργατικής τάξης στην Κύπρο αλλά και λόγω της αλληλεγγύης από τις αγγλικές συντεχνίες και μερίδα του κυβερνώντος εργατικού κόμματος στη Βρετανία, η αποικιακή κυβέρνηση απελευθέρωσε όλους τους εργατικούς ηγέτες ένα χρόνο μετά, πριν δηλαδή τη λήξη της ποινής των περισσοτέρων.

Η σύγκρουση Αριστεράς (ΑΚΕΛ/ΠΣΕ-ΠΕΟ/ΕΑΚ) και Δεξιάς (ΚΕΚ/ΣΕΚ/ΠΕΚ) κορυφώθηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1940 με αναφορές και στον Ψυχρό Πόλεμο αλλά και στον εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα. Η μη στήριξη της Δεξιάς προς τους φυλακισμένους εργατικούς ηγέτες της ΠΣΕ-ΠΕΟ ήταν ενδεικτική της έντασης και του βάθους που είχε τότε η αντιπαράθεση. Αυτή η αντιπαράθεση δεν ήταν μόνο πολιτικο-ιδεολογική αλλά πιο σημαντικά και κοινωνικο-οικονομική. Τότε ήταν η εποχή του “οικονομικού πολέμου”, όπου οι δεξιοί εργοδότες δεν προσλάμβαναν αριστερούς εργάτες και οι αριστεροί δεν ψώνιζαν από δεξιούς μπακάληδες. Το 1948 ήταν η χρονιά που η σύγκρουση αυτή έφτασε στο απόγειο της με τις μεγάλες απεργίες των οικοδόμων και των μεταλλωρύχων. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, στις δικοινοτικές αυτές απεργίες η ίδια και η τούρκικη συντεχνία ΚΤΙΒΚ ηγήθηκαν της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης της Κύπρου, ενώ η ΣΕΚ τάχθηκε με τους εργοδότες και έστελλε τα μέλη της να δουλέψουν ως απεργοσπάστες. Σημειώθηκαν βίαιες συγκρούσεις και υπήρχαν θύματα, τραυματίες και συλλήψεις, όταν η αποικιακή αστυνομία άνοιξε πυρ κατά των απεργών. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, τα εργατικά αιτήματα που έθεσε η ΠΕΟ ήταν κάλυψη για τους πραγματικούς στόχους των κομμουνιστών, που ήταν ο αποκλεισμός της ΣΕΚ από τους δυο βασικούς κλάδους - οικοδομές και μεταλλεία - και κατ' επέκταση η κυριαρχία της ΠΕΟ στην κυπριακή εργατική τάξη ως πρώτο βήμα για τη δημιουργία σοβιετικού κράτους στην Κύπρο.

Οι απεργίες των μεταλλωρύχων και των οικοδόμων το 1948

Οι συνθήκες εργασίας στα μεταλλεία ήταν πολύ άσχημες και τα μεροκάματα χαμηλά. Δεν υπήρχαν άδειες ανάπαυσης ή πληρωμένες αργίες. Όταν το 1947 οι εργάτες απείχαν από την εργασία τους για να γιορτάσουν την Πρωτομαγιά, η εταιρεία σε αντίποινα έκλεισε το μεταλλείο κηρύσσοντας λοκ-αουτ για 3 μέρες. Οι μεταλλωρύχοι έμεναν σε μικροσκοπικά δωμάτια της Κυπριακής Μεταλλευτικής Εταιρείας στη Σκουριώτισσα – Μαυροβούνι – Ξερό στριμωγμένοι με τις οικογένειές τους. Η απεργία ξεκίνησε λόγω της απόρριψης των αιτημάτων των συνεργαζόμενων συντεχνιών της ΠΕΟ και της ΚΤΙΒΚ από την εργοδοσία. Τα αιτήματα αυτά αφορούσαν ωράριο, αυξήσεις μισθών, όρους εργολαβιών, υπερωρίες, αργίες, ιατρική περίθαλψη. Στις 18 του Γενάρη του 1948 ομόφωνα οι μεταλλωρύχοι αποφάσισαν να μετατρέψουν την προειδοποιητική απεργία τους, που έληγε στις 19 του μήνα, σε απεργία διαρκείας.

Σύμφωνα με την ΠΕΟ, στις 23 του μήνα εκδηλώνεται καλά οργανωμένη και προμελετημένη απεργοσπαστική συνωμοσία (με τη συμμετοχή και της ΣΕΚ). Κατάφεραν στην πρώτη τους προσπάθεια να βρουν 21 απεργοσπάστες και με τη συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης τούς πήγαν στο μεταλλείο, αλλά οι απεργοί δεν επέτρεψαν στην αστυνομία να περάσει. Αυτή για να ανοίξει το δρόμο άρχισε να πυροβολεί εναντίον των απεργών, που υπερασπιζόμενοι τον αγώνα τους όρμησαν μπροστά και έδωσαν σκληρή μάχη με την αστυνομία, ενώ άλλοι ξυλοκόπησαν αστυνομικούς και απεργοσπάστες. Ακολούθως κηρύχτηκε νέα 24ωρη παναπεργία στις 6 του Μάρτη. Δυο μέρες αργότερα οι απεργοί στην αποβάθρα προσπάθησαν να αποτρέψουν τους απεργοσπαστες και η αστυνομία απροειδοποίητα άρχισε να πυροβολά. Οι γυναίκες των απεργών αψηφώντας τη ζωή τους όρμησαν ενάντια στους αστυνομικούς και τους πήραν τα όπλα για να μην υπάρξει άλλο αιματοκύλισμα. Στις 16 του Μάρτη δέκα εργάτριες σταμάτησαν με ξύλα και πέτρες το τραίνο στο μέσο της διαδρομής Μαυροβουνιού-Ξερού, που μετέφερε κενά βαγόνια και 5-6 απεργοσπάστες.

Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, με την κήρυξη της απεργίας άρχισε ταυτόχρονα και μια προπαγανδιστική δυσφημιστική εκστρατεία σε βάρος της από μέρους της ΠΕΟ και ολόκληρου του κομμουνιστικού μηχανισμού με τη διάδοση φημών ότι δήθεν οι Νέες Συντεχνίες θα προμήθευαν την ΚΜΕ με 400 απεργοσπάστες. Έτσι εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία έλεγε ότι “παρόλο ότι συμπαθούμε τον απεργιακό αγώνα σας εντούτοις με λύπη μας σας πληροφορούμε ότι δεν είμεθα διατεθειμένοι να ενισχύσουμε υλικά εργάτες που βρίσκονται κάτω από την αντεργατική καθοδήγηση της ΠΕΟ η οποία πολεμά με τον πιο απάνθρωπο και αντιεργατικό τρόπο τους εργάτες των συντεχνιών μας και ζητά να τους καταδικάσει στην πείνα κηρύσσοντας απεργίες που στρέφονται όχι ενάντια στους εργοδότες αλλά ενάντια στους νεοσυντεχνιακούς για να διωχτούν από την δουλειά”. Η ΣΕΚ ως το θύμα συντονισμένης βίας εκ μέρους των απεργών της ΠΕΟ απευθύνθηκε στη συνέχεια στις Αρχές και κατείγγειλε τους εκφοβισμούς που δέχονταν τα μέλη της και τη φίμωση του Τύπου από πλευράς της ΠΕΟ με οδηγίες προς τη συντεχνία τυπογράφων να αρνούνται να τυπώνουν εφημερίδες με δημοσιεύματα που ήταν αντίθετα προς τις απόψεις του ΑΚΕΛ. 

Ενδεικτική του κλίματος πολιτικής πόλωσης που επικράτησε είναι η απεργία των μεταλλωρύχων που εξελίχθηκε σε μια σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς. Ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος Β' με εγκύκλιο του στις 20/3/1948 καλεί το λαό να τερματίσει την απεργία του, αλλά αγνοείται από τους απεργούς που συνεχίζουν τον αγώνα τους. Στις 20 του Απρίλη έφτασε στην Κύπρο ο Αμερικανός διευθυντής της ΚΜΕ Μαντ και άρχισε αμέσως διαπραγματεύσεις με τους απεργούς, στις οποίες εμπλάκηκε και η αποικιακή κυβέρνηση. Η τετράμηνη απεργία στην ΚΜΕ έληξε με συμφωνία στις 14 και τελικό κλείσιμο στις 16 Μαϊου 1948. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, με την απεργία οι μεταλλωρύχοι της ΚΜΕ πέτυχαν οικονομικά ωφελήματα που ικανοποιούσαν το 33% των αρχικών τους αιτημάτων και το λαϊκό κίνημα βγήκε από αυτή την αναμέτρηση νικητής και άντλησε μεγάλα διδάγματα ταξικής πάλης στον απεργιακό αγώνα. Λίγο καιρό μετά την απεργία η ΚΜΕ φοβούμενη νέες ανωμαλίες στις δουλειές της ικανοποίησε σχεδόν όλα τα αιτήματα που είχαν υποβληθεί. Αντίθετα, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, το όργιο τρομοκρατίας και βίας δεν απέδωσε τ' αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς η απεργία στην ΚΜΕ έκλεισε με ασήμαντα οικονομικά οφέλη αλλά και λιγότερα κομματικά οφέλη, που ήταν ο σημαντικότερος στόχος της κομμουνιστικής συντεχνιακής και κομματικής ηγεσίας. 

Τον Αύγουστο του 1948 έληγε η συλλογική σύμβαση των οικοδόμων και η συντεχνία τους υπέβαλε από τις 20 του Μάη αιτήματα αυξήσεων στα μίνιμουμ μεροκάματα, αύξησης της συνδρομής στις συντεχνιακές κοινωνικές ασφαλίσεις, αποζημίωσης σε περίπτωση βροχής ή κακοκαιρίας. Ο Σύνδεσμος Εργολάβων Οικοδομών υπέβαλε αξίωση να καταργηθεί άρθρο προηγούμενης σύμβασης για την πρόσληψη εργατών (μόνο από την ΠΕΟ) και να επιτραπεί στους εργολάβους να δίνουν υπεργολαβίες. Σύμφωνα με την ΠΕΟ, οι Νέες Συντεχνίες πρωτοστατούσαν τότε στους απεργοσπαστικούς αγώνες και επομένως τα μέλη τους, που ήταν στην πλειοψηφία τους απεργοσπάστες, “δεν είχαν κανένα δικαίωμα δουλειάς στις οικοδομές”. Η “ελεύθερη” πρόσληψη που ζητούσαν οι εργολάβοι θα τους άφηνε ελεύθερα χέρια να κάνουν στην επιλογή διακρίσεις σε βάρος της ΠΕΟ. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ η απεργία που τροχιοδρομούνταν από την ΠΕΟ είχε ως στόχο την εξόντωση της ΣΕΚ. Σε μια προσπάθεια να ξεπεραστούν οι διαφορές μεταξύ των δύο συντεχνιακών οργανώσεων των οικοδόμων και της ΠΕΟ-ΣΕΚ πραγματοποιήθηκε με τη μεσολάβηση του Διοικητή Εργασίας σύσκεψη στο γραφείο του στις 23 Αυγούστου, τρεις μέρες πριν από την κήρυξη της απεργίας. Η εισήγηση της ΠΕΟ ήταν οι δύο συντεχνίες να καλούν τα εργαζόμενα στην ίδια δουλειά μέλη τους σε μικτή Γενική Συνέλευση των ενδιαφερομένων εργατών, η απόφαση της οποίας να είναι τελεσίδικη (δηλαδή δεδομένης τότε της πλειοψηφίας των μελών της ΠΕΟ η εκλογή της επιτροπής και η τελεσίδικη απόφαση της Γενικής Συνέλευσης θα ήταν πάντοτε εκείνη που ευνοούσε η ΠΕΟ). Αν οι πιο πάνω όροι γίνονταν αποδεχτοί, η ΠΕΟ δεχόταν να αποσύρει τον όρο του κλόουζ σιοπ και να συζητήσει τον πρακτικό τρόπο πρόσληψης των εργατών στη δουλειά. Η ηγεσία της ΣΕΚ είδε την πρόταση της ΠΕΟ ως τακτικό ελιγμό και διακατεχόμενη από καχυποψία και επηρεασμένη από το γενικό αντικομμουνιστικό κλίμα απέρριψε την εισήγησή της. Μετά το αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις η συντεχνία κήρυξε απεργία στις 26 Αυγούστου, που κράτησε μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη του 1948. 

Σύμφωνα με την ΠΕΟ ο απεργιακός αγώνας των οικοδόμων στάθηκε δύσκολος και πολύ σκληρός, γιατί είχε να αντιμετωπίσει το απεργοσπαστικό κύμα της ΣΕΚ. Οι απεργοί χρειάστηκε να δώσουν πραγματικές μάχες με τους απεργοσπάστες και την αστυνομία που τους προστάτευε, για να κερδίσουν τον αγώνα τους. Στη βία απάντησαν με αντιβία και σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένους απεργούς, που έδρασαν πρωτοβουλιακά, και δυναμίτες εναντίον υποστατικών απεργοσπαστών. Σύμφωνα με την ΠΕΟ τα δικαστήρια καταδίκαζαν μόνο μέλη της ΠΕΟ σε φυλακίσεις και πρόστιμα και όχι Χίτες2 ή μπράβους της ΣΕΚ. Τελικά οι απεργοί οικοδόμοι δικαιώθηκαν και η απεργία τερματίστηκε με σχετική συμφωνία που υπογράφτηκε στις 18 του Δεκέμβρη. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, η ΠΕΟ προσπαθούσε να την τσακίσει χρησιμοποιώντας μέλη της που απεργούσαν αλλά και μπράβους του ΑΚΕΛ, που επιστρατεύτηκαν από τη Λευκωσία και την ύπαιθρο και δημιούργησαν και οργάνωσαν τρομοκρατικές ομάδες κρούσης ενάντια στα μέλη της ΣΕΚ, που αγωνίζονταν για το ελεύθερο δικαίωμα οργάνωσης και εργασίας. Σκοπός τους ήταν να κατατρομοκρατήσουν με τη χρήση βίας τους εργαζόμενους και τους εργοδότες τους από τη μια και να προκαλέσουν οικονομικές ζημιές στους ιδιοκτήτες των ανεγειρόμενων οικοδομών από την άλλη, εξαναγκάζοντας τους έτσι να αναστείλουν τις εργασίες μέχρι να πετύχουν οι κομμουνιστές εκείνο που επιδίωκαν. Η απεργία, σύμφωνα με τη ΣΕΚ, απέτυχε καθώς στο τέλος του Οκτώβρη οι εργολάβοι οικοδομών υπέγραψαν συμβόλαιο με τις Νέες Συντεχνίες, το οποίο καθόριζε ότι οι εργολάβοι μπορούσαν να προσλαμβάνουν προσωπικό είτε από τις Νέες είτε από τις Παλαιές Συντεχνίες. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, οι όροι της τελικής συμφωνίας το Δεκέμβρη δεν ήταν διαφορετικοί από αυτούς που είχαν αρχικά προταθεί, έτσι ουσιαστικά η απεργία ήταν άσκοπη.

Ποιο ήταν το τελικό αποτέλεσμα της απεργίας των οικοδόμων; Σύμφωνα με την ΠΕΟ, η επιτευχθείσα συμφωνία, που αποτέλεσε τον πρόδρομο της ίδρυσης του Γραφείου Εξεύρεσης Εργασίας, βοήθησε πολύ την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστικών οργανώσεων εκείνη την εποχή και συνέβαλε ώστε αργότερα οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ΠΕΟ και ΣΕΚ να συνεργάζονται στενά σε όλα τα στάδια της προετοιμασίας, υποβολής, διαπραγμάτευσης και αν χρειαστεί και της δυναμικής διεκδίκησης των δικαιωμάτων. Σύμφωνα με τη ΣΕΚ, το βασικό αποτέλεσμα ήταν ότι έκτοτε ΑΚΕΛ και ΠΕΟ, παρόλο που δε σταμάτησαν την υπόσκαψη και τον πόλεμο εναντίον της ΣΕΚ, εντούτοις ουδέποτε ξαναδοκίμασαν παρόμοιο εγχείρημα και η ΣΕΚ εδραιώθηκε μια για πάντα στον εργατικό στίβο και καμιά δύναμη δεν μπορούσε να σταματήσει την πορεία της. 

Αυτές οι διαμετρικά αντίθετες αφηγήσεις της ιστορίας αντιστοιχούν στις διαμετρικά αντίθετες πολιτικές θέσεις των δυο συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το 1948 υπήρξε σταθμός στην κοινωνική και πολιτική ιστορία της Κύπρου. Η ταξική και πολιτική σύγκρουση κατέληξε σε κάποιου είδους κοινωνικό συμβιβασμό, αφού έγινε ξεκάθαρο ότι ήταν αδύνατο να κυριαρχήσει μια από τις δυο παρατάξεις πάνω στην άλλη. Έτσι σταδιακά άρχισε να γίνεται αποδεχτό ότι το εργατικό κίνημα είχε ήδη διαιρεθεί και ότι η συνέχιση της πόλωσης και της αντιπαράθεσης μόνο ζημιά προκαλούσε. Λίγα χρόνια μετά, στα πλαίσια και της γραμμής της εθνικοαπελευθερωτικής ενότητας όπως εκφράστηκε με το ενωτικό δημοψήφισμα του 1950, άρχισαν να συνεργάζονται οι δυο βασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, να συνεννοούνται και να παρουσιάζουν κοινά αιτήματα στις διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, πρακτική που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα μετά την Ανεξαρτησία του 1960. Προς το τέλος της ζωής του ο Ζιαρτίδης προέβηκε και σε κάποιου είδους απολογιστική αυτοκριτική για την αρχικά εχθρική στάση της ΠΕΟ προς τη ΣΕΚ καλώντας και τη ΣΕΚ να πράξει το ίδιο.

Έχουμε το δικό μας μερίδιο με το γεγονός ότι δεν αντιληφθήκαμε ότι εμφανίστηκε μια τάση που ήταν αναπόφευκτο να εμφανιστεί και ότι με αυτήν την τάση έπρεπε να συνεργαστούμε – δυσαρεστηθήκαμε που μπήκαν επαναλαμβάνω στα ταράφια μας του συνδικαλισμού κάποιοι νέοι συνδικαλιστές και αρχίσαμε να τους ανταγωνιζόμαστε να τους πολεμούμε. Και εκείνοι φέρουν την ευθύνη για το ότι από τα πρώτα τους βήματα εμφανίστηκαν σαν αντικομμουνιστικές αντιαριστερές οργανώσεις με στόχο την διάλυση των αριστερών οργανώσεων. 
(Αντρέας Ζιαρτίδης: Χωρίς φόβο και πάθος, Πανίκου Παιονίδη, 1995)

Η εδραίωση του συνδικαλισμού: ανεξάρτητες συντεχνίες και το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων

Πέρα όμως από τις συντεχνίες της Αριστεράς και της Δεξιάς, τα τελευταία χρόνια της αποικιακής διακυβέρνησης εμφανίστηκαν και οι ανεξάρτητες συντεχνίες από εργαζόμενους σε δημόσιες/κρατικές υπηρεσίες, όπως οι Κυπριακές Αερογραμμές, η Αρχή Ηλεκτρισμού, το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, η Επιτροπή Σιτηρών, η Αρχή Τηλεπικοινωνιών, η Υδατοπρομήθεια οι Αγγλικές Βάσεις και τα Δημαρχεία. Αυτές οι συντεχνίες κρατήθηκαν έξω από την πολιτική σύγκρουση της εποχής και συνασπίστηκαν στην ΠΟΑΣ (Παγκύπρια Οργάνωση Ανεξαρτήτων Συντεχνιών). Η δημιουργία αυτών των συντεχνιών ήταν ενδεικτική του ότι ο συνδικαλισμός κατέστη κυρίαρχη κοινωνική πραγματικότητα προς το τέλος της βρετανικής δίοικησης στην Κύπρο. 

Οι πιο σημαντικές και, όπως φάνηκε στη μετέπειτα πορεία, και οι πιο δυνατές κλαδικές συντεχνίες που δημιουργηθήκαν ήταν η ΠΑΣΥΔΥ (Παγκύπρια Συντεχνία Δημοσίων Υπαλλήλων) και η ΕΤΥΚ (Ένωση Τραπεζικών Υπαλλήλων Κύπρου), όπως επίσης και οι συντεχνίες της εκπαίδευσης ΠΟΕΔ-ΟΕΛΜΕΚ-ΟΛΤΕΚ. Λόγω της αρχικής ταύτισης του συνδικαλισμού με τον κομμουνισμό, οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους νευραλγικούς για την κοινωνία κλάδους αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες μέχρι να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα να σχηματίσουν τις οργανώσεις τους. Συχνά η υπονόμευση της ανάπτυξης του συνδικαλισμού στη δημόσια υπηρεσία εκφραζόταν με την μετάθεση στελεχών της κυβέρνησης από το κέντρο στην επαρχία και σε απομακρυσμένες περιοχές, ώστε να αποκόπτονται από τον κύριο όγκο των μελών και να εμποδίζονται στην εκτέλεση της συνδικαλιστικής τους εργασίας.

Η δεκαετία του 1950 ήταν μια μεταβατική δεκαετία, στην οποία επεκτάθηκαν και εδραιώθηκαν οι θεσμοί που είχαν αναπτυθχεί τις προηγούμενες δεκαετίες τόσο σε κρατικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της κοινωνίας των πολιτών. Ήδη από το 1949 η αποικιακή κυβέρνηση αναγνωρίζει και πολιτικά το συνδικαλιστικό κίνημα μέσα από τη δημιουργία του Εργατικού Συμβουλευτικού Σώματος, στο οποίο μετέχουν εκπρόσωποι των εργοδοτων, της κυβέρνησης και των εργαζομένων και συζητούν θέματα εργατικής πολιτικής. Η δημόσια υπηρεσία και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας αναπτύθχηκε σημαντικά δημιουργώντας μια καινούργια κοινωνική κατηγορία, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεσαία τάξη ή ως εργατική αριστοκρατία. Παράλληλα το συνδικαλιστικό κίνημα ανάπτυξε ένα σύστημα συντεχνιακών ασφαλίσεων, εισάγοντας στην εργατική τάξη την έννοια της κοινωνικής ασφάλισης και απαιτώντας από το αποικιακό κράτος να προχωρήσει στην επίσημη και καθολική εφαρμογή ενός ενιάιου συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων. Η αποικιακή κυβέρνηση ήταν αρχικά διστακτική και δήλωνε πως οι συνθήκες δεν ήταν ώριμες. Ετοίμαζε μελέτες και συζητούσε το θέμα αλλά δεν προχωρούσε. Η πίεση όμως που ασκήθηκε από το συνδικαλιστικό και το αντιαποικιακό κίνημα ήταν συνεχής και έντονη. Έτσι το 1956, αφού είχε ήδη αρχίσει και η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ, προχώρησε στη θέσπιση του πρώτου νομοσχεδίου για τη δημιουργία του συστήματος των κοινωνικών ασφαλίσεων στην Κύπρο, καθιστώντας έτσι ένα πάγιο αίτημα της εργατικής τάξης και του συνδικαλιστικού κινήματος πραγματικότητα. 

Βιβλιογραφία:

Αντωνίου Λούκας και Σπύρου Σπύρος, Μικροδουλειές: παιδική εργασία στην Κύπρο στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, 2005

Christodoulou Demetrios, Inside the Cyprus miracle, University of Minessota, 1992 

Γρηγοριάδης Γρηγόρης, Ιστορία της ΣΕΚ, 1ος τόμος, 1994

Κατσιαούνης Ρολάνδος, Η Διασκεπτική, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, 2000

ΠΕΟ, Ιστορία ΠΣΕ-ΠΕΟ 1941-1991, Λευκωσία, 1991

ΠΕΟ, Αγώνες για τον τιμάριθμο, 1940-1944, Λευκωσία, 1984

Παιονίδης Πανίκος, Ανδρέας Ζιαρτίδης: χωρίς φόβο και πάθος, Λευκωσία, 1995

Slocum John, The development of labour relations in Cyprus, Nicosia, 1972

Σπαρσής Μίκης, Σύντομη ιστορία του εργατικού κινήματος και της οργάνωσης Κυπρίων εργοδοτών, Λευκωσία, 1999 

Φάντης Αντρέας, Το συνδικαλιστικό κίνημα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας 1878-1960, Λευκωσία, 2006

το επόμενο για την περίοδο 1960-2010 εδώ 
http://gregorisioannou.blogspot.com/2012/11/1960-2010.html