Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, 8/7/2019
Όλγα Δημητρίου,
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Durham
Το βιβλίο είναι ταυτόχρονα:
1.Μια κοινωνικό-πολιτική ανάλυση
2.Μια
ανάλυση της νέας γενιάς του Κυπριακού
3.Μια
ακτιβιστική / προσωπική προσέγγιση
Προσφέρει μια προσέγγιση των τελευταίων ιστορικών
γεγονότων από το 1974 μέχρι σήμερα, αλλά με εστίαση στο μετά του 2004. Σημείο
αναφοράς το 2004, 2008 και 2017 που δεν έχουν ακόμα ιστορικο-ποιηθείεπαρκώς και γι’ αυτό το βιβλίο είναι μια
σημαντική συμβολή καθαρή, κατανοητή και ολοκληρωμένη ανάλυση που εξηγεί εσωτερικέςκαι εξωτερικές παραμέτρους σε επίπεδο κοινωνικής και πολιτικής θεώρησης συσχετίζοντας
τους όρους των Διεθνών Σχέσεων με την Κοινωνιολογία των ταξικών &
κομματικών δυναμικών.
Κατά ένα μέρος
όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με το Κυπριακό χρειαστήκαμε να απλώσουμε τις αναλυτικές
μας δυνατότητες σε ένα δια-κλαδικό φάσμα πολιτικής ανάλυσης & κοινωνικών
σπουδών και ο Γρηγόρης αναδεικνύειάψογα την ολοκληρωμένη σκέψη
& κατανόηση που αυτήη προσέγγιση
μπορεί να δώσει.
Η ανάλυση
δομείται πάνω στο σχήμα της αποκάλυψης του “μυστικού”της ε/κπροσέγγισης στο Κυπριακό ως μια άρρηκτη συμφωνία μεταξύ κοινωνίας και
πολιτικής ως προς την αποδοχή της διχοτόμησης.
Αυτό σωστά παρατηρεί και είναι κάτι που
είχε σημαδέψει την δική μας γενιά πριν αλλά ιδίως μετά το Δημοψήφισμα
προσπαθώντας και εγώ να το κατανοήσω ως έκφραση της επιτρέπουσας κοινότητας στη δική μου δουλειά,
θα έλεγα πως είναι όντως το πιο χαρακτηριστικό της ε/κ κοινωνίας το πώς
μαθαίνουμε να ζούμε με μια κατανόηση και αποδοχή πραγμάτων που δεν ξέρουμε. Από
την δική μου εμπειρία και από το Πανεπιστήμιο και ίσως το σημαντικότερο μάθημα
που πήρα από τους φοιτητές μου δεν ήταν η άγνοια του Κυπριακού αλλά η επίγνωση
της άγνοιας. Η γενιά όχι μόνο του μετά-1974, όπως την νοηματοδοτεί και το
βιβλίο αλλά και γενιές των μετά-βίας εποχών ( που είναι και ταξικά και έμφυλα
ορισμένες) έχουν δεκτεί ότι κάποια πράγματα δεν θα τα μάθουμε. Ταυτόχρονα όμως
μαθαίνουμε ότι ίσως δεν ωφελούν καν να ρωτούμε. Αλλά κυρίως να μαθαίνουμε ότι
αυτό που γνωρίζαμε υπάρχει μόνο στη σφαίρα της ρητορικής ως performance. Η διαφοροποίηση μεταξύ συμβολικού και
αληθινού είναι από πού ορίζει κατά ένα χρόνο υποστηρίζω την Ε/Κ ενηλικίωση.
Και αυτό με
φέρνει στο 2ο σημείο αναφοράς το βιβλίο ως γενεαλογικό έργο. Να ξεκινήσω με μια
παρερμηνεία την πρώτη φορά που διάβασα την αναφορά στο ότι μετά το 2003 “Η
Κύπρος μεγάλωσε” το αντιλήφθηκα ως αναφορά στο ότι οι Ε/Κ ωρίμασαν ως πολιτικά
υποκείμενα ( αν και ήξερα καλά την έκφραση ως αναφορά στο γεωγραφικό καιόχι πολιτικό μέγεθος). Αν και αναμφισβήτητα
το 2003 ήταν μια ευκαιρία που έκλεισε με το 2004 αναρωτήθηκα πολλές φορές αν η
άρνηση ήταν άρνηση (και) πολιτικής ενηλικίωσης. Και αυτό είναι ένα ερώτημα που
η γενιά του Γρηγόρη και η δική μου ίσως μπορεί καλύτερα να απαντήσει. Αν και δεν είναι
ακριβώς ερώτημα του βιβλίου, θέλω να εξηγήσω πως ο Γρηγόρης μας βοηθά να το αναλύσουμε.
Το ότι ανήκει στην μετά-πολεμική εποχή του επιτρέπει, πιστεύω να αρθρώνει ένα
καινούργιο λόγο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια “νέα γενιά” αναλύσεων
τουΚυπριακού.
Σε αυτή βλέπω τα εξής χαρακτηριστικά:
Ένα κτίσιμο πάνω στην κριτική προσέγγιση όπου αναλύσεις προηγουμένων
περιόδων είχαν πρωτοπορήσειΝιαζί,
Παπαδάκης, Μαυράτσας, Χατζιηπαύλου, Κωνσταντίνου κτλ – και ακριβώς επειδή ο
πήχης της κριτικής τέθηκε ψηλά, η κριτική που καλού(μαστε) να προχωρήσουμε τώρα
και δεν μπορεί πλέον μόνο να εξηγεί την σιωπή της Ιστορίας και να την
αποκαλύπτει ως «μυστικό» αλλά να εξηγεί το πώς εμπεδώνονται πως χρησιμοποιούνται,
και γιατί διαιωνίζονται ακόμη και μετά την αποκάλυψη τους. Η ανάλυση εδώ του
Γρηγόρη για το πώς δουλεύει ο Λόγος του «εκάμαμεν τζιαί εμείς πολλά» είναι άριστο παράδειγμα.
Ακριβώς επειδή αυτοεθνογραφική βάση την οποία κτίζουμε τις αναλύσεις μας
σημαδεύτηκε από την εμπειρία της κανονικοποίησης των κλειστών συνόρων και την
έκπληξη του ανοίγματος τους, η ανάλυση του Γρηγόρη είναι ένα μοναδικά καλό αλλά
και ενδεικτικό παράδειγμα μιας ιδιαίτερης φιλοσοφίας στον αναλυτικό λόγο.Κύριο συστατικό αυτής είναι η απόδοση του
Άλλου-μάλιστα θα έλεγα ότι το βιβλίο σηματοδοτεί και την αρχή μιας
βιβλιογραφίας όπου ο “Αλλος” με όρους μετα-αποικιακής κριτικής σταματά να
υφίσταται αναλυτικά. Κοινοτυπίες για το τι έγινε όταν συναντήσα(με –όλοι) πρώτη
φορά Τ/Κ δεν υπάρχουν στο βιβλίο, αν και ήταν σημαντικές να λεχθούν σε
προηγούμενες εποχές. Οι Τ/Κγια τον
Γρηγόρη είναισυγγραφείς, συνεργάτες,
αναλυτές της δικής τους κοινωνίας αλλά και με ευρύτερο αναλυτικό εκτόπισμα μιας
κοινωνίας βαθιά πολυσύνθετης σε πολιτικό και κοινωνικό βαθμό που ο συγγραφέας
γνωρίζει, γιατί θέλησε να την καταλάβει ως μέρος της δικής του καθημερινότητας
και όχι ως «έκτακτη ανάγκη» . Έτσι, αν και ξεκάθαρα μας λέειότι επικεντρώνεται στην Ε/Κ κοινωνία, η
ανάλυση των Τ/Κ «επί ίσοις όροις» μας
δίνει ένα έξοχο καλούπι για την ανάλυση που έρχεται μετά το δικοινοτισμό.
Καιαυτό με οδηγεί στο τελευταίο
σημείο που θέλω να αναδείξω, αυτό της ιδιότητας του συγγραφέα – ακτιβιστή. Εδώ
θα διαφωνήσω με την παρουσίαση που κάνει του κειμένου ως γραμμένο μακρυά από
τις γραμμές της εξεζητημένης ανάλυσης και με ύφος που να απευθύνεται σε ένα
ευρύ κοινό. Είναι όντως ευκολοδιάβαστο και καλογραμμένο αλλά η απομάκρυνση από
την σοβαρή ανάλυση που μας υπόσχεται δεν υπάρχει. Υπάρχουν καθαρά επιχειρήματα
που αναδύουν και αναλύονται όχι επειδή παραλληλίζουν τις πολιτικές του
πεποιθήσεις αλλά επειδή τις διαμορφώνουν π.χη ανάλυση των τάσεων της αριστεράς, η προσέγγιση των αφηγημάτων της
δεξιάς, εθνικιστικής και φιλελεύθερης, η απεικόνιση των ρευμάτων στα οποία
συμμετείχε ο Γρηγόρης (ιδιαίτερα οι βιβλιογραφικές αναφορές στα νεκατώματα) –
όλα αυτά είναι μέρος σοβαρής και ευαίσθητης ανάλυσης που συνδέουν
παραδειγματικά την πράξη με την θεωρία. Και άρα το βιβλίο δεν είναι μια πρόταση
για το «ευρύ κοινό» αλλά μια πρόταση που παίρνει το«ευρύ κοινό» στα σοβαρά. Και για αυτό αξίζει
προσοχής από όλους μας.
Οι εκδόσεις
Ψηφίδες σας προσκαλούν στις παρουσιάσεις του βιβλίου «Ο Ντενκτάς στον νότο: Η
κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά» του Γρηγόρη Ιωάννου
σε Λεμεσό, Πάφο και Λευκωσία στις 5,6 και 8 Ιουλίου αντίστοιχα.
Δανειζόμαστε τα λόγια του καθηγητή Αλέξη Ηρακλείδη για να πούμε πως, [τ]ο
βιβλίο “φιλοδοξεί να αρθρώσει μία γενική θεώρηση για το πώς
κανονικοποιήθηκε η διχοτόμηση» στους Ελληνοκυπρίους, κατά τα τελευταία 25
–κυρίως 15– χρόνια, και έτσι να φέρει στο φως ένα κρυμμένο αλλά «κοινό»
μυστικό των Ελληνοκυπρίων.
Το βασικό επιχείρημα του βιβλίου είναι ότι «η εδραίωση της διχοτόμησης»
δεν ήταν «αυτόματη», ούτε συνέβη «πίσω από την πλάτη» των Ελληνοκυπρίων.
Ίσως πιο «σημαντική ήταν η απώθηση από πολλούς των συνεπειών του
ηχηρού Όχι» του 2004 και «η αδυναμία τους να επεξεργαστούν εναλλακτικές
πρακτικές και άλλα σενάρια τα επόμενα χρόνια». Προσθέτει δε ότι «η
απομυθοποίηση που επήλθε με τη διαδικασία του δημοψηφίσματος σήμανε το
τέλος της ομίχλης και μαζί και το τέλος της αθωότητας για όλους»: εννοεί
βέβαια για τους Ελληνοκυπρίους που πριν εμφανιζόντουσαν διεθνώς ως
διαλλακτικοί, ενώ οι Τουρκοκύπριοι αδιάλλακτοι υπό τον Ραούφ Ντενκτάς (RaufDenktas).
Διευκρινίζει δε, ότι το σύνθημα «ο Ντενκτάς στον νότο» το φώναξαν οι
Τουρκοκύπριοι «το βράδυ της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του
δημοψηφίσματος, αντιστρέφοντας έτσι τον εθνοκεντρισμό που εξέφραζε και
υπηρετούσε ο Ραούφ Ντενκτάς και οι συνεργάτες του».
Το βιβλίο θα
παρουσιάσουν οι Αντρέας Παναγιώτου (κοινωνιολόγος, επιμελητής της «Κυπρολογικής
Σειράς: Ρότσος»), Άδωνις Φλωρίδης (σκηνοθέτης), Νίκος Τριμικλινιώτης
(κοινωνιολόγος), ενώ παρών θα είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου. Την
συζήτηση θα συντονίσειη Μαρία Χατζημιχαήλ (ερευνήτρια).
ΠΑΦΟΣ
ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΩΝ
ΚΙΜΩΝΟΣ, Κίμωνος 2
ΣΑΒΒΑΤΟ 6
Ιουλίου, 20:30
(Η βιβλιοπαρουσίαση
γίνεται σε συνεργασία με το Κέντρο Τεχνών Κίμωνος)
Το βιβλίο θα
παρουσιάσουν οι Χρίστος Μάης (ιστορικός, εκδόσεις Ψηφίδες), η Σεβίνα Φλωρίδου
(αρχιτέκτονας), ενώ παρών θα είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας του βιβλίου.
Το βιβλίο θα
παρουσιάσουν οιΌλγα Δημητρίου (αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Πανεπιστήμιο Durham), NiyaziKizilyurek (ευρωβουλευτής,
καθηγητής Πανεπιστημίου Κύπρου), Τάκης Χατζηγεωργίου (πρώην ευρωβουλευτής),
Τάκης Χατζηδημητρίου (επικεφαλής Δικοινοτικής Επιτροπής για τη Προστασία της
Πολιτιστικής Κληρονομιάς),ενώ παρών θα είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας του
βιβλίου.Την συζήτηση θα
συντονίσειη
Σούλα Χατζήκυριακου (δημοσιογράφος).
Ο Γρηγόρης Ιωάννου γεννήθηκε
στη Λευκωσία το 1979, είναι κοινωνιολόγος και εργάζεται ως ερευνητής στο
Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης.
Σπούδασε διεθνή ιστορία και πολιτική κοινωνιολογία στο LondonSchoolofEconomics,
πήρε διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Γουόρικ (Warwick)
και έχει διδάξει στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στο Πανεπιστήμιο Frederick. Έχει δημοσιεύσει πληθώρα άρθρων για θέματα
εργασιακών σχέσεων, συνδικαλισμού, ταξικών και πολιτικών συγκρούσεων,
κοινωνικών κινημάτων και για την οικονομική κρίση στη νότια Ευρώπη. Τα
τελευταία 20 χρόνια συμμετείχε σε πολλές δράσεις επαναπροσέγγισης
Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και γενικότερα στο κίνημα ειρήνης και
επανένωσης της Κύπρου.
Εάν,
επιλέγουν να προστατεύσουν τα δικαιώματα των Τ/κ σε μια ξεχωριστή, ανεξάρτητη
οντότητα, τότε θα πρέπει να περιοριστούν εις όσα αναλογούν στην αποκλειστική
οικονομική ζώνη της εν λόγω παρανόμου οντότητας. Και συνεπώς δεν έχουν λόγο να
αμφισβητούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Νίκος Αναστασιάδης, 2/1/2018
Το παρόν βιβλίο είναι βασισμένο σε δυο
δεκαετίες στενής παρακολούθησης της εξέλιξης του Κυπριακού, αρθρογραφίας και
πολιτικής στράτευσης και δράσης ενάντια στη διχοτόμηση. Φέτος κλείνω τα σαράντα
χρόνια ζωής και έγραψα αυτό το κείμενο στο Καϊμακλί, ένα σημείο στη Λευκωσία,
που στις 3 από τις 4 πλευρές του ορίζοντα, μερικά χιλιόμετρα μπροστά μου,
βρίσκεται η διαχωριστική γραμμή της χώρας μου με τη νεκρή της ζώνη. Μακάρι τα
πράγματα να ήταν αλλιώς και σήμερα να ήμουν σε θέση να έγραφα ένα βιβλίο με
τίτλο «Η ανατροπή της διχοτόμησης», ένα αίσθημα που είχα και την περίοδο
2003-2004 όντας μεταπτυχιακός φοιτητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας στο
Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και έγραφα τη διατριβή μου πάνω στις τότε τρέχουσες
εξελίξεις με το Σχέδιο Ανάν και το δημοψήφισμα. Τότε είχα ξεκινήσει με
προκαταρκτικό τίτλο «Η ειρηνευτική διαδικασία στην Κύπρο», αλλά από την άνοιξη
του 2004 ο τίτλος έγινε «Ερμηνεύοντας το ελληνοκυπριακό Όχι».
Απέφυγα να συνεχίσω συστηματικά σε
ακαδημαϊκό επίπεδο την ενασχόλησή μου με το Κυπριακό και επέλεξα γενικά άλλα
θέματα για την επιστημονική μου εργασία τα τελευταία 15 χρόνια. Αλλά η πολιτική
δράση στο κίνημα της επανένωσης και η δημόσια αρθρογραφία μου παρέμειναν σε
μεγάλο βαθμό προσανατολισμένες πάνω στη διερεύνηση και την προσπάθεια ανατροπής
της διχοτόμησης – κάτι που θα συνεχίσει και μετά τη συγγραφή αυτού του βιβλίου.
Καθότι το 2017 υπήρξε μια καθοριστική στιγμή στο Κυπριακό, ανάλογη με το 2004
και επειδή θεωρώ ότι τα διάφορα κομμάτια ανάλυσης που έγραψα σε διάφορες φάσεις
αυτά τα 15 χρόνια έχουν σκιαγραφήσει ένα επαρκές πλαίσιο ανάλυσης, πιστεύω ότι
ήρθε η ώρα να πάρουν μια πιο συνεκτική μορφή και να αρθρώσουν συνολικά ένα
περιεχτικό επιχείρημα. Το βιβλίο αυτό απευθύνεται σε ένα διευρυμένο ακροατήριο
και προσπαθεί να αποφύγει διάφορες ακαδημαϊκές συμβάσεις για να κρατήσει το
κείμενο όσο το δυνατόν πιο βατό για τον μέσο αναγνώστη χωρίς εξειδικευμένες
γνώσεις στις κοινωνικές επιστήμες ή σε βάθος γνώση του Κυπριακού.[1]
Ο στόχος του βιβλίου είναι να καταγράψει
τις βασικές δυναμικές που διαμόρφωσαν το Κυπριακό μετά το 1974, ιδιαίτερα μετά
το 1993, άλλη μια κομβική στιγμή στην πορεία προς τη διχοτόμηση. Δεν υιοθετεί
μια ιστορική λογική, παρότι προσεγγίζει ιστορικά και αφηγείται περίπου
χρονολογικά τις εξελίξεις. Η οπτική και η λογική του κειμένου εντάσσονται στο
πεδίο της πολιτικής κοινωνιολογίας και προσεγγίζουν το Κυπριακό υπό το πρίσμα
των σχέσεων εξουσίας στην κοινωνία, εστιάζοντας στη διάδραση μεταξύ πολιτικής
ελίτ και κοινωνίας, πολιτικού συστήματος και κοινωνίας των πολιτών. Το βιβλίο εστιάζει
στο ιδεολογικό πεδίο και αναλύει τις πολιτικές δυναμικές, ιδιαίτερα τις
πρόσφατες, σε σχέση με την κοινωνία και την αποτύπωσή τους στη δημόσια σφαίρα.
Επικενώνεται στην ελληνοκυπριακή (ε/κ) κοινότητα χωρίς όμως να παραβλέπει τις
παράλληλες διεθνείς εξελίξεις αλλά ούτε και τις δυναμικές στην τουρκοκυπριακή
(τ/κ) κοινότητα στον βαθμό που αυτές επηρέασαν ή ακόμη και συνέβαλαν στην
πορεία προς τη διχοτόμηση.
Το ανά χείρας βιβλίο δεν φιλοδοξεί να
παρουσιάσει μια συνολική και εκτεταμένη ανάλυση όλων των παραγόντων που
διαμόρφωσαν το κοινωνικο-πολιτικό γίγνεσθαι στην ε/κ κοινότητα τις τελευταίες
δεκαετίες σε σχέση με το Κυπριακό. Ούτε μπορεί να παραθέσει λεπτομερώς όλες τις
παραμέτρους της εξέλιξης σύνθετων ζητημάτων όπως ο εθνικισμός, οι ειρηνευτικές
συνομιλίες, οι διακοινοτικές σχέσεις και το διεθνές περιβάλλον. Έχει πολύ πιο
περιορισμένη αναλυτική ατζέντα και πολύ πιο συγκεκριμένα ερωτήματα να θέσει.
Έχει όμως τον φιλόδοξο στόχο να αρθρώσει μια γενική θεώρηση για το πώς
κανονικοποιήθηκε η διχοτόμηση τα τελευταία 25, και ειδικότερα τα τελευταία 15,
χρόνια. Ή για να τεθεί αντίστροφα, για το πώς η διχοτόμηση, σε μια περίοδο που ευάλωτη
από γεωπολιτική, πολιτική και οικονομική άποψη, τόσο ως ισορροπία όσο και ως
πλαίσιο, δεν αμφισβητήθηκε και δεν διαβρώθηκε επαρκώς. Το ανά χείρας βιβλίο
έχει ως στόχο να θέσει με ειλικρίνεια το ερώτημα και να συζητήσει δημόσια και
ανοιχτά ένα συγκαλυμμένο αλλά κοινό μυστικό. Η ανάλυση της κανονικοποίησης της
διχοτόμησης στην ε/κ πλευρά ενέχει και ένα πολιτικό βάρος, αυτό της αντιστροφής
μιας γερά θεμελιωμένης ιδεολογικής οικοδομής – για αυτόν όμως τον λόγο φέρει
και μια αίσθηση απελευθέρωσης στον βαθμό που το πετυχαίνει.
Το βιβλίο χωρίζεται σε 7 κεφάλαια που
πραγματεύονται διάφορες θεματικές εστιάζοντας σε περιόδους, κομβικά σημεία και
πεδία που διαμόρφωσαν τους όρους κανονικοποίησης της διχοτόμησης. Το 1ο
κεφάλαιο θέτει το ιστορικό πλαίσιο και εξετάζει τη δημιουργία της διχοτόμησης,
εισάγοντας επίσης και εννοιολογικά ζητήματα σε σχέση με το πολιτικό σύστημα, το
πολιτικό ισοζύγιο δυνάμεων και τις δυναμικές των ταυτίσεων και των ιδεολογιών
σε επίπεδο κοινωνίας. Ουσιαστικά αφηγείται τις βασικές εξελίξεις της
εικοσιπενταετίας 1950-1975 που οδήγησαν στον διαχωρισμό Ελληνοκυπρίων και
Τουρκοκυπρίων. Το 2ο κεφάλαιο συζητά κοινωνιολογικά τον διαχωρισμό, όπως αυτός
επιβλήθηκε σχεδόν απόλυτα την περίοδο 1975-2003, και τις συνέπειές του σε
επίπεδο συλλογικής συνείδησης ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Έχοντας σκιαγραφήσει
τα βασικά ζητήματα που συγκρότησαν ιστορικά το Κυπριακό, τα επόμενα κεφάλαια
που καταπιάνονται με τις πιο πρόσφατες εξελίξεις εμβαθύνουν την ανάλυση και
συζητούν τις παραμέτρους της μη επίλυσής του.
Το 3ο κεφάλαιο εστιάζει στο άνοιγμα των
οδοφραγμάτων και στη μεγάλη κοινωνική προοπτική που δημιούργησε το 2003, αλλά
και στο πώς αυτή δεν κατάφερε να πάρει άμεση πολιτική μορφή με αποτέλεσμα να
φθαρεί και να οδηγήσει ξανά στο περιθώριο εκείνες τις λογικές και τις δυνάμεις
που άρθρωναν με επιμονή μια αντι-διχοτομική πολιτική στάση. Συζητά παράλληλα τη
σημασία της ύπαρξης των ανοιχτών οδοφραγμάτων από το 2003 μέχρι σήμερα και την
επίδρασή τους στις δια-κοινοτικές σχέσεις. Το δημοψήφισμα για το Σχέδιο Ανάν είναι
το κεντρικό θέμα του 4ου κεφαλαίου λειτουργώντας ως πυλώνας πάνω στον οποίο
στήνεται το βασικό επιχείρημα του βιβλίου: ότι η εδραίωση της διχοτόμησης δεν
υπήρξε ούτε αυτόματη και εκ των πραγμάτων διαδικασία, ούτε συνέβη πίσω από την
πλάτη της ε/κ κοινότητας. Δεν ήταν το ηχηρό Όχι στον Ανάν που εδραίωσε τη
διχοτόμηση. Πιο σημαντική ήταν η απώθηση από πολλούς των συνεπειών του ηχηρού
Όχι και άρα η αδυναμία τους να επεξεργαστούν εναλλακτικές πρακτικές και άλλα
σενάρια τα επόμενα χρόνια. Όμως η απομυθοποίηση που επήλθε με τη διαδικασία του
δημοψηφίσματος σήμανε το τέλος της ομίχλης και μαζί και το τέλος της αθωότητας
για όλους.
Το 5ο κεφάλαιοσυζητά την ύστατη μάχη που δόθηκε μεταξύ
ομοσπονδίας και διχοτόμησης τη δεκαετία 2007-2017 σε πολιτικό επίπεδο και το πώς,
παρά τη φαινομενική νίκη των δυνάμεων της ομοσπονδίας, ήταν τελικά οι δυνάμεις
της διχοτόμησης που κατάφεραν πραγματικά να επικρατήσουν και να ορίσουν το
παιχνίδι. Ανασκοπεί τις εσωτερικές δυναμικές στις δύο κοινότητες, τις διεθνείς
μεταβολές και τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις μέχρι την κατάρρευση του
τελευταίου γύρου συνομιλιών το 2017, κάνοντας διάκριση μεταξύ της τυπικής και
της ουσιαστικής στάσης των διαφόρων πρωταγωνιστών, της μορφής και του
περιεχομένου των δράσεων σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Στη συνέχεια, το 6οκεφάλαιο εστιάζει στον ρόλο που διαδραμάτισαν ή μη η παιδεία και τα ΜΜΕ
τόσο διαχρονικά όσο και σε κομβικές στιγμές της εξέλιξης του Κυπριακού
ανοίγοντας έτσι τη συζήτηση για τις δομές και τους θεσμούς της Κυπριακής
Δημοκρατίας της εκτάκτου ανάγκης και την επίδρασή τους πάνω στη συλλογική
μνήμη, τις κοινωνικές αντιλήψεις και την κοινή γνώμη. Η κεντρική θεωρητική
έννοια εδώ είναι το ιδιότυπο βαθύ κράτος που διαμορφώθηκε ιστορικά και
αναπαράγεται συντηρώντας συγκεκριμένα κυρίαρχα ιδεολογικά και πολιτικά πλαίσια
που επιδρούν σε παρόντα πολιτικό χρόνο.
Τέλος το 7ο κεφάλαιο ανοίγει την αναλυτική
οπτική και συζητά πιο θεωρητικά τα προλεχθέντα και πιο συγκεκριμένα τις
πολιτικές ισορροπίες και τα πολιτικά διακυβεύματα όπως διαμορφώθηκαν από τις
πρόσφατες εσωτερικές και διεθνείς εξελίξεις. Πραγματεύεται τις ταξικές και
πολιτικές ισορροπίες μέσα στην ε/κ κοινωνία, περιγράφει συνοπτικά τις αριστερές
προσεγγίσεις και συζητά τις διάφορες γραμμές, θέσεις και σχεδιασμούς της ε/κ
αστικής τάξης και τον συσχετισμό τους με τα λαϊκά και εργατικά στρώματα. Ο
στόχος εδώ είναι η επεξήγηση των μετατοπίσεων, της νομιμοποίησης των πολιτικών
και της αδυναμίας συγκρότησης ενός εναλλακτικού ιστορικού μπλοκ που θα μπορούσε
να ανατρέψει τα διχοτομικά δεδομένα.
Στον επίλογο γίνεται μια απόπειρα να τεθεί
με ιστορικούς όρους η προβληματική του βιβλίου και να γίνει μια ψύχραιμη
αποτίμηση της επίδρασης που είχαν οι δρώντες διαχρονικά στην παραγωγή και
αναπαραγωγή των δομών της διχοτόμησης. Αυτό αποτελεί, κατά τη γνώμη μου,
υποχρέωση προς την επόμενη γενιά που έχει καταδικαστεί να ζήσει σε ένα
επισφαλές περιβάλλον, σε ένα πιθανότατα επιδεινούμενο διχοτομικό στάτους κβο,
όπου η διατήρηση της ειρήνης θα συνεχίσει να εξαρτάται απόλυτα και αποκλειστικά
από τις διεθνείς ισορροπίες. Αξίζει να λεχθεί ότι η κατάσταση πραγμάτων, όπως
διαμορφώθηκε το 1974, το εδραιωμένο διχοτομικό στάτους κβο δηλαδή, βασισμένο
εσωτερικά στον εθνικισμό και τον φόβο, δεν παρέχει καμιά ασφάλεια σε συνθήκες
μεταβολής αυτών των διεθνών ισορροπιών: ότι η μη λύση παγιώνει την υπαγωγή της
Κύπρου στο πλέγμα των ιμπεριαλιστικών σχέσεων. ότι χωρίς την επανένωση
της Κύπρου και την ανάπτυξη της συνείδησης και της πραγματικότητας των κοινών
συμφερόντων Ε/κ-Τ/κ κινδυνεύουμε να ξαναγίνουμε το σημείο εξαγωγής της έντασης
των ελληνο-τουρκικών μεγαλο-ιδεατισμών και του ανταγωνισμού τους.
Όσον αφορά την επιλογή
του τίτλου αυτού του βιβλίου: Η ιδέα ότι το όραμα Ντενκτάς βρήκε μισό αιώνα
μετά πολλούς υπέρμαχους στην ε/κ κοινότητα δεν είναι ούτε καινοφανής. Το ίδιο
ισχύει και για τη διαπίστωση της κανονικοποίησης της διχοτόμησης. Αυτά έχουν
λεχθεί πολλές φορές σε συγκεντρώσεις, έχουν γραφτεί σε άρθρα και έχουν εκτεθεί
στη δημόσια σφαίρα. Αυτό όμως που δεν έχει γίνει μέχρι στιγμής είναι η σε βάθος
ανάλυση και η συγκεκριμένη λογική και εμπειρική τεκμηρίωση αυτού του
ισχυρισμού. Αυτός είναι ο διανοητικός στόχος του παρόντος βιβλίου. Το σύνθημα
«ο Ντενκτάς στον νότο» το φώναξαν τα πλήθη των τ/κ του Ναι το βράδυ της
ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος, αντιστρέφοντας έτσι τον
εθνο-κεντρισμό που εξέφραζε και υπηρετούσε ο Ραούφ Ντενκτάς και οι συνεργάτες
του. Να πάει στη νότια Κύπρο λοιπόν, εκεί που το διχοτομικό στάτους κβο έχει
πιο πολλούς οπαδούς. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ε/κ κοινότητα υπήρξε το
κυρίαρχο πεδίο μέσα στο οποίο παίχτηκε και κρίθηκε το πολιτικό ζήτημα – αν το
διχοτομικό στάτους κβο που διαμορφώθηκε το 1974 θα υπονομευόταν και θα ανατρεπόταν
ή θα εδραιωνόταν.
Κλείνοντας αυτή την
εισαγωγή θα επαναλάβω ότι η ιστορία δεν έχει τέλος και τα πάντα μπορούν να
αλλάξουν. Το μέλλον της χώρας θα εξαρτηθεί τελικά από τους ανθρώπους της και τη δράση ή την αδράνειά τους
–οι άνθρωποι φτιάχνουν τη δική τους ιστορία– σύμφωνα και με την περίφημη ρήση
του Μαρξ. Σε συνθήκες όμως «δοσμένες από το παρελθόν». Αυτές τις συνθήκες από
το παρελθόν είναι που καταγράφει αυτό το βιβλίο, με ρεαλισμό και μακριά από
ευσεβοποθισμούς που μπορεί να θολώσουν την ανάλυση. Με άσβεστη όμως και την
επιθυμία της ανατροπής της εδραίωσης της διχοτόμησης που αναδεικνύει το βιβλίο.
Διότι πιστεύω ότι η «όποια διχοτόμηση», προς την
οποία εργάζεται η κυρίαρχη μερίδα της ε/κ ηγεσίας και που γίνεται αποδεχτή
ή/και επιθυμητή από ισχυρή μερίδα των ε/κ, δεν θα είναι ούτε βελούδινη, ούτε
συμφέρουσα ούτε θα λύσει το πρόβλημα, που θα συνεχίσει να μας στοιχειώνει, έστω
και αν τα επόμενα χρόνια επιβληθεί κάποια ρύθμιση στις εξωτερικές του πτυχές.
[1] Για να βοηθηθεί επιπλέον ο αναγνώστης, στο τέλος του βιβλίου
περιλαμβάνεται ένα Επεξηγηματικό Γλωσσάρι στο οποίο μπορεί να ανατρέχει για
κάποια βασικά ονόματα και όρους.
Απόσπασμα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου μου "Ο Ντενκτάς στο νότο: η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά" όπως δημοσιεύτηκε στο "Φάντασμα της Ιστορίας" της Εφημερίδας των Συντακτών, 30 Μαρτίου 2019.
Για τυπικούς λόγους να αναφέρω ότι στα πλαίσια της επιμέλειας και για να διευκολυνθεί η ανάγνωση αυτού του αποσπάσματος έχουν αφαιρεθεί διάφορες υποσημειώσεις και αναφορές από το κείμενο. Ο επιμελητής άφησε μόνο 3 υποσημειώσεις που είναι σημαντικές για την κατανόηση του κειμένου, ιδιαίτερα από μη εξοικειωμένο αναγνωστικό κοινό.
Η διχοτόμηση της Κύπρου συντελέστηκε πολιτικά και επί του εδάφους την περίοδο 1950-1975, στα πλαίσια της σύγκρουσης για την εξουσία και τον έλεγχο του νησιού στη μεταβατική περίοδο της απο-αποικιοποίησης.
Ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός που εισήχθηκαν στην Κύπρο και ο ανταγωνισμός Ελλάδας-Τουρκίας όρισαν τη διαδικασία της κυπριακής ανεξαρτησίας και του τρόπου τερματισμού του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος.
«Εάν ήτο δυνατόν αυτή η απειλή να γίνη πραγματικότης, θα αφεώρα τον διαμελισμόν με όρους υπέρ της Τουρκίας αλλά και υπέρ της Ελλάδος»
Σπύρος Μαρκεζίνης, αγόρευση στη Βουλή (25/2/1959)
Οι γεωπολιτικές ισορροπίες ισχύος δεν αντιστοιχούσαν στις τοπικές δυναμικές που αναπτύσσονταν και στους εσωτερικούς ανταγωνισμούς εξουσίας και για να επιβληθούν χρησιμοποιήθηκε βία.
Οι εθνικισμοί, πέρα από ιδεολογίες εξουσίας, υπήρξαν και εργαλεία τρομοκρατίας που επέβαλαν στους Κύπριους, ενδοκοινοτικά και διακοινοτικά, τους όρους της διχοτόμησης που ολοκληρώθηκε με τις επεμβάσεις του ελληνικού και τουρκικού κράτους.
Η ανάπτυξη των εθνικισμών
Οι Βρετανοί αποικιοκράτες διατήρησαν την οθωμανική διοικητική διάκριση των Κυπρίων υπηκόων τους στη βάση της θρησκείας τους (Μουσουλμάνοι και μη Μουσουλμάνοι), την ίδια στιγμή που προχώρησαν σε μια σειρά εκμοντερνιστικών μεταρρυθμίσεων. Μέσα από το Νομοθετικό Συμβούλιο η εθνοτική καταγωγή πολιτικοποιήθηκε ενώ παράλληλα διατηρήθηκαν οι κορπορατιστικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης που χαρακτήριζαν την προ-νεωτερική τάξη πραγμάτων, ολοκληρώνοντας μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει από τα μέσα του 19ου αιώνα.
Ετσι ήδη από τη δεκαετία του 1920, μέσα και από την ανάπτυξη της κοινοτικής παιδείας αλλά και των πελατειακών σχέσεων, οι Κύπριοι Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ξεκίνησαν να υιοθετούν τις ταυτότητες του Ελληνα και του Τούρκου αντίστοιχα και να προσβλέπουν προς τα γειτονικά εθνο-κράτη τους.
Η αναδυόμενη κυπριακή αστική τάξη υπήρξε σε σημαντικό βαθμό χριστιανική, καθότι οι Χριστιανοί κυριαρχούσαν στο εμπόριο στον καταμερισμό εργασίας της οθωμανικής περιόδου. Υπήρχαν βέβαια και Μουσουλμάνοι επιχειρηματίες, που είχαν συνήθως και περισσότερες προσβάσεις στη δημόσια διοίκηση. Ο ελληνικός αλυτρωτικός εθνικισμός που εισαγόταν από το ελληνικό κράτος και τις ελληνικές παροικίες της περιοχής είχε καταφέρει μέσα από την παιδεία να ριζώσει στα μεσαία και ανώτερα στρώματα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα.
Αυτό έγινε με την ανοχή και την έμμεση στήριξη των Βρετανών, που θεωρούσαν ότι έτσι μπορούσαν να εξισορροπήσουν την οθωμανική κυριαρχία του νησιού που ακόμα διατηρούνταν. Ομως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο η ανάγκη αυτή των Βρετανών έπαψε να υφίσταται, ενώ ο ελληνικός εθνικισμός εξαπλώθηκε στις αγροτικές μάζες και μετατράπηκε πλέον σε εργαλείο της ελληνοκυπριακής αστικής τάξης και της εκκλησίας. Παράλληλα οι παραδοσιακοί Μουσουλμάνοι προύχοντες που έμειναν προσκολλημένοι στην Οθωμανική τάξη πραγμάτων έχαναν έδαφος μπροστά στην ανάπτυξη της ιδεολογίας του Κεμαλικού Τουρκισμού που κυριάρχησε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Η διαδικασία της ανάπτυξης των εθνικισμών των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ολοκληρώθηκε στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα ήδη με την εξέγερση των Οκτωβριανών το 1931 ο ελληνικός εθνικισμός εδραιώθηκε και το σύνθημα της «Ενώσεως» άρχισε να αποκτά το στάτους της ορθοδοξίας και να βιώνεται ως μεταφυσική υπόσχεση για τους Ελληνοκυπρίους και ως υπαρξιακή απειλή για τους Τουρκοκυπρίους, όπως διαφάνηκε μέσα από τις εξελίξεις της δεκαετίας του 1940.
Παρότι δεν υπήρξαν μεγάλα επεισόδια βίας και διασάλευση των γενικά ομαλών σχέσεων Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, οι διαδικασίες της αστικοποίησης, της μαζικής παιδείας και της πολιτικοποίησης των Κυπρίων υπηκόων της βρετανικής αυτοκρατορίας αύξησαν τη ροπή προς την αποστασιοποίηση και τον διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων. Αυτό εκφράστηκε και σε επίπεδο πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων αλλά ακόμα και εν μέρει σε επίπεδο οικονομικών σχέσεων, χωροταξικής διάρθρωσης και διαπροσωπικών σχέσεων.
Η άνοδος του εθνικισμού συνέβαλε στον προοδευτικό διαχωρισμό των κοινοτήτων, οδηγώντας σε μείωση του αριθμού των μεικτών χωριών/πληθυσμιακών κέντρων από 346 το 1891 σε 252 το 1931. Αυτό επιταχύνθηκε το επόμενο διάστημα και κορυφώθηκε την περίοδο της βίας (1955-1959), αφήνοντας μόνο 114 μεικτά πληθυσμιακά κέντρα το 1960.
Ηδη από τη δεκαετία του 1940 οι διαχωρισμένες οργανώσεις (συνεργατικές, αγροτικές, πολιτιστικές, πολιτικές, κοινωνικές) γίνονται ο κανόνας, ενώ ακόμα και το εργατικό κίνημα διασπάται πέραν από τον ενδοκοινοτικό άξονα δεξιάς-αριστεράς και σε διακοινοτική βάση με την ίδρυση των τουρκικών συντεχνιών. Το ότι πολλοί Τουρκοκύπριοι παραμένουν ενταγμένοι στην Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία (ΠΕΟ) μέχρι και το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 επ’ ουδενί δεν σημαίνει ότι αποδέχονταν την θέση της «Ενώσεως», την οποία το Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζομένου Λαού (ΑΚΕΛ) σε αντίθεση με το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου είχε υιοθετήσει με την ίδρυσή του το 1941 ως μακροπρόθεσμο αντι-ιμπεριαλιστικό στόχο1. Οταν μάλιστα το ΑΚΕΛ αποδέχτηκε την «Ενωσιν» και ως άμεσο στόχο το 1949-1950, με τη συμμετοχή του στη συλλογή υπογραφών της Εκκλησίας, η δυνατότητα της ΠΕΟ να λειτουργήσει ως κοινή οργάνωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων υπονομεύτηκε περαιτέρω.
Η δεκαετία του 1950 υπήρξε κομβική για την εξέλιξη των διακοινοτικών σχέσεων στην Κύπρο. Η ανάπτυξη των διακριτών «εθνικών συνειδήσεων», η πολιτικοποίηση δηλαδή της εθνοτικής καταγωγής και της πολιτισμικής ταυτότητας που συνέβαινε σχετικά αργά και σταδιακά στον ιστορικό χρόνο, επιταχύνθηκε καθώς ήδη από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η αποχώρηση των Βρετανών ήταν ένα ορατό ενδεχόμενο.
Ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός που ακολούθησαν είχαν ήδη καταφέρει να ορίσουν το πεδίο της αποαποικιοποίησης και να καταστούν τα οχήματα με τα οποία οι ηγεσίες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων θα πολιτεύονταν έναντι των Βρετανών και θα κινητοποιούσαν τις μάζες των κοινοτήτων τους.
Η «Ενωσις», όπως και το «Ταξίμ» (δηλαδή, η διχοτόμηση της Κύπρου και ο διαμοιρασμός της μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας) που κωδικοποιήθηκε ως η απάντηση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, συγκρότησαν το πολιτικό πλαίσιο στην κάθε κοινότητα και τελικά έπνιξαν κάθε διαφορετική και κριτική φωνή πριν προλάβει να αναπτυχθεί.
Τα λαϊκά στρώματα και η εργατική τάξη που είχαν βγει στο πολιτικό προσκήνιο τη δεκαετία του 1940, με βασικό εκπρόσωπό τους το νεοϊδρυθέν ΑΚΕΛ, ουσιαστικά χάνουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τις εξελίξεις, καθώς τη δεκαετία του 1950 συντελείται ενός είδους αντεπανάσταση σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Συνδικαλιστικά τα κεκτημένα της δεκαετίας του 1940 διατηρούνται και τόσο η ΠΕΟ όσο και το ΑΚΕΛ διατηρούν την οργανωτική τους δύναμη, η οποία μάλιστα ενισχύεται μέσα από μια διαδικασία συγκεντροποίησης και δημιουργίας επαγγελματικού μηχανισμού.
Η δε Συνομοσπονδία Εργατών Κύπρου (ΣΕΚ) στο εργασιακό πεδίο τουλάχιστον κινείται προς την κατεύθυνση της ΠΕΟ. Αλλά η εκκλησία και τα δίκτυά της ισχυροποιούνται, ο αντικομμουνισμός και λόγω των παγκόσμιων εξελίξεων και του αποτελέσματος του ελληνικού εμφυλίου πολέμου επιστρέφει με ορμή και η κυπριακή αριστερά ωθείται σε μια αμυντική θέση, από την οποία υποχρεώνεται να αποδεικνύει αδιάκοπα την προσήλωσή της στο έθνος για να διεκδικεί το δικαίωμα να μιλά.
Πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις
Η ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών) και η ΤΜΤ (Türk Mukavemet Teşkilatı, Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης), ως οι ένοπλες εκφράσεις της «Ενωσις» και του «Ταξίμ», δημιουργήθηκαν για να ασκήσουν πρωτίστως πίεση στους Βρετανούς και δευτερευόντως στην άλλη κοινότητα. Η ΕΟΚΑ σε αντίθεση με την ΤΜΤ έδρασε και στρατιωτικά εναντίον των Βρετανών. Αλλά εκ των πραγμάτων το μόνο πεδίο όπου είχαν επιτυχία τόσο η μια όσο και η άλλη ήταν το ενδοκοινοτικό.
Το 1958 με τις πολλαπλές πολιτικές δολοφονίες Ελληνοκυπρίων από την ΕΟΚΑ και Τουρκοκυπρίων από την ΤΜΤ, κυρίως αριστερών, και την απαρχή της διακοινοτικής βίας, υπήρξε αποκαλυπτικό και συνάμα τραγικό. Η ΕΟΚΑ και η ΤΜΤ απέτυχαν στους διακηρυγμένους στόχους τους, όμως ταυτόχρονα κέρδισαν το παιχνίδι της εξουσίας της μετάβασης στην Ανεξαρτησία.
Αφού κατάφεραν να καταστείλουν την όποια εναλλακτική πολιτική άποψη εντός των κοινοτήτων τους, συνεισέφεραν στην ανάπτυξη της καχυποψίας ανάμεσα σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, στη δημιουργία του κλίματος φόβου, στην ανάπτυξη μιας κουλτούρας πολιτικού αυταρχισμού, συντηρητισμού και ανορθολογισμού. Οι Βρετανοί, στην προσπάθειά τους να ελέγξουν την πολιτική ανυπακοή των Ελληνοκυπρίων και να αντιμετωπίσουν την ΕΟΚΑ με την πρόσληψη Τουρκοκυπρίων επικουρικών αστυνομικών ήδη από το 1956, επιδείνωσαν περαιτέρω τις ήδη τεταμένες διακοινοτικές σχέσεις.
Το 1955 υπήρξε σημείο καμπής στις διακοινοτικές σχέσεις. Η έναρξη της ένοπλης δράσης της ΕΟΚΑ πυροδότησε ένα τεταμένο κλίμα και οδήγησε στις πρώτες μικρές μετακινήσεις πληθυσμών προληπτικά για λόγους ασφάλειας, ενισχύοντας έτσι την καχυποψία. Ανάλογα η ελληνοκυπριακή ηγεσία των ποδοσφαιρικών γηπέδων και της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου, επικαλούμενη τις έκτακτες συνθήκες και «για να αποφευχθούν ταραχές», απέβαλε τις τουρκοκυπριακές ομάδες προσωρινά από το πρωτάθλημα και κάθε δραστηριότητα της Ομοσπονδίας2.
Στις συνθήκες έντασης όμως και καθώς η πολιτική σύγκρουση κλιμακώνεται η περαιτέρω αποξένωση των κοινοτήτων σε κοινωνικό επίπεδο με τη σειρά της επανατροφοδοτεί την πολιτική σύγκρουση. Η ένταση στις διακοινοτικές σχέσεις αυξάνεται και σημειώνονται κάποια επεισόδια βίας κατά ανθρώπων και περιουσιών και το 1956 και το 1957.
Στην τουρκοκυπριακή κοινότητα η ίδρυση και λειτουργία της ΤΜΤ συστηματοποιεί και την αποστασιοποίηση των κοινοτήτων μέσα από την απαγόρευση των σχέσεων και των συναλλαγών με Ελληνοκυπρίους και εν τέλει και τη βία, ενδοκοινοτική και διακοινοτική. Ωστόσο οι πρώτες διακοινοτικές συγκρούσεις κατά τις οποίες πραγματοποιούνται περιστατικά γενικευμένης και τυφλής εθνοτικής βίας ουσιαστικά ξεκινούν το 1958, σε μια χρονική στιγμή που γίνεται πλήρως αντιληπτό ότι θα αποχωρήσουν οι Βρετανοί και το διακύβευμα είναι πλέον η διάδοχη κατάσταση.
Η διακοινοτική βία εξαπλώνεται σε διάφορες περιοχές με ποικίλες αφορμές, ενώ πλέον τίθενται και οι βάσεις για πράξεις αντεκδίκησης που θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια. Το πιο συνταρακτικό γεγονός διακοινοτικής βίας είναι η δολοφονία των 8 Κοντεμενιωτών στον κάμπο του Κιόνελι, που μυεί την τουρκοκυπριακή κοινότητα συνολικά στη διαλεκτική της βίας για τη διχοτόμηση και κυρίως την ανοχή της3.
Στις πόλεις διαχωρίζονται οι αγορές και τα σύνορα του «ελληνικού» και του «τουρκικού» τομέα σκληραίνουν, προκαλώντας μετακινήσεις ανθρώπων και μαγαζιών από γκρίζες και οριακές ζώνες. Μέσα στο κλίμα φόβου, καχυποψίας και απειλής πραγματοποιείται ντε φάκτο ο διαχωρισμός σε επίπεδο δήμων, η μορφή και η νομιμοποίηση του οποίου παραμένει ως εκκρεμότητα με την Ανεξαρτησία που ακολουθεί.
Συνολικά το «σκοτεινό 1958» σηματοδοτεί την πρώτη στιγμή της διχοτόμησης –από τη μια με την ιδρυτική βία που μετουσιώνει την πολιτική θέση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας για αυτόνομη κυριαρχία σε κρατική πρακτική, και από την άλλη με το ξεκαθάρισμα από την ΕΟΚΑ ότι αυτή, ως εργαλείο του Μακαρίου, ήταν ο μηχανισμός εξουσίας στην ελληνοκυπριακή κοινότητα.
Το πιο σημαντικό είναι πως η διακοινοτική βία του 1958 θέτει τις βάσεις για την πιο εκτεταμένη βία της περιόδου 1963-1967 καθώς διαμορφώνει το πλαίσιο, νομιμοποιεί τις πιο εθνικιστικές φωνές μέσα στις δύο κοινότητες και λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την στρατολόγηση και κινητοποίηση δυνάμεων κρούσης, σε ανοιχτή γραμμή με τις ηγεσίες των δύο κοινοτήτων αντίστοιχα.
Ηδη από τη δεκαετία του 1940 είχε διαφανεί ότι η κυπριακή αριστερά δεν μπορούσε να λειτουργήσει διεθνιστικά με ένα συνολικό τρόπο, να οραματιστεί πέραν του έθνους και πλήρως αποδεσμευμένα από τα εθνικιστικά αφηγήματα των δυο κοινοτήτων. Ετσι, η απουσία οργανωμένης αριστεράς στην τουρκοκυπριακή κοινότητα κατέστησε όσους Τουρκοκύπριους αριστερούς επέλεξαν να απέχουν από την ΤΜΤ και να παραβιάζουν τις εντολές της για πλήρη διακοπή των σχέσεών τους με την ελληνοκυπριακή κοινότητα ακόμα πιο ευάλωτους και παγιδευμένους.
Το ΑΚΕΛ κοντά στο οποίο βρισκόταν αυτή η μικρή ομάδα αριστερών Τουρκοκυπρίων δεν μπορούσε ούτε να τους καλύψει πολιτικά ούτε να τους προστατέψει φυσικά. Κάποιοι δολοφονήθηκαν, κάποιοι εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν και άλλοι να απέχουν από την πολιτική δράση. Οντας πραγματικά υπέρμαχοι της κυπριακής ανεξαρτησίας, εξίσου αντίθετοι με την «Ενωσις» και το «Ταξίμ», ήταν πράγματι τραγική η μοίρα τους να αποδεκατιστούν τη στιγμή της μετάβασης στην Ανεξαρτησία.
Η δολοφονία των δύο Τουρκοκυπρίων δημοσιογράφων Αϊχάν Χικμέτ και Αχμέτ Γκιουρκάν το 1962 και του ίδιου του Ντερβίς Αλί Καβάζογλου το 1965 υπήρξε η ολοκλήρωση αυτής της τραγωδίας.
Ανεξαρτησία και παρακράτος
Η μετάβαση στην Ανεξαρτησία που ακολούθησε αμέσως μετά τη βία του 1958 δεν έφερε βασική διαφοροποίηση σε επίπεδο πολιτικών ιδεολογιών. Τόσο ο τρόπος που αποφασίστηκε η δημιουργία όσο και η στελέχωση του νέου κράτους έγινε νοητή περισσότερο ως συνέχεια παρά ως ρήξη με την αποικιακή περίοδο.
Η συμφωνία της Ζυρίχης στις αρχές του 1959 έγινε δεκτή με ανακούφιση από τους Κυπρίους καθότι ερμηνεύτηκε ως ο τερματισμός της βίας, αλλά σε επίπεδο διακοινοτικών σχέσεων η καχυποψία που είχε δημιουργηθεί δεν είχε κατευναστεί. Αντίθετα, οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων συνέχισαν απτόητες την πορεία μέσα από την οποία είχαν εδραιωθεί –την υπόθαλψη του εθνικισμού, την επιμονή στους στόχους της «Ενωσις» και του «Ταξίμ» που τώρα έπρεπε να προωθηθούν σε άλλες συνθήκες, και τη διεκδίκηση αυτόνομης κοινοτικής κρατικής εξουσίας μέσα από παρακρατικούς μηχανισμούς.
Βέβαια, με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας τα ιδεολογήματα περί ένωσης και διπλής ένωσης, ανεδαφικά ούτως ή άλλως λόγω των γεωπολιτικών συσχετισμών, κατέρρευσαν πολιτικά ενώ η ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στον ΟΗΕ τα κατέστησε εξαρχής και έκνομα. Αυτό το ήξεραν καλά οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων και άρχισαν να το λαμβάνουν υπόψη στις κινήσεις τους το επόμενο διάστημα. Την ίδια στιγμή όμως η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» έφεραν τεράστιο συμβολικό βάρος, συναισθηματική φόρτιση και ιδεολογική ισχύ μέσα στον πληθυσμό.
Επιπλέον, ως συνθήματα, είχαν ήδη ποτιστεί με αίμα και είχαν νομιμοποιήσει τη χρήση βίας. Αποτελούσαν λοιπόν όχι μόνο ένα χρήσιμο ρητορικό εργαλείο για τους ηγέτες και ηγετίσκους των δύο κοινοτήτων, που τώρα έλεγχαν εξ αδιαιρέτου και έναν κρατικό μηχανισμό, αλλά και μια εύκολη πλαισίωση της διαμάχης για τον διαμοιρασμό της εξουσίας.
Η «Ενωσις» ως προσάρτηση της Κύπρου από την Ελλάδα υπήρξε ιδεολογία εξουσίας από τη στιγμή της άρθρωσής της ως πολιτική θέση στις αρχές του 20ού αιώνα. Ηταν το σύνθημα των τοκογλύφων, όπως το κωδικοποίησε το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου από τη δεκαετία του 1920, η απάντηση της εκκλησίας και της αστικής τάξης στην υπονόμευση των προνομίων της τόσο από τα πάνω, με τις κινήσεις των Βρετανών, όσο και από τα κάτω, με την ανάπτυξη της Αριστεράς και τις διεκδικήσεις των λαϊκών μαζών.
Αντίστοιχα και το «Ταξίμ», ως προσάρτηση ενός μέρους της Κύπρου στην Τουρκία, υπήρξε από την αρχή ιδεολογία εξουσίας, αμυντική απέναντι στη θέση της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας αλλά και εργαλειακή σε σχέση με τις πολιτικές δυναμικές εντός της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Τόσο η «Ενωσις» αρχικά όσο και το «Ταξίμ» αργότερα συσχετίζονταν με κύκλους του ελληνικού και του τουρκικού κράτους, μια συσχέτιση που στις συνθήκες του τέλους της δεκαετίας του 1950 έγινε καθοριστική.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ακόμα και στην κορύφωσή τους, όταν κυριάρχησαν και μέσα στις μάζες των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, τα ιδεολογήματα της «Ενωσις» και του «Ταξίμ» είχαν έντονο ταξικό στίγμα. Πίσω από τη φαινομενική τους καθολικότητα και διαταξικότητα, ο ελληνικός και ο τουρκικός εθνικισμός των Κυπρίων είχαν έντονα ένα αστικό ταξικό στίγμα.
Ο συμβιβασμός της Ζυρίχης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και η επικύρωσή του στο Λονδίνο από τους Βρετανούς, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον Φαζίλ Κουτσιούκ εκ μέρους των κοινοτήτων τους, διάνοιξε πραγματικά μια νέα εποχή. Αλλά τότε, τη στιγμή ακριβώς που η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» αποδείχτηκαν να έχουν εξαντλήσει την ισχύ τους και να έχουν ηττηθεί εκ των πραγμάτων ως πλαίσια πολιτικής πορείας, τότε ήταν που πήραν την καθαρή τους μορφή ως ιδεολογικά εργαλεία στη διαμάχη των ελίτ για την εξουσία.
Αν πριν το 1960 η «Ενωσις» και το «Ταξίμ» ήταν, μεταξύ άλλων, κυρίως όργανα χειραγώγησης των μαζών, από τα οποία δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί ούτε η κυπριακή Αριστερά, την περίοδο 1960-1975 ήταν πρώτα από όλα εργαλεία παρακρατικής βίας. Ιδεολογίες εξουσίας στην καθαρή τους μορφή, εργαλεία πειθάρχησης του πληθυσμού και πηγές από τις οποίες αντλούσαν και στις οποίες αναφέρονταν οι ελίτ στους ανταγωνισμούς τους για τον έλεγχο του πλούτου, των πολιτικών δυνατοτήτων και της κρατικής κυριαρχίας.
Ηδη από το 1962, καθώς προηγούμενες εκκρεμότητες παρέμεναν ανοιχτές ενώ άνοιγαν καινούργιες, ήταν φανερό ότι η νέα τάξη πραγμάτων με τη δικοινοτική Δημοκρατία δεν εξελισσόταν ομαλά. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία επαναπροσδιόρισε τον στόχο της ως τη μετατροπή των Τουρκοκυπρίων από κοινότητα σε μειονότητα, ενώ η τουρκοκυπριακή κοινότητα επαναπροσδιόρισε τον δικό της στόχο ως αξιοποίηση των διατάξεων του Συντάγματος για την εμπέδωση χωριστής κοινοτικής κυριαρχίας.
Και οι δυο πλευρές εξόπλιζαν και εκπαίδευαν παραστρατιωτικές ομάδες προετοιμαζόμενες για την επερχόμενη σύγκρουση. Στην ελληνοκυπριακή πλευρά η στρατολόγηση γινόταν από τον ευρύτερο εθνικόφρονα χώρο που περιλάμβανε και τον Βάσο Λυσσαρίδη, ιδρυτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Ενωσης Κέντρου (ΕΔΕΚ). Στην τουρκοκυπριακή πλευρά, που δεν είχε τότε ισχυρή αριστερά, ουσιαστικά η στρατολόγηση ήταν σχεδόν καθολική.
Το ότι η βασική ελληνοκυπριακή παραστρατιωτική οργάνωση ήταν υπό τις εντολές του ίδιου του υπουργού Εσωτερικών, Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, με το Σχέδιο Ακρίτας, είναι ενδεικτική τού πόσο απόλυτα θολά ήταν τα όρια κράτους και παρακράτους. Αντίστοιχα και στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τον Ραούφ Ντενκτάς να έχει ανάλογο ρόλο.
Ο δεύτερος γύρος
Η σύγκρουση επήλθε στα τέλη του 1963, όταν η ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Μακάριο αρνήθηκε να εφαρμόσει αυτά για τα οποία είχε δεσμευτεί στις συμφωνίες σε σχέση με τους χωριστούς δήμους αλλά και να ανατρέψει την ευρύτερη ισορροπία του Συντάγματος μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία υπό τον Μακάριο επιχείρησε βασικά να μεταβάλει τον συσχετισμό που κωδικοποιήθηκε στις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου και καταγράφηκε στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Με τα «13 Σημεία για την αναθεώρηση του Συντάγματος» μετέτρεψε το πολιτικό αδιέξοδο, στο οποίο είχε οδηγήσει τη χώρα η διελκυστίνδα με την τ/κ ηγεσία, σε συνταγματικό αδιέξοδο και ενίσχυσε περαιτέρω το εμπρηστικό κλίμα στις διακοινοτικές σχέσεις που καλλιεργούνταν, οδηγώντας σε κλιμάκωση της έντασης. Με το πρώτο επεισόδιο βίας, ως έτοιμες από καιρό, οι παραστρατιωτικές δυνάμεις των δυο ηγεσιών μπήκαν ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας.
Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι την περίοδο της έντασης της διακοινοτικής βίας, που κορυφώθηκε το 1964 αλλά συντηρήθηκε ως το 1967, οι περισσότεροι νεκροί προέκυψαν από εν ψυχρώ δολοφονίες και όχι από μάχες ένοπλων ομάδων. Παρότι υπήρχαν διαφορές ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τη χρονική στιγμή της βίας, είναι εφικτές κάποιες γενικεύσεις και άντληση συμπερασμάτων από τις λιγοστές αξιόπιστες καταγραμμένες αναφορές, αλλά και την πληθώρα των άγραφων μαρτυριών που υπάρχουν (αλλά όχι για πολύ ακόμα καθώς φεύγει η γενιά που τα έζησε) για αυτά τα γεγονότα.
Αναμφισβήτητα χρειάζεται να γίνει σοβαρή και συστηματική έρευνα των συγκεκριμένων γεγονότων και για τους σκοπούς των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας, αλλά και για μια διαδικασία απόκτησης δημόσιας γνώσης και υπέρβασης αυτών των σκοτεινών στιγμών του πρόσφατου παρελθόντος με κριτική και αναστοχαστική διάθεση.
*πολιτικός κοινωνιολόγος, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης
🔺 Το βιβλίο του Γρηγόρη Ιωάννου «Ο Ντενκτάς στον Νότο. Η κανονικοποίηση της διχοτόμησης στην ελληνοκυπριακή πλευρά» θα κυκλοφορήσει μέσα στην άνοιξη από τις εκδόσεις Ψηφίδες.
1. Πολλοί μένουν στην ΠΕΟ για πρακτικούς λόγους, διότι η Τουρκική Συντεχνία είναι αδύνατη και δεν μπορεί να υπερασπιστεί τα συμφέροντά τους. Για μια ομάδα Τουρκοκυπρίων όμως, με ηγέτη τον Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, η παραμονή κοντά στο ΑΚΕΛ γίνεται και για ιδεολογικούς λόγους.
2. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι η μεγάλη ταξική, πολιτική και ιδεολογική σύγκρουση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, η οποία κορυφώθηκε το 1948 και διέσπασε και τα αθλητικά σωματεία οδηγώντας στην ίδρυση της Ομόνοιας Λευκωσίας και άλλων νέων αριστερών ποδοσφαιρικών ομάδων που οργάνωσαν ξεχωριστό πρωτάθλημα μέχρι το 1954, άφησε ανεπηρέαστη την τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τις τουρκοκυπριακές ομάδες να παραμένουν στην Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου υπό τον έλεγχο της ελληνοκυπριακής Δεξιάς.
3. Οταν κάποιοι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι του χωριού Κοντεμένος κινήθηκαν προς το μεικτό χωριό Σκυλλούρα για να συνδράμουν τους Ελληνοκυπρίους της Σκυλλούρας έναντι των Τουρκοκυπρίων της Σκυλλούρας, συνελήφθηκαν από τη βρετανική αστυνομία, μεταφέρθηκαν στη Λευκωσία και αργότερα αφέθηκαν να επιστρέψουν στον Κοντεμένο πεζοί. Στον κάμπο του τουρκοκυπριακού χωριού Κιόνελι δέχτηκαν δολοφονική επίθεση από Τουρκοκυπρίους.